04/09/2007
ΠΩΣ ΠΡΟΧΩΡΟΥΣΕ ΕΝΑ ΕΡΓΟ
Ο πρωτομάστορας ή αρχιμάστορας ή αρχιτέκτων ή πρωτοτέκνων (λόγια ονομασία όπως π.χ. Αρχιτέκτων Γιόσης, 1834-1918) είχε την ευθύνη να βρει, να συμφωνήσει, να μοιράζει και να παρακολουθεί τη δουλειά. Συχνά ήταν πελεκάνος, αλλά βασικά έπρεπε «να είναι καλός στο κουμάντο και ας μη πιάνει πέτρα». Τους μαστόρους τους πλήρωνε στο τέλος της χρονιάς συνήθως, λίγο πριν φτάσουν στο χωριό.
Στις γωνίες και στη φάτσα έχτιζαν οι καλύτεροι, από μέσα οι δευτερότεροι, που επειδή είχαν και λιγότερη δουλειά κουβαλούσαν και λάσπη. Για το ποιοί πήγαιναν στο νταμάρι, υπάρχουν διχογνωμίες. ʼλλοι είπαν ότι πήγαιναν οι καλύτεροι, γιατί έπρεπε να ξέρουν καλά την πέτρα («όμως χοντροδουλειά γινόταν εκεί, αρκεί να μη πάει χαμένη η πέτρα») ή ότι εκεί πήγαιναν όσοι είχαν μπράτσα ή τέλος, αυτοί που δεν τα πολυκατάφερναν «στον τοίχο».
Το μπουλούκι είχε μόνο χτιστάδες, όχι άλλες ειδικότητες, που έκαναν και τις παρακάτω δουλειές: έσκαβαν τα θεμέλια, τοποθετούσαν κασώματα και γρεντιές, κατασκεύαζαν την «τσατί» και το «πλάκιασμα», δηλ. σκέπαζαν με πλάκες τη στέγη, «πλακιάζαν». Για την ασβέστη υπήρχαν ειδικοί ασβεστάδες που την προμήθευαν, αλλά καμιά φορά έκαναν καμιά ασβεσταριά τα μαστορόπουλα, να κερδίσουν και κάτι.
Εκτός απ αυτές τις υποχρεωτικές (ποτέ δεν άφηναν σπίτι στη μέση) για το μπουλούκι δουλειές, καμιά φορά έφτιαχναν και τα κασώματα των παραθύρων και σπάνια σοβάτιζαν.
Για τους χτιστάδες - γεφυροποιούς, τους «κιοπρουλήδες», δεν υπάρχουν πληροφορίες για την οργάνωση του μπουλουκιού τους. Πάντως φαίνεται ότι δεν έχτιζαν αποκλειστικά γεφύρια (αφού όταν δεν είχαν δουλειά στα γεφύρια, σίγουρα χτίζαν κτήρια). Έτσι ο Ζιώγας Φρόντζος για παράδειγμα μαζί με το Λάμπρο Μπέτσα έχτισε τη γέφυρα της Κόνιτσας, αλλά και τον τούρκικο στρατώνα στην Κόνιτσα (1884).
Οι πελεκάνοι (λιθοξόοι), οι ποιητές αυτοί της πέτρας, ανήκαν στο μπουλούκι των χτιστάδων, αλλά είχαν ξεχωριστή ειδικότητα και θέση και στην αμοιβή και στην εκτίμηση των συντρόφων τους. Εκτός από την κατασκευή των αγκωναριών σκάλιζαν ό, τι ανάγλυφο υπήρχε στην οικοδομή (επίκρανα λαμπάδων, κτητορικές επιγραφές, τζάκια κλπ.), με ιδιαίτερη συμφωνία. Γνώριζαν βαθειά την πέτρα, ήταν μερακλήδες και είχαν απέραντη υπομονή: «ζουρλοτσουκανιά, μια μέρα δουλειά». Συχνά ο πρωτομάστορας ήταν και πελεκάνος όπως είδαμε.
Μαζί με τους χτιστάδες ή λίγο μετά από αυτούς ακολουθούσαν και οι «ταβαντζήδες» ή «ταβατζήδες», δηλ. οι μαραγκοί. Στις σωστές δουλειές τις κάσες τις ετοίμαζαν ταβαντζήδες, και τις παρέδιναν στους χτίστες για να τις εντοιχίσουν. Κατασκεύαζαν κάθε ξυλουργική εργασία της οικοδομής, αλλά και «αμπάρια» για τη φύλαξη των δημητριακών, και πολλές μερεμετοδουλειές συντήρησης σε παλιά σπίτια. Αν δεν υπήρχαν σκαλιστάδες έκαναν και σκαλίσματα. Τότε τα «τσιράκια» ξενυχτούσαν σκαλίζοντας με το σουγιά τα ξυλαράκια των ταβανιών, επάνω σε συγκεκριμένη φόρμα. Οι ίδιοι οι μαραγκοί έκαναν και το σουβατζή και συχνά και το μπογιατζή ή και τον ζωγράφο, μάλλον στις προχειρότερες δουλειές. Τις μπογιές τις έφτιαχναν οι ίδιοι οι μαστόροι (λαδοχρώματα ή του αυγού για τις τοιχογραφίες). Συχνά τελείωναν μόνο ένα δωμάτιο για να μπει μέσα η οικογένεια και το υπόλοιπο σπίτι τελείωνε σιγά-σιγά ή και σε 5 χρόνια ακόμα.
Οι ταβαντζήδες της Κόνιτσας και οι σκαλιστάδες προέρχονταν από τα χωριά, κυρίως Τούρνοβο (Γοργοπόταμος) και Λισκάτσι (Ασημοχώρι), όπου σχεδόν όλοι έκαναν αυτή τη δουλειά, καθώς και από τους Χιονιάδες και τη Βούρμπιανη.
Ήταν οργανωμένοι σε ομάδες (δεν τις έλεγαν «μπουλούκια» ή αλλιώς), συνήθως οικογενειακές ή συγγενικές. Η ιεραρχία ήταν σαφέστατη και οι βαθμίδες ήταν τρεις: πρωτομάστορας-τεχνίτης-«κάλφας» (βοηθός) ή «καλφάκι» ή «τσιράκι». Η προαγωγή γινόταν από τον πρωτομάστορα και υλοποιούταν με τη σταδιακή αύξηση του μεροκάματου, όσο προχωρούσε και η μύηση. Η πρώτη προαγωγή σημαδευόταν με τον χειρισμό του χειροπρίονου. Η συμπεριφορά του πρωτομάστορα προς τα καλφάκια ήταν σκληρή όπως και η αντίστοιχη στα μπουλούκια των χτιστάδων. Δεν είχαν μουλάρια. Τα εργαλεία τα κουβαλούσαν στην πλάτη τους οι ίδιοι οι μαστόροι.
Όσον αφορά στα ταξίδια τους, πρέπει να αναφέρουμε ότι δεν είχαν συγκεκριμένες χρονικές περιόδους ταξιδιού. Οι περισσότεροι έλειπαν ολόκληρο το χρόνο, μόνο φρόντιζαν όσο μπορούσαν να είναι στο χωριό κάποιες γιορτές. Η ζωή των γυναικών στο χωριό ήταν μαρτυρική, γιατί δεν είχαν καμιά βοήθεια από τον άντρα τους. Συνήθως περιφέρονταν σε ομάδες 2-3 τεχνιτών μαζί με κανένα κάλφα. Συχνά είχαν ομάδες των 7-8 ατόμων, αλλά δεν ήταν σπάνιο να περιοδεύουν και μόνο δυο άτομα (τεχνίτης και κάλφας).
Εργαζόταν με το μεροκάματο («φατούρα»), ενώ τα ξύλα προμηθευόταν ο νοικοκύρης. Ένα σπίτι με 2 οντάδες και κρεβάτια με μαγειρειό τέλειωνε σε ένα μήνα από 4-5 ανθρώπους, με 4 οντάδες σε 2-3 μήνες. Δεν κέρδιζαν πολλά, αλλά δεν αποταμίευαν και τίποτε. Τους άρεσε το γλέντι. Δούλευαν και αυτοί «ήλιο σε ήλιο» και μιλούσαν τα «κουδαραΐτικα» όπως και όλοι οι μαστόροι της οικοδομής.
|