11/08/2008
Κριτικές Εκθέσεων
Η ΤΑΤΙΑΝΑ ΓΚΡΙΤΣΗ-ΜΙΛΛΙΕΞ
ΓΙΑ ΤΟΝ ΧΡΙΣΤΟ ΔΑΓΚΛΗ
Μια μπουκιά φως, ο νόστος
Ο Χρίστος Δαγκλής παρουσιάζει πλουσιοπάροχα σε δυο ορόφους 59 έργα του (μερικά από αυτά πολύ μεγάλα, 100 χ 150 εκ.), μπαινοβγαίνει κόσμος, τα σεργιανάει, τα χαίρεται, ταυτίζεται μαζί τους.
Τι να την κάνεις μια στείρα ζωγραφική κριτική; Ωραία, θα πεις πως είναι καταπληκτικός μάστορας της ακουαρέλας ο Δαγκλής - αν θέλεις μπορείς ν' ανατρέξεις στην παράδοση του είδους και στη δυσκολία του - θα αναλύσεις το φως του, κυρίως στα ασπρόμαυρα, θα πεις ακόμα και για το ρυθμό του. Εκεί περίπου θα τέλειωνε η κριτική. Αυτό όμως είναι που μετράει σ' ένα έργο τέχνης, ή το αποτέλεσμα αυτού καθ αυτού του έργου;
Επειδή πιστεύω το δεύτερο, θα κάνω μια αναδρομή. Τις τεχνικές επιτεύξεις ας τις αναλάβουν οι λεγόμενοι «ειδικοί» εγώ δεν ανήκω σ' αυτούς. Είμαι δέκτης.
Γυρίζω λοιπόν πίσω. Στο Παρίσι 1967-1973. Εκατοντάδες Ρωμιοί. Καταφύγιο ενός κόσμου καταδιωγμένου από τη δικτατορία, ενός κόσμου με μάτια στραμμένα προς την Ελλάδα, κι ένα όραμα: το φως.
Ένα μισοχτισμένο υπόγειο ατελιέ, ένας πάγκος μαραγκού, μερικοί πίνακες με τα μούτρα στον τοίχο, το χαρούμενο «καλωσήρθατε» του ζευγαριού που σε υποδέχεται αμέσως με αγάπη και ρωμέικες λιχουδιές κι αμέσως η κουβέντα για τον τόπο μας και τη μοίρα του. Κάποια στιγμή, ανάμεσα στην πλάνη και στο πριόνι - το σπίτι το μαστορεύουν μοναχοί τους - πιάνει το μάτι μου ακόμα ένα πίνακα μπρούμυτα. Ζητάω να τον δούμε.
Ένα κουρασμένο «δε βαριέσαι» του ζωγράφου / και το κρύο τσουχτερό, η βροχή δυνατή στο τζάμι,
τα σύννεφα πάνω στη στέγη. Απαίτηση γενική. Ο Δαγκλής σηκώνεται, πιάνει τον πίνακα και τον τοποθετεί απέναντί μας. Μια ακουαρέλα.
Δεν θυμάμαι πόσοι είμαστε εκείνη την πρώτη φορά - τρεις τέσσερις άνθρωποι - εκείνο που θυμάμαι ήταν η σιωπή. Μια σιωπή που έκανε τη βροχή ν' ακούγεται σα βλαστήμια, κι όσο εμείς κοιτάζαμε τον πίνακα, τόσο μας κοίταζε και μας ο ζωγράφος.
Κάποτε τα μάτια μας συναντηθήκανε. Χαμογελάσαμε. Είπε κάποιος. Δείξε κι άλλα. Αράδιασε 5-6. Δε χορταίναμε να σεργιανάμε από το ένα στο άλλο. «ʼξιον Εστί το πέτρινο πεζούλι».
Η Σίφνος, η Αμοργός, η Αλόννησος...
Μας μπουχτίζει το φως, οι πεζούλες ξαπλωμένες κάτω από τον ήλιο, πάνω σε άσπρο τα μαύρα κυπαρίσσια, ο όγκος της ελιάς με το τζιτζίκι ξεραμένο στον κορμό της, έκταση και προέκταση νησιώτικης αρχιτεκτονικής. Μια μπουκιά φως κι ο νόστος μαντρωμένος σε λίγους πίνακες που ξαστερώνουν του Παρισιού την κατεβασμένη σκεπή.
Κι έγινε συνήθεια αγαπητή κι έγινε ανάγκη να πηγαίνουμε στο σπίτι των Δαγκλή, να γευόμαστε και να θυμόμαστε πως είμαστε παιδιά του ήλιου κι ό,τι κι αν συμβεί πρέπει να γυρίσουμε εκεί.
Εκείνη η ζεστασιά δεν ήταν γέννημα της φαντασίας μας για τον τόπο. γιατί κι εδώ, στην καρδιά της Αττικής, το ίδιο αίσθημα μας προσκάλεσε.
Ο Δαγκλής είναι ένας από τους λίγους τεχνίτες της ακουαρέλας, δεν υπάρχει τυχαίο - όπως συμβαίνει συχνά σ' αυτού του είδους τη ζωγραφική - το νερό είναι υλικό γ' αυτόν όσο και το χρώμα, η μεταμόρφωση γίνεται από γνώση και συγκρατημένη ευαισθησία, πουθενά δεν αγγίζει το γλυκερό, όταν πετάει - στις δυο κατ' εξοχήν ξεχωριστές του ακουαρέλες - μια χούφτα κόκκινο πάνω στον τοίχο του νησιώτικου σπιτιού, σε πρώτο πλάνο γίνεται δέσμη φωτός ή τραγική υπόμνηση αίματος νωπού.
Δεν αποκλείεται το ένα να είναι μέσα στο άλλο. Ένας τοίχος άσπρος νησιού, ένας τοίχος άσπρος εκτελεσμένων, ένας τοίχος άσπρος πιο πρόσφατα σφηνωμένος στη μνήμη, αίμα, νωπό, φως τραγικό.
Οι μεγάλες μαυρόασπρες συνθέσεις του έχουν κλασική δομή. Αυτό που κυριαρχεί είναι ο ρυθμός, σ' αυτόν στηρίζεται η ποίηση του φωτός, γιατί το φως ποιείται.
Οι αντιθέσεις - άσπρο μαύρο - δίχως ενδιάμεσους τόνους φωτοσκιάσεων, -θα μπορούσαν να δώσουν σαν αποτέλεσμα συνθέσεις εγκεφαλικές ή από τη φύση τους ψυχρές. Κι όμως δε συμβαίνει τίποτε απ' όλα αυτά, αντίθετα, θα τον λέγαμε λυρικό, αν δε μας το απαγόρευε η «καθαρότητα» της γραμμής, η αυστηρότητα των όγκων και του χρώματος.
Το αποτέλεσμα του ασπρόμαυρου έχει τη διαύγεια που μας δίνει κάποτε μόνο το ελληνικό φως.
Ο Δαγκλής νοιώθει πολύ το χρώμα και γι' αυτό κυριαρχεί και στην δουλειά του. Και με τα σχέδιά του ακόμα δίνει τόνους χαρακτηριστικούς της διάθεσής του, που είναι περισσότερο χρωματικοί, παρά σχεδιαστικοί. Κάθε πίνακάς του έχει ανθρωπιά κι αν ο άνθρωπος δεν φαίνεται, η παρουσία του είναι πάντα αισθητή. Και για τον λόγο αυτό πιθανόν να συγκινούν περισσότερο εμάς τους Έλληνες.
ΜΑΡ/ΝΟΣ ΚΑΛΛΙΓΑΣ
Εφ. Το Βήμα, 22-2-63
Στην αίθουσα της "Αρχιτεκτονικής" παρουσιάζει ο Χ. Δαγκλής μια σειρά από 50 ακουαρέλες , πρόσφατου ταξιδιού. Οι σταθμοί που δίνουν ισάριθμες ενότητες στη δουλειά του είναι Ελλάδα - Ρώμη - Παρίσι - Ελλάδα. Θα επρόκειτο για έναν θεματουργικό μόνον χωρισμό, αν το ταξίδι του αυτό δεν αντιπροσώπευε επίσης μια καλλιτεχνική πορεία, με ανάλογα στάδια κατακτήσεων, όπως μπορούμε να το διαπιστώσουμε σήμερα στην έκθεσή του. Ο Χ. Δαγκλής είναι γνωστός σα χαράκτης κυρίως. Κατέχει ένα σχέδιο ακριβές και εκφραστικό, που το βλέπομε στα σχέδια που εκθέτει παράλληλα, αλλά και στις ακουαρέλες επίσης. Στις πρώτες του ακουαρέλες από τα Γιάννινα, το σχέδιο παίζει βασικό ρόλο. Το χρώμα ευαίσθητο, ρευστό και φωτεινό μαζί, συμπληρώνει το σχέδιο που αναλαμβάνει το κύριο μέρος της παραστατικής και πλαστικής συγκεκριμενοποιήσεως του τοπίου. Το χρώμα ενισχύει το φώς και αποδίδει τοντονισμό του φωτιστικού χαρακτήρα, όπου ακριβώς διακρίνεται η ευαισθησία του.
Στις ακουαρέλλες της Ρώμης, το χρώμα αποκτά την υλική ζεστασιά του. Το σχέδιο ακόμη γράφει τις μορφές σημειώνει τις λεπτομέρειες, αλλά εκφραστικός φορέας του πλαστικού χαρακτήρα του τοπίου είναι εδώ πιο βασικά το χρώμα. Δεν αποδίδει μόνον το άγγιγμα του φωτός πάνω στις μορφές μα τον ίδιο τον πλασμό και την ύλη τους, ως τη φυσιογνωμία που συνιστούν. Είναι θερμό και υλικό το χρώμα της Ρώμης, βαρύ καμιά φορά, όπως στο μαύρο-άσπρο, επεκτείνοντας την υλικότητά του, και στην ατμόσφαιρα. Στο Παρίσι η αίσθηση αλλάζει και η έκφραση μέσω αυτής προχωρεί. , Εδώ το χρώμα είναι διάφανο, τονικό, με κλίση στα πνευματικότερα ψυχρά, διαχέεται ενιαίο, η ύλη ες μοιάζει εδώ να γίνεται ατμόσφαιρα, παρά η ατμόσφαιρα ύλη. Η ανάγκη του καθορισμού των μορφών με το σχέδιο υποχωρεί. Το χρώμα το ίδιο έχει φόρμα και το χρώμα το ίδιο στην διαφοροποίηση των ευαισθησιών των τόνων, των διαφορετικών ή πυκνώσεών του, υπαγορεύει στην ακρίβειά του την σύνθεση. Η μορφοποίηση και σύνθεση αποκτούν μιαν εξαιρετική λιτότητα αντίστοιχη προς τον πνευματικό χαρακτήρα της γοητείας του γαλλικού τοπίου.
Ποιά κατάκτηση αντιπροσωπεύει για την ζωγραφική αίσθηση του Χ. Δαγκλή αυτός ο τελευταίος σταθμός του ταξιδιού του, θα το δούμε όταν , γυρνά στην Ελλάδα. Επανέρχεται στα ίδια, τοπία που δούλευε στην αρχή για να δει τώρα το χρώμα, όχι σαν παράγοντα προστιθέμενο από το φώς στις μορφές, αλλά σαν ιδιότητα δεμένη με τη ζωγραφικότητά τους που την αποκαλύπτει το αντίστοιχο βάθαιμα της δράσεως προς την πνευματικότητα και την ευαισθησία. Παρακολουθώντας αυτήν την πορεία του Χ. Δαγκλή, δεν μας επιτρέπεται να περιοριστούμε μονάχα στην διαπίστωση της ποιότητoς, της τεχνικής, των εκφραστικών κατακτήσεων του. Πρέπει να τονίσουμε επίσης την ίδια τη σημασία της πορείας αυτής, που είναι άνοδος έργου και καλλιτέχνη μαζί, ευαισθησίας Και τεχνικής συγχρόνως, και που ούτε μια στιγμή δεν αφέθηκε στην ευκολία εξωτερικών μορφικών αναζητήσεων.
ΕΛΕΝΗ ΒΑΚAΛO
Εφ. Τα Νέα, 13-2-63
Ο Χρήστος Δαγκλής είναι ένας υπερευαίσθητος καλλιτέχνης στη συνειδησιακή του στάση, μέσα στο "παρόν" μεταφέρει με τη ζωγραφική του, ακριβώς την αντίστασή του σ' αυτό το "παρόν", και εκφράζει τη βαθύτατη άρνησή του να καταλυθεί το "χτες".
Είναι ένας "ακουαρελίστας" που μεταχειρίζεται ακριβώς το υδατοχαρές υλικό του, σαν μέσον αυτό "επιστροφής" απέναντι σ' όλα τα σύγχρονα στέρεα συνθετικά υλικά, του πλαστικού, της μικτής τεχνικής ακόμη και του λαδιού, που θα τον
ανάγκαζε, να εκφραστεί σε μια γλώσσα σκληρή κι αμετάκλητη. Ο Δαγκλής είναι ένας νοσταλγός του πρωτογενούς δεσμού του ανθρώπου με τη φύση. Δεσμού που ο κάτοικος της πολιτείας ξέχασε τα χαρακτηριστικά. Κι όταν άκομα τρέχει μ' εκατό χιλιόμετρα να τα βρεί έξω στην "εξοχή", όπως υποκρίνεται, δεν έχει ούτε καιρό ούτε αντοχή να τ' αναζητήσει. Ο σύγχρονος καλλιτέχνης, ο υπερευαίσθητος δέκτης που κουβαλάει ένα πληθωρικό φορτίο εικόνων της πόλης, δεν γίνεται εύκολα να εμπιστευθεί στην συγκίνηση που θα του δώσει ένα ηλιοβασίλεμα, ή ένας αγρός ξέμακρος στο φως του βραδιού.
Ο Χρήστος Δαγκλής όμως πορεύεται κι εκπορεύεται από τον πέραν της πολιτείας χώρο. Το ύπαιθρο βέβαια δεν είναι γι' αυτόν τον ζωγράφο, μία εμπρεσσιονιστική περιπετειούλα ή μικροδιήγηση μιας δεδομένης γωνίας του. Είναι ένα συναίσθημα, πολυφωνικοί ήχοι αρμονίας και βαθύτατης εσωτερικής προσέγγισης, μέσα από τις αισθήσεις, σ' αυτό το μέσο και πέρα από το "φλοιό" της επιφάνειας χώρο. Γι' αυτό θα λέγαμε πως το ύπαιθρο, ο φυσικός χώρος για το Δαγκλή, είναι μια αφορμή, ένα ερεθιστικό πεντάγραμμο όπου πάνω του θα συντεθούν οι συμφωνίες των αποχρώσεων. Κι ωστόσο δεν είναι μόνον αφορμή, είναι αφετηριακή ρίζα συγκινήσεων, που δεν θα τις βρει ούτε στον εσωτερικό χώρο, ούτε στην ανθρώπινη μορφή, ούτε στο πολυσύχναστο των δρόμων ο Δαγκλής.
Η σπάνια ζωγραφικότητα των έργων, που είδαμε στην «Αρχιτεκτονική», στην ατομική του έκθεση, είναι η ίδια που θαυμάσαμε και στην προηγούμενη, πριν δύο τρία χρόνια. Αυτοί οι τόνοι που διαρρέουν σ ένα ανεπαίσθητο μεταβατικό δεσμό, για ν αποδώσουν ένα σύνολο χρωματικής φόρμας που χάνεται σκοτεινή, μέσα στα βάθη της «μνήμης» είναι ο ζωγράφος. Όπου δίνεται πιο ελεύθερα, πιο γενικά το συναίσθημα , όπου δεν σκοντάβει πάνω σε μια περιπέτεια, σπιτιών π.χ. ξεχύνεται αυτή η αναπόληση, αυτή η «επιστροφή», που δεν έχει καμιά μορφή συντηρητικού λόγου, που μας προσφέρει ωστόσο ( αναγκαιότητα μιας πολυτέλειας (για την εποχή μας), να αφεθούμε σε μία συνομιλία, χαμηλόφωνη, βαθειά, στοχαστική και στην αναγνώριση μιας αλήθειας. Υπάρχει μέσα στην τέχνη ένα αιώνιο, αμετάβλητο στοιχείο, πέρα απ' την εποχή που την πλαισιώνει, αισθητικής μετάληψης. Υπάρχει μέσα στον άνθρωπο ένα αιώνιο, αμετάβλητο στοιχείο : αισθητικής προσδοχής.
ΝΤ/ΑΝΑ ΑΝΤΩΝΑΚΑΤΟΥ
Περ.Αρχιτεκτονική, τευχ. 62, Απρίλιος - Μάιος 1967
Ο Χρ. Δαγκλής είναι ένας μάστορας της ακουαρέλλας γι' αυτό κατορθώνει να δώσει πιο σύνθετα πλαστικά αποτελέσματα απ' ό,τι βλέπουμε συνήθως σ' αυτό το είδος. Δεν μεταχειρίζεται την ακουαρέλλα σκιτσαριστά με αφημένα ελεύθερα λευκά του χαρτιού. Από τις ιδιότητες εκμεταλλεύεται το άπλωμά της πάνω στο χαρτί, την απορροφητικότητα του και τις κλιμακώσεις διαφάνειας. Ένα κατορθώνει με τις εναλλαγές των σκοτεινών και φωτεινών διαβαθμίσεων του χρώματος, που εξαρτώνται από την ίδια την πυκνότερη ή αραιότερη σύσταση, να δώσει πλαστικότητα, κίνηση χώρου και φωτός, υφή μάζας και ατμόσφαιρας στα τοπία του. Από το είδος της ακουαρέλας δηλαδή φτάνει σε αξίες που περισσότερο στο λάδι τις απαντάμε, χωρίς γι' αυτό να χάνει τα ειδικά αποτελέσματα και θέλγητρα της μαλακής και ρευστής της ύλης.
Το τοπίο στην ερμηνεία του από τον Δαγκλή είναι ρομαντικά φορτισμένο με συσσωρευμένα σκοτεινά προμηνύματα θύελλας ή δραματικούς, φωτισμούς όπως στην κόκκινη δύση του που φανερώνει μια σπάνιας δυνατότητας χρωματική ένταση που μπορεί και κρατά όλη την ποιότητα ως τους πιο ανεβασμένους τόνους. Δουλεύει με μεγάλες κηλίδες χρώματος που τις αφήνει μετά να απλωθούν και δημιουργεί έτσι ευκίνητα περάσματα από το ένα χρώμα στο άλλο καθώς και διαβαθμίσεις του υλικού βάρους κάθε φόρμας στη σχέση της με το φως, ερμηνεύοντας έτσι πλασματική της σύσταση.
ΕΛΕΝΗ ΒΑΚΑΛΟ
Εφ. Τα Νέα, 17-2-1967
.. Η συμμετοχή του Δαγκλή στην καλλιτεχνική ζωή του τόπου έχει αρχίσει από το 1957. Μαθητής του Παρθένη και του Κεφαλληνού κάνει ζωγραφική και χαρακτική όπου διοχετεύει όλο το σπαραγμό των πρόσφατων νεοελληνικών δεινών κυρίως στα αδρά κι εκφραστικά χαρακτικά του.
Ο Δαγκλής που τα τελευταία χρόνια ζούσε στο εξωτερικό ήταν από τους καλλιτέχνες που είχαν μείνει πιστοί στο ρεαλισμό και στην παραστατική έκφραση όταν η αφηρημένη τέχνη σάρωνε κυριολεκτικά κάθε εικονικό στοιχείο από τα έργα της εποχής...
"Δεν μπορείς να καταργήσεις το αντικείμενο", λέει ο Δαγκλής. "Γιατί δεν μπορείς να ξεφύγεις από τη φύση, ν' αρνηθείς την κοινωνική ζωή. Με τις αισθήσεις του ο καλλιτέχνης θ' αντλεί την έμπνευσή του από εκεί που έχει δεχτεί τις συγκινήσεις του. Τη συγκίνηση θα του δώσει η ζωή, ο κοινωνικός και ψυχικός βίος"... Χαρακτικά αδρά που εικονίζουν τον ανθρώπινο μόχθο, τον αγώνα, τον πόνο, έδωσαν την θέση τους αργότερα σε ακουαρέλες και αργότερα σε λάδια. Η σαφήνεια της χαρακτικής υπάρχει σε όλα τα υλικά που χρησιμοποιεί ο Δαγκλής. Τα τελευταία του έργα είναι μια άσκηση στη λιτότητα. Κανένα χρώμα εκτός από το μαύρο και το άσπρο δεν υπάρχει στις ελαιογραφίες του.
Β. ΣΠΗΛΙΑΔΗ
Εφ. Καθημερινή, 7/1/1975
Στην 'Ώρα" έγινε η παρουσίαση της ζωγραφικής του Χρίστου Δαγκλή. Τα έργα του σ' όλες τις αίθουσες του Πνευματικού Κέντρου, απλώθηκαν κι έδωσαν στο σύνολό τους την έκφραση της εργασίας του.
Ο Χρίστος Δαγκλής ανήκει σε παλιότερη γενιά, γεννημένος το 1916. Σπούδασε στην ΑΣΚΤ, με δασκάλους τον Παρθένη στην ζωγραφική, τον Κεφαλληνό στη χαρακτική. Ο Δαγκλής δεν είχε μόνον ένα πλούσιο ταλέντο, είχε πλούσια καρδιά που τον ανάγκασε να μη σταθεί παράμερα, να μην αγνοήσει ένα χρέος που έταξε στον εαυτό του, πέρα από το καλλιτεχνικό. Στα χρόνια της κατοχής χάραξε για την αντίσταση ένσημα, αφίσες, έντυπο υλικό. Δοκιμάστηκε ο ίδιος στις εξορίες και στις φυλακές. Και μόλις από το 1956 αρχίζει να παίρνει μέρος σε εκθέσεις του εξωτερικού. Το 1959 είχε την πρώτη του έκθεση με χαρακτική, ακουαρέλες και σχέδια. Από το 1967 έχει εγκατασταθεί στο Παρίσι, συνεχίζοντας με ατoμικές εκθέσεις.
Ο Δαγκλής είναι γνωστός με μια ζωγραφική άκρας ευαισθησίας και εκφραστικότητας. Ιδιαίτερα, τον θυμόμαστε πάντα μέσα από μια σκούρα γκάμα υδατοχρώματα που στάλαζαν πίκρα, ψυχική απομόνωση, περισυλλογή. Μέσα εκεί και η προσπάθεια "διάσωσης", το φωτεινό εκείνο κάποιο σημείο που σημαίνει δικαίωμα ζωής και φωτίζει, μια λουρίδα θάλασσας, ένα σπίτι, ένα δέντρο καθρεφτισμένο στο νερό. Η ακουαρέλλα του Δαγκλή ήταν ένα απόσταγμα ψυχής και ζωγραφικής ευαισθησίας, ήταν κι ένα όπλο μαζί και η άμυνα. Το τοπίο για το ζωγράφο ήταν ο τόπος, όχι ακριβώς οι ρίζες, αλλά η φυσική συνέχεια του όντος , η φυσική συνέχεια του δικαιώματος της ύπαρξης. Οι ακουαρέλες του Δαγκλή είχαν κάτι μεταφυσικό. Ξεπερνώντας το νόημα της "ομιλίας" που είχε ο ζωγράφος με το τοπίο, μετέφερε μέσα στον πίνακά του, την παναθρώπινη σημασία που είχε γι' αυτόν η ταύτισή του με το φυσικό περιβάλλον.
Νομίζουμε πως είναι μια εξήγηση στο γιατί ένας ζωγράφος - σκεφτόμενος και δοσμένος στο χρέος του πολίτη, δεν πέρασε σ' ένα "στρατευμένο" νόημα έκφρασης με την τέχνη του. Πως δεν θέλησε να δώσει ούτε συμβολικό, ούτε κριτικό ρεαλισμό. Πως ενώ προσφέρθηκε για τον συνάνθρωπό του, δεν έδωσε τον άνθρωπο "πάσχοντα", βασανιζόμενο, αδικούμενο.
Ακόμη και στο νεότερο έργο του που δεν είναι ακουαρέλες, αλλά ασπρόμαυρα μελάνια ο ζωγράφος μαζί με τον χαράκτη αποζητάει στη λιτότητα των δύο χρωμάτων να αποδώσει τη μνήμη της πατρίδας του, το φως της, το ρυθμό των σπιτιών της, της ελιάς το μέτρο.
Κι εδώ λειτουργεί πρώτα σαν καλλιτέχνης, σα ζωγράφος που ζητάει μέσα από τη λύση των πλαστικών πρωταρχικών προβλημάτων της τέχνης του να δεχθεί και να μεταδώσει ένα πιο γενικότερο νόημα από το "εποχιακό", από το "συμβάν". Και δεν είναί τα τριάντα χρόνια που τον χωρίζουν από τη γενιά του Ψυχοπαίδη μόνον. Είναι αυτή η ειδική ουσία, η ιδιαιτερότητα της ψυχικής δομής, που μεταθέτει την έννοια της οικουμενικότητας στον προσανατολισμό του δημιουργού.
ΝΤΙΑΝΑ ΑΝΤΩΝΑΚΑΤΟΥ
Εφ. Ημερήσια, 9-2-1975
|