10/07/2008
Η Χίος και οι Χίοι
Σύνδεσμος Αποφοίτων Ζωσιμαίας Σχολής Ιωαννίνων
Πηγή: Σπύρος Εργολάβος, Γεώργιος Παπακώστας, Φρίξος Πούρλης, Κώστας Καραγιαννίδης, Λευτέρης Ζώλας
© Δήμος Ιωαννιτών |
προεπισκόπηση εκτύπωσης
|
10 Νοεμβρίου Απ' την πρώτη στιγμή η Χίος προκαλεί άριστη εντύπωση στον επισκέπτη, απ' όλες τις απόψεις. Τα ωραία της και ρυθμικά σπιτάκια, τα καλαίσθητα καταστήματα, Τα απογυμνωμένα βουνά της που την περικυκλώνουν αμφιθεατρικά, και όλα γενικά, συντελούν σε μια καλή εντύπωση. Η παραλία της, εντελώς εξαίσια, προσδίδει όψη ευρωπαϊκής πόλης.
Σ αυτή βρίσκέι κανείς τα καλύτερα ξενοδοχεία φαγητού και ύπνου, και τα καλύτερα καφενεία, ανάμεσα στα οποία και το λαϊκό αναγνωστήριο.
Το λιμάνι της επίσης ωραίο και ευρύχωρο. Σε όλα η πόλη είναι ελληνική. Καφάσια σπάνια βλέπει κανείς. Οι δρόμοι της όμως υστερούν πολύ. Ο καλύτερος, καλούμενος δρόμος της «Απλωταριάς» που αρχίζει απ' την πλατεία Βουνακίου και καταλήγει στον Κάτω Γιαλό, συγκεντρώνει όλους τους θιασώτες του κερδώου Ερμή. Έχει μια μόνο πλατεία, την πλατεία Βουνακίου, η οποία συγκεντρώνει όλα τα δημόσια κτίρια, δηλαδή το Διοικητήριο, τους Στρατώνες και τη Λέσχη, των Νεότουρκων.
Αξιόλογο επίσης είναι και το Φρούριο της Χίου, ενετικής, αν δεν απατώμαι, προέλευσης. Έχει πλέον κατερειπωθεί και μέσα στα ερείπιά του περικλείει ολόκληρο σχεδόν τον τουρκικό πληθυσμό της νήσου, εν μέρει δε και τον εβραϊκό. Αξιοθαύμαστες ως προς τον καλλωπισμό είναι και οι εκκλησίες. Τη Μητρόπολη δεν την είδα, αλλά συμπεραίνοντας απ' τις άλλες, κρίνω ότι είχε απαράμιλλο διάκοσμο. Δε γνωρίζω για ποιο λόγο οι Χίοι είναι θρησκόληπτοι. Εάν μεταβείς στην εκκλησία μια εορτή θα το διαπιστώσεις με τα ίδια σου τα μάτια. Όλη σχεδόν η Χίος είναι γεμάτη από μονές και σκήτες, το δε ράσο κυριαρχεί σε εκτεταμένο επίπεδο.
Κοντά στο ιστορικό Κοντάρι», στο οποίο έγινε η αποβίβαση για την κατάληψη της νήσου, κατά τις 10 Νοεμβρίου, υπάρχει και μονή καλογραιών η οποία τιμάται μάλιστα στο όνομα του Αγίου Κωνσταντίνου.
Πρέπει δε να σημειώσουμε ότι η Χίος ανέδειξε πολλούς ρασοφόρους1 με υπόληψη, που κόσμησαν όχι μόνο πολλές μητροπόλεις, αλλά και αυτό τον Πατριαρχικό θρόνο. Η παιδεία επίσης ευδοκιμεί δεόντως. Τρανά δείγματα ο Κοραής2 και άλλοι απ' τους παλαιούς και απ' τους επιζώντες ο Ζωλόλας. Το Γυμνάσιό της3 αρχαιότατο και σχεδόν ίσης ηλικίας των Ιωαννίνων4, είναι από τα πρώτα.
Όλη η πόλη περιστοιχίζεται από τα περιβόλια τα οποία είναι γεμάτα από εσπεριδοειδή.
Αυτά, σε γενικές γραμμές, για την εξωτερική άποψη της Χίου. Όσο δε αφορά τους κατοίκους, :το επάγγελμα και τη ζωή τους, θα μιλήσω παρακάτω:
Πολλοί, πάμπολλοι, παραβάλλουν τους Χίους με τους Εβραίους. Και τούτο γιατί μοιάζουν κατά το επάγγελμα και κατά πολλά άλλα. Εκείνο το επάγγελμα που προόδευσε πολύ στη Χίο είναι το εμπόριο, στο οποίο όλοι σχεδόν επιδίδονται. Η φιλοχρηματία των Χίων είναι γνωστή. Κατά δε τις συναλλαγές σωστοί Εβραίοι. ʼνθρωποι φιλήσυχοι και νομοταγείς.
Ο τοπικισμός έχει αναπτυχθεί σε μεγάλο βαθμό, ώστε ο Χιώτης μόνο με το Χιώτη συναναστρέφεται, με απίστευτη αλληλεγγύη. Γνωστό δε και το κοινό: «ο Χιώτης και ο Εβραίος πάνε μαζί»
Τις επίπονες εργασίες πάντοτες τις αποφεύγουν.
Χωράφια και αμπέλια στη Χίο δε θα δεις, παρά Κάτοικος Χίου μόνο μαστίχη, μανδαρίνια, πορτοκάλια, τσίκουσα,
γλυκά, μεταξοσκώληκες και γενικά επαγγέλματα που δεν απαιτούν βάναυσες εργασίες' αντίθετα επαγγέλματα που αποφέρουν πολλά χρήματα.
Ο Τούρκος ενέσπειρε το φόβο με το σπαθί. Η μονή του Αγίου Μηνά το μαρτυρεί ακόμα τα σπαρμένα και αραχνιασμένα κόκκαλα των σφαγιασθέντων είναι τρανά τεκμήρια της θηριωδίας των άγριων θηρίων του Τουρκεστάν, τα οποία ενέσπειραν το φόβο και τη δειλία στα μύχια, της καρδιάς τους.
Όλα τα ελαττώματα των Χίων μετριάζει κατά πολύ το φιλόξενο που τους κοσμεί. Οι Χίοι, φιλόξενοι και περιποιητικοί προσείλκυσαν τη συμπάθεια όλων των στρατιωτών.
Συμπληρωματικά όμως ας πω και λίγα για τις Χιώτισσες που έγιναν περιβόητες ανά τον Ελληνισμό. Κοντές, γιομάτες, παχουλές, σαν μπαρμπούνια, κατά την κοινή παραβολή. Οι μπουκαλοειδείς κνήμες τους, οι λεμονοειδείς μαστοί τους, και τα φουσκωτά στήθη τους προσελκύουν λάγνα βλέμματα και επιβεβαιώνουν τη μεγάλη φήμη τους. Απ' το άλλο μέρος η πραότητα, η αφέλεια και η καταδεκτικότητά τους συντελούν πολύ στη φήμη τους.
Όσο αφορά όμως τη ζωή των Χίων πολύ λίγα γνωρίζω. Η ανώτατη τάξη, η τάξη του «σαλονιού» ζει ζωή αθηναϊκή. Το μόνο για τo οποίο μπορεί κανείς να ψέξει τους Χίους είναι ότι οι άντρες δε ντύνονται καθώς πρέπει.
Κομψευόμενους στη Χίο σπανιότατα θα συναντήσεις για ευνόητους λόγους. Οι γυναίκες όμως ντύνονται σύμφωνα με τη μόδα και, οπωσδήποτε, με καλαισθησία, αλλά το κοκκινάδι και η πούδρα είναι σε άφθονη χρήση.
Αυτές τις εντυπώσεις σχημάτισα κατά την ολιγοήμερη διαμονή μου στη Χίο και νομίζω ότι θα συμφωνώ με πολλούς. Αν δε οι εντυπώσεις μου αυτές υστερούν, σε σχέση με την πραγματικότητα, ζητώ συγνώμη.
1. Στη γραμμή της μάχης- Το πρώτο ντουφέκι
20 Νοεμβρίου Είπα παραπάνω ότι είχαμε στρατωνιστεί στα «Σπίτια του Πασιά, κοντά στον Κάτω Γιαλό. Ήλθε όμως η ώρα να δράσουμε κι εμείς.
Ο εχθρός είχε εκδιωχθεί απ' την πόλη και είχε καταλάβει μερικές στρατηγικές κορυφές, δεξιά και αριστερά απ' την πόλη, στο οροπέδιο Αίπος5 και το όρος Προβάτιο. Ολόκληρη η δύναμή τους υπολογίζεται γύρω στις 2000, αλλά το κακοτράχαλο και απότομο αυτών των βουνών μας κάνει πολύ να υστερούμε, αν και είμαστε περισσότεροι. Την
αρχηγία έχει ο στρατιωτικός διοικητής της νήσου και καιμακάμης6 Ζιχνή πασάς, συνταγματάρχης του πεζικού, αξιωματικός απ' τους πρώτους στη στρατιωτική επιστήμη: σπούδασε στη Γερμανία, στη βασιλική στρατιωτική σχολή και ευδοκίμησε κατά τρόπο αξιοθαύμαστο γι' αυτό έλαβε ως δώρο απ' τον Κάιζερ αδαμαντοκόλλητο ξίφος. Το στραταρχείο έχει στο χωριό Πυτιός, που απέχει από τη χώρα (από την πόλη της Χίου, όπως καλείται απ' τους επιχώριους) περίπου 6 ώρες. Τα κύρια σημεία της οχύρωσής του είναι τα υψώματα γύρω από τη μονή των Αγίων Πατέρων, στο οροπέδιο Αίπος, και το βουνό της Αμυθούντας. Σ αυτά τα σημεία τον είχαν απωθήσει τα στρατεύματά μας.
Ήταν 19 Νοεμβρίου και το τάγμα μας πήρε διαταγή, από το διοικητή του στρατού της κατοχής, κ. Ν. Δελαγραμμάτικα7 συνταγματάρχη πεζικού, να αντικαταστήσει το τάγμα που βρισκόταν στο οροπέδιο Αίπος. Μετά το μεσημβρινό συσσίτιο ξεκινήσαμε. Επικεφαλής του τάγματος οδεύει ο Ταγματάρχης μας κ. Παπαδημητρίου. Προχωρούμε μέσα απ' την πόλη υπό παταγώδη χειροκροτήματα και ουρανομήκης ζητωκραυγές. Κατά τη διάβασή μας, νέοι, γέροι, άντρες, παιδιά, γριές, κορίτσια και γυναίκες, από τα παραθύρια, τους εξώστες και τα πρόθυρα, με δάκρυα στους οφθαλμούς μας ξεκινούσαν, ραίνοντάς μας με δάφνες, σμύρτα και αγίασμα.
«Στο καλό, παιδιά, η Παναγιά μαζί σας σιδερωμένοι νάστε, σιδεροκέφαλοι τρίχα σας να μη ραγίσει» και τα παρόμοια, ήταν οι ευχές τους. Η μαστίχη, το κονιάκ, η σούμα8και τα λοιπά της εγχώριας παραγωγής ηδύποτα, ως και τα μανταρίνια, τα πορτοκάλια, τα σύκα και τα γλυκά ήταν στη διάθεσή μας.
Είχαμε πλέον εξέλθει από τα ανωτέρω χωρία και ο ανήφορος γίνεται δυσχερής. Τέλος, μετά επτάωρη πορεία, επίπονη, που ήταν και η πρώτη, ανεβήκαμε στην κορυφή του Αίπους. Αραιοί ακροβολισμοί αντηχούν στις κορυφές και στους κρημνούς του πολύπτυχου Αίπους. Είναι τα πρώτα προανακρούσματα του αυριανού πανηγυριού. Είμαστε πλέον στα πρόθυρα της μάχης. Εκεί συνάντησα και το φίλτατο Βαγγέλη Γκέλα.
Μετά ολιγόλεπτη ανάπαυλα προχωρούμε προς το πεδίο της μάχης. Για πρώτη φορά βλέπω ένα πελώριο Τούρκο σκοτωμένο, καταπλακωμένo με πέτρες και παραμορφωμένο εντελώς. Ο ανήφορος αρχίζει εκ νέου μέσα από καλυμμένη χαράδρα. Μετά δίωρη πορεία είμαστε στη γραμμή του πυρός. Οι πυροβολισμοί έπαψαν, διότι ερχόταν η νύχτα. Καταλαμβάνουμε τις θέσεις και oρίζονται οι διπλοσκοποί. Οι Τούρκοι κατέχουν τα απέναντι υψώματα, σε απόσταση χιλίων μέτρων περίπου. Ήταν η πρώτη βραδιά κατά την οποία θα κοιμόμουν στην ύπαιθρο, εκτεθειμένος σε όλες τις καιρικές μεταβολές και την τόλμη του εχθρού. Το ψύχος δεν είναι ευκαταφρόνητο, όσο αφορά την ασυνήθειά μας σε παρόμοια. Εκεί στο πρόχωμα, έχοντας δίπλα μου το Σαχίνη, τυλιγμένος με την κουβέρτα και το αντίσκηνο πάνω στο γυλεό, ακουμπισμένος σ' ένα βράχο, με το μάνλιχερ στην αγκαλιά, όπως αρειμάνιος9 κλέφτης λέει.
«Το χέρι μου προσκέφαλο
και το σπαθί μου στρώμα
κι αυτό το καριοφίλι μου
στην αγκαλιά για κόρη».
Έτσι επρόκειτο να περάσω αυτή τη νύχτα. Ξημέρωσε η επόμενη ημέρα και δεν αισθάνθηκα καμιά στενοχώρια.
Ήταν 20 Νοεμβρίου, ημέρα χαράς για μένα, διότι μου δινόταν η ευκαιρία να ρίξω κι εγώ ένα ντουφέκι κατά του απαίσιου εχθρού. Το ντουφέκι έχει ανάψει απ' τη μια άκρη στην άλλη. Εμείς βάλλουμε ακατάπαυστα, βοηθώντας την προέλαση κάποιου λόχου που προελαύνει.
Κάπου-κάπου απαντoύν και τα πυροβόλα μας κρουπ.. Ο εχθρός βάλλει αδιάκοπα με μικρά διαλείμματα. Ο καιρός νεφελώδη ς και κατηφής προμηνύει σοβαρά συμπτώματα σ' εμάς τουλάχιστο που είμαστε εκτεθειμένοι στην επιρροή του. Η βροχή άρχισε, η επίδρασή της όμως σχεδόν εκμηδενίζεται, χάρη στα ευεργετικά αντίσκηνα. Ύστερα από ολίγο η βροχή έπαψε και, με την ευκαιρία, είδα τα πτώματα των γενναίων πεζοναυτών μας, τους οποίους η χειροβομβίδα των αγαρηνών10 κατά την επίθεση, υπό το γενναίο αξιωματικό του Ναυτικού, Ρίτσο, είχε κατασυντρίψει. Αληθινά λεβεντόπαιδα: ένας κι ένας. Κείνται ξαπλωμένοι, με εφ' όπλου λόγχη, από έλλειψη πυρομαχικών. Βλέπω όμως κοντά και μερικoύς Τούρκους τους οποίους είχε εξοντώσει η εκδίκηση.
Η βροχή επαναλαμβάνεται και μάλιστα με μεγαλύτερη ένταση. Νερό τα παγούρια δεν έχουν καθόλου, διότι το μέρος
είναι εντελώς άνυδρο, οι δε Χιώτες που συγκεντρώθηκαν στην κορυφή του Αίπους, δεν τολμούν να προχωρήσουν για να μας σβήσουν τη δίψα.
Χάρη στη βροχή όμως και το κακό αυτό αποσοβήθηκε προμηθευτήκαμε νερό της βροχής
με την καραβάνα. Η βροχή αρχίζει να μειώνει την έντασή της. Νύχτωσε.
Νύχτα, πράγματι, απαίσια και φρικιαστική, βροχερή και νεφελώδης. Βροντές και αστραπές διασταυρώνουν τον αέρα και η τρομακτική αναλαμπή τους με κάνει να βλέπω όλες τις γύρω κορυφές. Τη βροχή διαδέχεται χαλάζι, με σεβαστό μέγεθος. Το αντίσκηνο απ' το χαλάζι, χτυπάει κατά τρόπο δαιμονιώδη, με κίνδυνο να σχιστεί. Ούτε προς τον εχθρό, ούτε που- θενά προσέχουμε πλέον. Το μόνο μέλημά μας ήταν πώς να μπορέσουμε να σκεπαστούμε καλύτερα και ασφαλέστερα.
Το πρόχωμά μου είναι γεμάτο από νερό της βροχής και λάσπη, τα πόδια μου δε και οι γλωτοί μου κάνουν λουτρό. Όλοι σχεδόν οι στρατιώτες έχουν εγκαταλείψει τις θέσεις τους και έχουν συγκεντρωθεί σε μια μάντρα. Εγώ και μερικοί άλλοι δεν είχαμε εννοήσει τίποτε απ' αυτά.
Κάποτε όμως σηκώνω αντίσκηνο και φωνάζω τους παρακείμενους παραστάτες με τρεμάμενη φωνή: «Παύλο-Λευτέρη.....»
Αλλά, «φωνή βοώντος εν τη ερήμω». Ρωτάω το Σαχίνη, το Δαβερώνα, και τους άλλους, αλλά στα χαμένα. Φόβος μας καταλαμβάνει όλους που εναπομείναμε στα προχώματα. Οι Τούρκοι, άγνωστο γιατί, ίσως όμως από φόβο νυχτερινής επίθεσης, πυροβολούν αδιάκοπα. Ντουμ, ντουμ!
Όλες τις ελπίδες μου τότε τις στήριξα στο τιμημένο μου μάνλιχερ. Το φίλησα και το έσφιξα περισσότερο στην αγκαλιά μου, έτοιμος για κάθε ενδεχόμενο. Τελικά όμως έμαθα περί τίνος επρόκειτο και οι φόβοι μου διασκεδάστηκαν.
Ξημέρωσε ήδη η 21η Νοεμβρίου, εορτή των Εισοδίων. Οι καμπάνες των εκκλησιών απ' τα γύρω χωριά αντηχούν στις χαράδρες και στους βράχους του συννεφιασμένου Αίπους. Μόνο «η γλώσσα μου είναι στεγνή», κατά το κοινώς λεγόμενο. Το αντίσκηνό μου, η κουβέρτα μου, ο μανδύας μου, το αμπέχονό μου,11 το παντελόνι μου, και όλα τα ρούχα είναι μουσκεμένα και στάζουν νερό. Με φρίκη αναπολώ ακόμα την απαίσια εκείνη νύχτα, επαναλαμβάνοντας, με κάποια παρωδία, τους στίχους του μεγάλου Σολωμού:
«Αχ, τι νύχτα ήταν εκείνη
που την τρέμει ο λογισμός
τέτοια νύχτα δεν εγίνη
πάρεξ μέγας χαλασμός».
Είχα περιέλθει σε τέτοια κατάσταση, ώστε δεν αμφέβαλα καθόλου για την επεικείμενη πλευρίτιδα. Αμέσως τότε άλλαξα το σώβρακό μου, το πουκάμισό μου και τις κάλτσες μου' και αυτό ήταν η σωτηρία μου. Η βροχή είχε πλέον σταματήσει. Οι στρατιώτες, άλλοι μεν συνωστισμένοι στα προχώματα προσβλέπουν, με ορθάνοιχτα τα μάτια, τα απέναντι εχθρικά προχώματα' άλλοι, συνωστισμένοι γύρω από φωτιά την οποία έχουν ανάψει στις μάντρες, με σχισμένα κιβώτια από φυσίγγια.
Ανυπόμονα πλέον περιμένουμε αντικατάσταση, ρίχνοντας νοσταλγικά βλέμματα, κάθε τόσο, προς την οδό που ανεβαίνει απ' την πόλη. Αυτό δε έγινε κατά το δειλινό, οπότε, με τη βοήθεια της ομίχλης, εμείς αντικατασταθήκαμε και εγκαταλείψαμε τα προχώματα.
Ω, αλίμονό μας! Το έργο το οποίο είχε επιτελέσει η νυχτερινή χαλαζοβροχή, ανέλαβε να το αποτελειώσει νέα σφοδρότατη βροχή. Λόγω της πορείας πλέον δεν μπορούσαμε να προφυλαχτούμε απ' αυτό το ενοχλητικό στοιχείο, της φύσης. Τίποτε δεν έχω στεγνό πάλι. Απ' το κεφάλι μέχρι τα πόδια είμαι κατάβρεχτος, τα δε πόδια μου κάνουν ποδόλουτρο μέσα στα υποδήματά μου. Η ιδέα όμως ότι την ερχόμενη νύχτα θα κοιμόμουν υπό νταβάνι, μου έδινε κουράγιο. Από την ίδια οδό και με τις ίδιες περιποιήσεις φτάσαμε σκορπισμένοι, μόλις άρχισε να νυχτώνει, και στρατωνιστήκαμε πάλι στα «Μέγαρα του Πασιά». Έκανα ό,τι μπορούσα για να απαλλαγώ απ' την υγρασία και έπεσα κατάκοπος, σχεδόν νεκρός, στις θελκτικές αγκαλιές του Μορφέα.
Η επόμενη ημέρα ξημέρωσε καλύτερη. Οι Χιώτισσες με το τσάι και τα παξιμάδια μας ξεκούρασαν κάπως. Την άλλη ημέρα στρατωνιστήκαμε στο Τζαμί κοντά στην πλατεία «Βουνάκι». Εκεί μείναμε μέχρι τις 6 Δεκεμβρίου ο στρατός πλέον είχε κατεβεί από το Αίπος και είχαμε στήσει προφυλακές στους Πρόποδες, στις Καρυές, τον ʼγιο Γεώργιο και τον ʼγιο Μακάριο. Πέρασα, ανάλογα, καλά, διότι ήμουν γραφέας του λόχου και σιτιστής μαζί με το Σαχίνη και τον Πρώιμο Ευκλείδη. Για πολλούς λόγους όμως και διότι οι Τούρκοι του Φρουρίου είχαν ρίξει χειροβομβίδα εναντίον κάποιου αξιωματικού, βρισκόμαστε πάντοτε σε αυστηρή επιφυλακή. Εγώ όμως, με άδεια του λοχαγού κ. Λέφα, έβγαινα συχνά. Αυτή την εποχή γνώρισα, στη Χίο τον πατέρα του φίλου μου Χανιώτη, ο οποίος μου πρόσφερε μεγάλες ευκολίες κατά την εκεί παραμονή μου. Εξαιτίας αυτής της γνωριμίας, την εορτή του Aγίου Νικολάου, έψαλα και στην εκκλησία της ενορίας του, Αγία Μαρίνα Καλοπλύτου. Δεν κατόρθωσα όμως, εξαιτίας της παπαδοπoύλας, να αποφύγω και τα δηκτικά σκώμματα των φίλων μου. Ως Hπειρώτης, επίσης γνώρισα το συμπατριώτη μου γυμνασιάρχη της Χίου I. Χαντέλη,12 ο οποίος θα μου μείνει αλησμόνητος για την πραότητά του. Επίσης γνώρισα την οικογένεια Μαδιά και μερικούς άλλους, ανάμεσα στους οποίους και κάποιο δημοδιδάσκαλο Χριστοδουλή.
2. Δέκα ημέρες στο Βροντάδο
Ήταν 6 Δεκεμβρίου, εορτή του Αγίου Νικολάου, και πήραμε διαταγή να εγκαταλείψουμε το Τζαμί και να μεταβούμε στο Βροντάδο,13 κωμόπολη που απέχει απ' τη χώρα περίπου 1.30' με τα πόδια, για να εγκαταστήσουμε προφυλακές.
Ο Βροντάδος βρίσκεται στο ανατολικό μέρος της νήσου έχει το μεγαλύτερο πληθυσμό, μετά τη χώρα, ανερχόμενο στις 8 χιλιάδες. Διαιρείται στο Βόρειο και στο Νότιο. Οι Βρονταδούσιοι είναι κατ' εξοχή ναυτικός πληθυσμός της Χίου, όπως τα Καρδάμυλα και οι Οινούσσες. Eξαιτίας αυτού, λίγους άντρες βλέπεις στο Βροντάδο αντίθετα υπάρχει πλήθος γυναικών και λίγοι γεροκαπεταναίοι, σωστοί θαλασσόλυκοι. Ότι είναι ναυτικός λαός από πολλά μπορεί κανείς να το συμπεράνει. Εάν μεταβείς στην Εκκλησία, την Ερυθιανή ή Ερυθριανή, κατά το φίλο μου Σαχίνη, ή τον ʼγιο Μάρκο, ή τον ʼγιο Γεώργιο, θα δεις ότι από κάθε πολυέλαιο, από κάθε καντήλι ή από άλλα μέρη κρέμονται βάρκες, βαπόρια, καΐκια, ιστιοφόρα, άγκυρες, καδένες, τιμόνια, κατάρτια, και κάθε είδος ναυτικό. Εάν μεταβείς στο σχολείο, ο μεγαλοπίνακας και τα θρανία είναι σωστά ατελιέ14 μαρινoγράφoυ, κoσμoύνται δε από ψαράδες, ψάρια, δίχτυα, καμάκια και τα παρόμοια της αλιευτικής.
Δέκα ημέρες παρέμεινα, αλλά πέρασα ημέρες αλησμόνητες. Ψάρια, καλαμάρια φρέσκα από την τράτα. Αυγά, γλυκίσματα και τα παρόμοια. Ο μπάρμπα-Γιώργος με την κυρα- Γιώργαινα και το μονάκριβο, διάδοχο, τον Ξενοφώντα, ακούραστοι και πρόθυμοι για κάθε παράκλησή μας. Απ' το άλλο μέρος οι χαριτόβρυτες δεσποινίδες Γιαννοπούλου, Ευρυδίκη και Θεοδώρα, με τη φιλοφροσύνη και την περιποίηση, μας άφησαν αλησμόνητες ημέρες. Ημέρες αλησμόνητες επίσης θα μου αφήσουν ο παπα-Θεόδωρος -ο παπά-ούζος επονομαζόμενος- και η Ξένη, που με το σταυρό της νοσοκόμου στο χέρι μας έφερνε νερό από τον περιλάλητο Ράχτη.1
Τις προφυλακές τις είχαμε στον ʼγιο Μακάριο, κείμενο κοντά στους πρόποδες του Αίπους. Καθημερινά οι, στρατιώτες γλεντούν, χορεύουν και τραγουδούν καντάδες που συγκλονούν τις όμορφες Χιωτοπούλες. Εκεί, εκτός των άλλων, γνώρισα και το δημοδιδάσκαλο του Β. Βροντάδου, Χριστόφορο Ανδρεάδη και τον αδελφό του Αναστάσιο. Του Αγίου Σπυρίδωνος έψαλα στην Παναγία την Ερυθιανή, την δε Κυριακή της 16ης Δεκεμβρίου στον ʼγιο Μάρκο εκεί έκανα και αυτοσχέδια προσφώνηση, με την ευκαιρία του μνημόσυνου που τελέστηκε υπέρ των φονευθέντων στη Χίο.
3. Φιλολογικά υπομνήματα
Ήταν 9 Δεκεμβρίου, ημέρα Κυριακή. Εξαιτίας της επιστήμης την οποία ακολουθώ, αποφάσισα να επισκεφτώ τα φιλολογικά μέρη του Βροντάδου. Και κατά πρώτο, την πέτρα του Ομήρου, κοινώς «Δασκαλόπετρα»16 πάνω στην οποία, κατά την παράδοση, ο θείος Όμηρος καθόταν και έψαλλε τα έπη του. 'Είναι ένας τεράστιος βράχος επιπεδομένος στο μέσο υψώνεται βάθρο που στηρίζεται σε πόδια λιονταριού πάνω σ' αυτό καθόταν ο πατέρας της ποίησης. Το μέρος τούτο καλείται «Βρύση του Πασιά17», πράγματι υπάρχει βρύση, όμως χωρίς νερό. Είναι το ωραιότερο προάστιο, είναι η αλυσίδα των χρυσοκάνθαρων Χίων. Σε μια πρόσοψη του καφενείου που υπήρχε εκεί, διάβασα:
«Ταύτα πάνθ' ειπών θείος Όμηρος... οικεί δ' εν Χίω παιπαλοέσση»18.
Σε άλλο σημείο το Ομηρικό:
«Ανδρί κεκμηκότι μέγα μένος οίνος αέξει»,19 και μερικούς στίχους του ποιητή της Χίου Φραγκοπούλου.
Οι γνώμες της επιστήμης ως προς το ζήτημα τούτο διαπληκτίζονται, καθ' όσο «θείον αυτού γένος επτά πόλεις μάρνανται»20 ανάμεσα στις οποίες και η Χίος.21
Ο αείμνηστος Ζολώτας, γυμνασιάρχης της Χίου, στην ανέκδοτη ιστορία του της Χίου, αμφιβάλλει γι' αυτό και παραδέχεται ότι ο βράχος αυτός χρησίμευε ως ναός της Κυβέλης.22
Τόσο όμως οι φιλολογούντες Χίοι προσπάθησαν να αποδείξουν ότι ο Όμηρος ήτο Χίος, ώστε περιέπεσαν και σε αντιφάσεις, ισχυριζόμενοι ότι το όρος Αίπος προήλθε απ' τη λέξη έπος, διότι εκεί ανέβαινε ο ποιητής και απάγγελλε τα έπη του. Εγώ όμως παραδέχομαι ότι το Αίπος προήλθε από τη λέξη «αιπύς - αιπεινός» που σημαίνει απότομος, απόκρημνος, όπως με τα ίδια μου τα μάτια το αντιλήφθηκα.
Λίγο βορειότερα απ' τη «Δασκαλόπετρα» βρίσκεται η πηγή «Ράχτης» (από το ρήγνυμι = σπάω, σχίζω, εξαιτίας του απόκρημνου απ' το οποίο αναβλύζει το Ράχτικο νερό).
Απ' τη «Βρύση του Πασιά» έφυγα και πήγα στο ρομαντικό μοναστηράκι, το «Μυρσινίδι», το οποίο, είναι σαν καρφωμένο πάνω σ' ένα βράχο, ο οποίος συνεχώς γλείφεται και χτυπιέται απ' τα κύματα του Αιγαίου που ξεσπούν επάνω του. Εκεί είδα το περιτραχήλιο του Πατριάρχη Γρηγορίου του Ε'. Ο ηγούμενος Χριστόφορος μας δέχτηκε φιλοφρονέστατα και με πολλή πραότητα. Απ' εκεί πήγα στη χώρα που απείχε δυο ώρες και από τη χώρα στο Β. Βροντάδο.
4. Γενική επίθεση
Ήταν 16 Δεκεμβρίου, ημέρα Κυριακή. Με μεγάλη λύπη έπρεπε να εγκαταλείψουμε την πατρίδα του ποιητή της Ορφανής της Χίου, του Ορφανίδη23 και να μεταβούμε στην πόλη της Χίου. Φτάσαμε εκεί Και παίρνουμε διαταγή το πρωί να αναχωρήσουμε ατμοπλοϊκώς για το χωριό Βύκι, κείμενο στα βόρεια της νήσου. Τη νύχτα μείναμε στο τουρκικό σχολείο. Φάγαμε, σιτιστήκαμε, πήραμε φυσίγγια και κοιμηθήκαμε.
Το πρωί, κάτω από συννεφιασμένο ουρανό, επιβιβαστήκαμε στο επίτακτο πλοίο «Mυκάλη»24 και αποπλέουμε προς τα βόρεια της Χίου. Σκοπός μας ήταν να εμποδίσουμε ενδεχόμενη υποχώρηση του εχθρού προς τα βόρεια της νήσου.
Τη διοίκηση είχε αναλάβει ο ατρόμητος ταγματάρχης Κωτούλας, σωστό Ρουμελιώτικο παλικάρι. Η θάλασσα, κάθε τόσο, φουσκώνει και αγριεύει. Τα κύματα χτυπούν πάνω στη «Μυκάλη» παταγωδώς. Είχαμε πλησιάσει τις Οινούσες (κ. Γνούσα) και κάμπτουμε αριστερά. Φαίνονται τα χωριά Συκιάδα και Λαγκάδα, με ένα ωραίο λιμενίσκο, γεμάτο από ιστιοφόρα.
Ολόκληρη η ακτή απόκρημνη και απροσπέλαστη, αποτρόπαια δε για το θαλασσοπόρο ναυτικό. Κάπου-κάπου διακρίνεται κανένας θάμνος πρίνου ή σχοίνου. Φτάνουμε στο επίνειο των Καρδαμύλων, το Μάρμαρον, αλλά και εκεί δε σταματούμε. Η θάλασσα είναι κατάμαυρη και αφρισμένη.
Τέλος φτάσαμε στο προσδιορισμένο μέρος. Ένας μικρός αιγιαλός, αμμώδης, έμελλε να χρησιμεύσει ως αποβάθρα. Ψηλά πάνω στο Πεληναίο25 δυο ώρες μακριά από την παραλία, φαίνεται ένα μικροσκοπικό χωριoυδάκι, σκαρφαλωμένο επάνω στους βράχους και τους φαλακρούς κρημνούς του Πεληναίου όρους. Είναι το Βύκι. Σ' αυτό το χωριό επρόκειτο να καταλύσουμε.
Η «Μυκάλη», επειδή η ακτή ήταν αβαθής, είχε αγκυροβολήσει ανοιχτά. Οι πυροβολητές στις θέσεις τους, για κάθε ενδεχόμενο εκ μέρους των Τούρκων. Μερικοί Βυκιώτες, σαν ζαρκάδια, ξυπόλητοι, με τη φουντωτή τους βράκα κατεβαίνουν προς την παραλία να μας υποδεχτούν.
Η αποβίβαση αρχίζει, είναι όμως αρκετά επικίνδυνη, γιατί η θάλασσα είναι αγριεμένη. Ύστερα από λίγο είχαμε αποβιβαστεί, χωρίς κανένα δυστύχημα. Η πορεία προς το χωριό αρχίζει, ανηφορική και συνεπώς επίπονη. Ο καημένος ο Πρώιμος αγκομαχάει υπό το βάρος του τεράστιου σώματός του, γι' αυτό αποτελεί την οπισθοφυλακή των βραδυπορούντων.
Ο ιδρώτας στάζει από τη φτέρνα. Μετά δίωρη πορεία και πλέον, ενώ είχε νυχτώσει, φτάσαμε στο Βύκι. Τα σπίτια του, αληθινές τρώγλες, μοιάζουν κουμάσια26 χοίρων και είναι στεγασμένα με χώμα, από έλλειψη στεγάσιμης ύλης.
Όλοι οι στρατιώτες έχουν μαζευτεί, σαν σαρδέλες, στην εκκλησία και ένα μπακάλικο που είναι, oπωσδήποτε, ευρύχωρο. Όλοι, χωρικοί και χωριατοπούλες, στο πόδι. Σύκα, καρύδια, σταφίδες, σούμα κρασί απoτελoύν την πανδαισία27 των φαντάρων. Θα νομίσεις, εάν δεις αυτούς τους ανθρώπους: ότι δε βρίσκεσαι στη Χίο, αλλά στο Σούλι. Και βεβαιότατα ο Χιώτης εκείνος που είπε, παραπονούμενος, στο Μάρκο Μπότσαρη, «ίντα Χιώτης,28 ίντα Σουλιώτης» θα ήταν απ' αυτούς τους Χιώτες και θα το έλεγε δίκαια. Η δειλία σ' αυτούς τους ορεσίβιους ανθρώπους είναι κάτι το ανήκουστο. Το έδειξαν καθαρά ότι η σφαίρα, επάνω στην «Κρητικόραχη» στην οποία είχαν ανεβεί, αψηφώντας το θάνατο, δεν τους τρομάζει. Εκεί, στη γραμμή της μάχης, είδα τη δασκάλα των Αμάδων να μοιράζει στους στρατιώτες ψωμί και νερό, και να μαζεύει ξύλα, κατά τη νύχτα, με ολοφάνερο τον κίνδυνο από το ψύχος και τις σφαίρες. Είδα μια άλλη γυναίκα, ζωσμένη μια ξιφολόγχη τουρκική, να ζητάει να σφάξει έναν αιχμάλωτο, τόλμημα στο οποίο Σουλιώτισσα μπορούσε να προβεί.
Από το Βύκι, από τον Κέραμο, τους Αμάδες, τη Σπαρτούντα, τα Λεπτόποδα, άντρες, γυναίκες, αγόρια, κορίτσια, γέροι και νέοι, όλοι στο κλαρί. Ήταν συγκινητικό, όταν το πρωί που ανεβαίναμε στην «Κρητικόραχη», μαζί με τους άλλους ανέβαινε και ένας γέρος κουτσός, καβάλα σ' ένα άλογο. Σε ερώτηση πολλών «πού πηγαίνει αυτός και τι μπορεί να κάνει» απαντούσε:
- «Ίντα να κάμω 'γω στο χωριό, αφού όλοι φύγασι».
Επρόκειτο, όπως είπα, να διανυκτερεύσουμε στο Βύκι. Εγώ είχα καταλάβει μια κασέλα εκεί, οπωσδήποτε, καλά πέρασα τη νύχτα. Ξημέρωσε 18 Δεκεμβρίου. Το ψύχος διαπεραστικό και ανυπόφορο μέχρι δακρύων. Η ημέρα δεν είχε ακόμα διαλύσει το σκοτεινό πέπλο της νύχτας και εμείς διαταχτήκαμε να αναχωρήσουμε για την «Κρητικόραχη».
Toυρτoυρίζω απ το διαβoλεμένο εκείνο, κρύο. Οι Κρητικoί όμως, οι αντάρτες, έχουν ανάψει μια φωτιά και έτσι μετριάζεται κάπως το κρύο.
Ο δρόμος αν μπορούμε να τον ονομάσουμε δρόμο μέσα από χαράδρες, θάμνους και βράχους, μας έκανε να έχουμε τα σημάδια του ακόμα στα πόδια μας. Με την καθοδήγηση των χωρικών και των ανδρείων παιδιών της Κρήτης, φτάσαμε, τα ξημερώματα, στην Αγία Ελένη, ένα ερημοκλήσι που βρίσκεται λίγο πιο κάτω απ' την κορυφή του Πεληναίου. Απ' εκεί τα ατρόμητα Κρητικόπουλα, υπό τον ανδρείο και ατίθασο Καπετάν-Εμίρη, είχαν εκδιώξει τους Τούρκους.
Αλλά αυτοί, γνωρίζοντας τη συνήθεια των ανταρτών να μη βαστούν, κατά τη νύχτα, τις θέσεις που ανακτούσαν με αίμα, είχαν καταλάβει την κορυφή, τον Προφήτη Ηλία, επάνω στην οποία μάλιστα είχαν στήσει και σκηνή, χωρίς να υποπτεύονται τι τους περίμενε την επόμενη ημέρα.
Δεν παρήλθε αρκετός χρόνος και τα Κρητικόπουλα, από πέτρα σε πέτρα, είχαν φτάσει στην κορυφή, χωρίς να γίνουν αντιληπτοί από τους Τούρκους που κοιμόνταν στην σκηνή και ανέρχονταν σε δέκα. Μια ομοβροντία μέσα στη : σκηνή έκανε 6 μεν να συνεχίσουν τον ύπνο τους, ένα να τον συλλάβουν, τους δε άλλους τρεις, με ολοφάνερο κίνδυνο να φύγουν, άγνωστο όμως αν σώθηκαν. Εν τω μεταξύ εμείς καταλάβαμε την Κρητικόραχη. Ο εχθρός κατέχει τον «Κρητικόλακκο» κάτω απ' αυτή, καθώς επίσης τα βουνά της Αμυθούντας και των Καρδαμύλων. Εκεί μας έφερε ο καπετάν Εμίρης τον αιχμάλωτο: τον είδα ανήκε στη χωροφυλακή. Ο φόβος ήταν ζωγραφισμένος στο ρυτιδωμένο και ωχρό πρόσωπό του. Ρακένδυτος, ξυπόλητος, ψωραλέος, με μακριά μαλλιά και γένια. Στην αρχή φοβήθηκε το λύντσειο νόμο,29 μόλις όμως είδε αξιωματικούς αναθάρρησε. Όταν του δώσαμε κουραμάνα, με λαχτάρα την άρπαξε και την καταβρόχθισε «καρπαλίμως»30 όπως λέει και ο Όμηρος για τον Οδυσσέα, όταν έφτασε στο νησί των Φαιάκων731 γιατί πριν από αρκετό χρόνο είχε πάρει διαζύγιο από την κουραμάνα.
Μόλις γινήκαμε αντιληπτοί απ' τους Τούρκους, δεχτήκαμε τις πρώτες σφαίρες, αραιές όμως. Απαντήσαμε κι εμείς και το πυρ μεταδίδεται σε ολόκληρη τη γραμμή. Το κρύο είναι ανυπόφορο, αλλά το Μάνλιχερ που φλογίστηκε απ' τις σφαίρες, μας θερμαίνει τουλάχιστο τα δάχτυλα, που, σ' αυτή την περίσταση, χρειάζονται περισσότερο από κάθε άλλο.
Οι πυροβολισμοί εξακολουθούν μέχρι το απόγευμα, αλλ' αραιά, γιατί εμείς αρκούμαστε να κατέχουμε μόνο τις θέσεις μας, όπως όριζε και η διαταγή. Αυτά συνέβαιναν στις 18 Δεκεμβρίου. Νύχτωσε πια και οι πυροβολισμοί έπαψαν. Κρύο διαβολεμένο. Ο ταγματάρχης είχε επιστρέψει στην «Αγία Ελένη» όπου ήταν η εφεδρεία και το νοσοκομείο. Ο Λέφας ήταν στη γραμμή. Όλη την νύχτα την περάσαμε, όλοι μαζί, τουρτουρίζοντας, γύρω από μια φωτιά, την οποία διαρκώς τροφοδοτούσε ο Κόντος, ένα ορεσίβιο παλικάρι της Λιάκουρας32 .
Ξημέρωσε η 19η Δεκεμβρίου. Όλοι περιμένουμε να δοθεί το σύνθημα της εφόδου με τους κανονιοβολισμούς των πλοίων. Όλη την ημέρα περιοριστήκαμε σε ακροβολισμούς33 και αψιμαχίες,34 κρατώντας τις θέσεις μας και αναμένοντας με αγωνία τα αποτελέσματα της αύριον. Οι αντάρτες είχαν προχωρήσει, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Στήσαμε ισχυρές πρoφυλακές για να προλάβουμε κάποιο ανεπιθύμητο τόλμημα των Τούρκων και κοιμηθήκαμε κάτω από ψύχος διαπεραστικό μέχρι μυελού οστέων. Με φρίκη θυμάμαι πως η πηγή απ' την οποία παίρναμε νερό ξημέρωνε παγωμένη και τον πάγο τον σπάζαμε με πέτρες. Εκεί με το Λέφα και τον Ξηνθάλη, στριμωγμένοι κάτω από ένα βράχο και γύρω από μεγάλη φωτιά, φάγαμε ψάρια (στο βουνό), σύκα, ήπιαμε σούμα και κρασί, χάρη στην προμήθεια των χωριανών και, σαν σαρδέλες, μαζευτήκαμε να κοιμηθούμε λιγάκι. Αυτή την ημέρα πληγώθηκαν ελαφριά δυο απ' το λόχο μας ο ένας αντάρτής και σκοτώθηκαν ένας αντάρτης και ένας χωρικός γέρος.
Η 19η Δεκεμβρίου ήταν πλέον ημέρα χαράς, τόσο για τους Χίους, όσο και για μας. Οι Τούρκοι κάμφτηκαν μπροστά στην ακάθεκτη ορμή των δικών μας και παραδόθηκαν. Μόλις ξημέρωσε, διακρίναμε κάτω στον «Κρητικόλακκο» δυο άτομα με μια λευκή σημαία. Ήταν ο Κήρυξ.
Ένας Μουλιαζίμης35 και ένας Τσαούσης36 μας έφεραν το πρωτόκολλο της παράδοσης του στρατού της Αμυθούντας, γραμμένο στα ελληνικά από τον Μπίμπασην37 Ακίφ βέην. Η γραμμή των προφυλακών ολόκληρη ξεσπάει σε ουρανομήκης ζητωκραυγές. Ταυτόχρονα ειδοποιείται ο ταγματάρχης μας Κωτούλας. Παίρνει το πρωτόκολλο και αμέσως αναχωρεί, με το λοχαγό και μια διμοιρία, για να παραλάβει τους αιχμαλώτους. Ύστερα από λίγο αναχωρούμε κι εμείς με τον Ξηθάλη με κατεύθυνση προς το βουνό της Αμυθούντας. Όταν φτάσαμε, βρήκαμε όλους τους αιχμαλώτους αξιωματικούς πάνω στα άλογα, έτοιμους να κατέβουν στα Καρδάμυλα.
Είναι κατηφείς και βεβαρυμένοι από το ατιμωτικό βάρος της ήττας. Αυτοί, μαζί με τον Κωτούλα, αναχωρούν για τα Καρδάμυλα και εμείς για την Αμυθούντα; για να παραλάβουμε τα όπλα και την εξάρτηση των αιχμαλώτων στρατιωτών, τους οποίους είχαν μεταφέρει στη Βολισσό38 μάταια όμως.
Κρήτες και άλλοι αντάρτες, Χιώτες, Χιώτισσες και Χιωτοπούλες είχαν τρέξει απ' τα γύρω μέρη για πλιατσικολογία39
ʼλλος τραβάει ένα τσουβάλι με γαλέτες μουχλιασμένες, άλλος ένα σακί φασόλια, ρεβίθια, ή άλλα όσπρια. Σωστός πόλεμος γίνεται για τα μάουζερ40 απειλούνται επεισόδια και δυστυχήματα, τα οποία αποσόβησε η επέμβαση των στρατιωτών. Όλοι έχουν οπλιστεί με μάουζερ από τον αντάρτη ως τη Χιωτοπούλα και αρχίζουν τους πυροβολισμούς. Τέλος αναχωρούμε κι εμείς για τα Καρδάμυλα. Η πορεία είναι κατηφορική γίνεται με τραγούδια και με γλέντια. Παρ ολίγο όμως να την πάθουμε. Και τούτο γιατί, μόλις φτάσαμε πάνω απ' τα Kαρδάμυλα, οι Καρδαμύλιοι μας θεώρησαν ως Τούρκους και άρχισαν να μας πυροβολούν. Κατάλαβαν τελικά ποιοι είμαστε και τους πυροβολισμούς διαδέχονται οι ζητωκραυγές. Προχωρoύμε προς το επίνειο, το Μάρμαρο, τραγουδώντας επινίκια και θούρια. Εδώ έχουν συγκεντρωθεί όλοι οι Καρδαμύλιοι και μας υποδέχονται αποθεωτικά. Μας προσφέρουν γλυκίσματα, ποτά, φαγητά, ψωμί και ό,τι θέλουμε. Έχουμε στρατωνιστεί στο Διοικητήριο, αλλά εγώ με το λοχία Γρατσάνο και μερικούς άλλους επιβιβαστήκαμε στο πλοίο στο οποίο βρίσκονταν οι αιχμάλωτοι αξιωματικοί για φρούρηση.
Εκεί στο πλοίο μείναμε μέχρι τις 23 Δεκεμβρίου, οπότε επιβιβάστηκε και ο υπόλοιπος λόχος και αποπλεύσαμε για τη Χίo. Κατά το απόγευμα φτάσαμε και αποβιβαστήκαμε στη Χίο μας επιφυλάχτηκε ενθουσιώδης υποδοχή. Στρατωνιστήκαμε στο Τζαμί του Βουνακίου. Στις 24 Δεκεμβρίου, έπειτα από διαταγή, το έμπεδο τάγμα41 μας, μοιράστηκε στο 7ο και στο 10ο Σύνταγμα. Εγώ προσκολλήθηκα στον 9ο λόχο του 7ου Συντάγματος της ΙΙ Μεραρχίας.
Ξημέρωναν Χριστούγεννα και εμείς είχαμε ετοιμαστεί για αναχώρηση. Το έργο μας δεν είχε τελειώσει. Τα περίφημα Γιάννινα ακόμα τα πατούσε πόδι τυραννικό. Το αιματοβαμμένο και απόρθητο Μπιζάνι δεν είχε πέσει. Η χαρά μου ήταν μεγάλη θα έμπαινα κι εγώ στα Γιάννινα νικητής, εάν το ήθελε η μοίρα μου. Η αναχώρησή μας αναβλήθηκε για την επόμενη. Στις 26 Δεκεμβρίου επιβιβαζόμαστε, υπό τις ζητωκραυγές του πλήθους, στο επίτακτο ατμόπλοιο «Στενήμαχος» και στις 27 αποπλέουμε.
1. Η Χίος διακρίθηκε απ' τα παλιά χρόνια για τη βαθιά θρησκευτικότητα των κατοίκων της. Η χριστιανική θρησκεία βρήκε στο νησί πρόσφορο έδαφος: Πολλοί άγιοι μαρτύρησαν στο νησί και πολλοί ασκητές μόνασαν σε ερημικούς τόπους. Ανέδειξε λαμπρούς μητροπολίτες, ακόμα και Οικουμενικούς Πατριάρχες, όπως ο Ιωακείμ ο Β΄ και ο Ιωακείμ ο Δ΄.
2. Ο κορυφαίος από τους διδασκάλους του Γένους, γόνος εύπορης οικογένειας καταγόμενης από τη Χίο.
3. Ιδρύθηκε το 1792 από τον ιεροδιδάσκαλο Αθανάσιο τον Πάριο. Ήταν παράρτημα της Μεγάλης του Γένους Σχολής της Κων/λης. Στο σχολείο αυτό δίδαξαν αξιόλογοι πνευματικοί άντρες, όπως ο Αθανάσιος ο Πάριος, ο Νεόφυτος Βάμβας, ο Κων/νος ʼμαντος και ο Γεώργιος Ζολώτας.
4. Πρόκειται για τη γεραρά Zωσιμαία Σχολή που ιδρύθηκε στα Γιάννινα από τους αδελφούς Ζωσιμάδες. Ως έτος ίδρυσης της Ζωσιμαίας θεωρείται από μερικούς το 1797, επίσημα όμως η Σχολή λειτούργησε από το 1828. Ο αλύτρωτος Eλληνισμός για τρεις μεγάλες Σχολές μπορεί να καυχιέται: για τη Ζωσιμαία Σχολή Ιωαννίνων, για τη Μεγάλη του Γένους Σχολή στην Κων/λη και για την Ευαγγελική Σχολή στη Σμύρνη.
5. Βρίσκεται στο βόρειο μέρος του νησιού και έχει υψόμετρο 750μ. Η ονομασία του προέρχεται ίσως από το ομηρικό επίθετο αιπύς = απότομος, δύσκολος, απόκρημνος. Στην κορυφή του Λίπους βρίσκεται το μνημείο εκείνων που έπεσαν πρώτοι στον απελευθερωτικό αγώνα της Χίου, το 1912.
6.Τοποτηρητής.
7 Αξιωματικός του πεζικού, που 'έφτασε μέχρι το βαθμό του αντιστράτηγου. Κατά τους βαλκανικούς πολέμους, με το βαθμό του συνταγματάρχη, πήρε μέρος στις μάχες για την κατάληψη της Θεσσαλoνίκης και υπήρξε διοικητής του αποβατικσύ αποσπάσματος που κατέλαβε τη Xίo κατά το β' Βαλκανικό Πόλεμο, το 1913, ήταν διοικητής της 6ης μεραρχίας.
8. Το τσίπουρο.
9. Πολεμοχαρής, άγριος.
10. Προσωνυμία των Μωαμεθανών;. μετά: άπιστοι, σκληροί.
11. Χιτώνιο στρατιωτικής στολής.
12. Ι. Χαντέλης (1872-1941): Φιλόλογος από τα Κάτω Σουδενά Ζαγορίου υπηρέτησε ως καθηγητής σε πολλά γυμνάσια της χώρας και ως γυμνασιάρχης στην Κορυτσά και τη Χίο (1912-14). Αργότερα έγινε γενικός επιθεωρητής των σχολείων μέσης εκπαίδευσης Θεσσαλoνίκης και εκπαιδευτικός σύμβoυλoς. Δόκιμος φιλόλογος με πλούσια επιστημονική, μορφωτική και εθνική δράση.
13. Πόλη της Χίου, λίγα χιλιόμετρα από την πρωτεύουσα, με ήπιο κλίμα και όμορφες ακρογιαλιές. Κατά την επανάσταση της Χίου και τη γνωστή αποτυχία της, στο Βροντάδο κατέφυγαν αρκετοί Έλληνες και εκεί οργάνωσαν σθεναρή αντίσταση κατά των Τούρκων.
14. Εργαστήριο.
15. Βαθύ φαράγγι που πλαισιώνει τις ακτές της Δασκαλόπετρας μέσα από αυτό περνάει το νερό του Ράχτη, περίφημο πόσιμο νερό, από τα καλύτερα του νησιού.
16.Δασκαλόπετρα ή Πέτρα του Ομήρου: Αρκετά μεγάλος βράχος, επίπεδος στην επάνω επιφάνειά του. Η λαϊκή παράδοση θέλει αυτή την πέτρα σχoλείo, όπου ο Όμηρος δίδασκε τα ποιήματά του. Μια παράδοση που σχετίζεται με τη θεωρία ότι η Χίος υπήρξε ανάμεσα σε άλλες πόλεις που ερίζουν πατρίδα του Ομήρου.
17. Βρύση του Πασιά: Θελκτική ακρογιαλιά στην περιοχή Βροντάδος. Το όνομά της οφείλεται σε βρύση που υπάρχει εκεί και ανήκε σε κάποιο πασά του νησιού.
18.«Αυτά όλα αφού είπε ο θείος Όμηρος... κατοικεί δε στη Χίο την πετρώδη».
19.«Στον κουρασμένο άντρα το κρασί θα προσφέρει μεγάλη δύνάμη».
20.«Για τη θεική του καταγωγή επτά πόλεις φιλονικούν».
21.Επτά πόλεις: Απ' την αρχαιότητα διασώθηκε το γνωστό επίγραμμα, σύμφωνα με το οποίο επτά πόλεις φιλονικούν για την καταγωγή του Ομήρου: Σμύρνη, Χίος, Κολοφών, Ιθάκη, Πύλος, ʼργος, Αθήνα. Εκτός από τη Σμύρνη τις περισσότερες αξιώσεις είχε στην αρχαιότητα η Χίος. και τούτο γιατί στη Χίο ήκμασε το γένος των Ομηρίδων. Ήταν δε οι Ομηρίδες απόγονοι του ποιητή που έργο είχαν να απαγγέλλουν τα ποιήματά του
22.Κυβέλη ή Ρέα: Φρυγική θεότητα, η λατρεία της οποίας μεταφέρθηκε στη Χίο και σε άλλα μέρη της Ελλάδας από την ενδοχώρα της Ιωνίας. Ταυτίστηκε με τις ελληνικές Θεότητες Γη και Δήμητρα, βασίλισσα της άγριας φύσης και των άγριων ζώων, τα οποία υπάκουαν στα κελεύσματά της και αποτελούσαν την ακολουθία της.
23. Ορφανίδης Θεόδ. (1817-1886): Καθηγητής της Βοτανικής στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας και ποιητής. Υπήρξε από τους πρώτους ποιητές της απελευθερωμένης Ελλάδας. Έγραψε ποιήματα επικολυρικά και σατιρικά, ανάμεσα στα οποία και «Η Xiος-Δούλη».
24. Οπλιταγωγό του στόλου, πρώην αγγλικό επιβατηγό. χρησιμοποιήθηκε, αρχικά, κατά τις επιχειρήσεις της Κρήτης και κατά τον επακολουθήσαντα Ελληνοτουρκικό Πόλεμο του 1897. Κατά τους βαλκανικούς πολέμους 1912-1913 πρόσφερε πολύτιμες υπηρεσίες. Η ονομασία του από τη γνωστή περιοχή της Ιωνίας, απέναντι στη Σάμο όπου το 479 π.Χ. έγινε η μάχη της Μυκάλης. μετά τη νίκη εκεί των Ελλήνων επί των Περσών, η Ιωνία απαλλασσόταν απ' τον περσικό ζυγό.
25. Πεληναίο ή Πελινναίο: Ορεινό συγκρότημα της Χίου (κ. Προφήτης Ηλίας), το ψηλότερο βουνό του νησιού, με δυο κορφές στην πιο βόρεια και πιο ψηλή κορφή βρίσκεται ο ναΐσκος του Προφήτη Ηλία, που πιθανώς κατέχει τη θέση του Πελινναίου Δία. Η νοτιότερη κορφή ονομάζεται «Έδελος» και οι δυο μαζί ονομάζονται από τους κατοίκους των περιχώρων τα «Δυο Αδέρφια».
26. Ειδικός οικίσκος για χοίρους.
27. Πλούσιο συμπόσιο, μεγαλοπρεπές γεύμα..
28. Ίντα: τι.
29. Θανάτωση εγκληματία χωρίς δίκη.
30. Ξαφνικά, γρήγορα.
31. Η Κέρκυρα.
32. Ονομασία του όρους Παρνασσός, γνωστή απ' τα κλέφτικα τραγούδια.
33. Ανάπτυξη στρατιωτών σε μια γραμμή και σε αραιή τάξη.
34. Σύγκρουση μικρών στρατιωτικών τμημάτων.
35. Ανθυπολοχαγός.
36. Λοχίας του τουρκικού στρατού.
37. Χιλίαρχος..
38. Κωμόπολη της Χίου, όπου, κατά την παράδοση, γεννήθηκε και έζησε ο Όμηρος.
39. Λεηλασία, διαρπαγή.
40. Γερμανικό όπλο.
41. Τάγμα μόνιμο που συγκροτείται σε καιρό πολέμου.
|