05/09/2007
ΤΑ ΕΡΓΑ ΠΟΥ ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΖΑΝ
Σπουδαιότατα έργα έχουν χτίσει οι Ηπειρώτες μαστόροι της πέτρας στο διάβα των αιώνων. Αρχοντόσπιτα και απλά ταπεινά σπίτια, εκκλησιές μικρές και μεγάλες με επιβλητικά καμπαναριά, μοναστήρια, σχολεία, μύλους, λιοτρίβια, νεροτριβές, χάνια, βρύσες κ.ά.
Αλλά και γεφύρια μονότοξα ή πολύτοξα, μικρότερα ή μεγαλύτερα, χτισμένα κυρίως το 18ο και 19ο αιώνα, έργα φημισμένων Ηπειρωτών μαστόρων, αποτελούν καταπληκτικά αρχιτεκτονικά μνημεία, δείγματα μιας πλούσιας λαϊκής κληρονομιάς στον τομέα της τέχνης της πέτρας. Κατασκευές τέλειες, συμμετρικές, αρμονικά δεμένες με το τοπίο, σταθερές και ανθεκτικές στο χρόνο και στις πολύ δύσκολες καιρικές συνθήκες. Οι χτίστες και όταν ακόμα έγιναν πολλοί, γνώριζαν τέλεια την τέχνη τους. Γιατί τη δουλειά την μαθαίνανε από μικρά παιδιά και από την αρχή. Η προαγωγή σε κάθε βαθμίδα ήταν σταδιακή και κάτω από το άγρυπνο μάτι του πρωτομάστορα. Πέρα απ αυτό, επειδή έχτιζαν κατά ζευγάρια, ο έξω (ο καλύτερος) θα πρέπει να νοιαζόταν για το πώς χτίζει ο μέσα, γιατί έχτιζαν και έδεναν τον τοίχο μαζί.
Η ικανότητα του χτίστη δοκιμαζόταν και στις τρέχουσες κατασκευές και περισσότερο στα ψηλότερα σπίτια. Και ο απλός τοίχος για να χτιστεί καλά θέλει τέχνη, ιδίως στις διασταυρώσεις των μέσα και έξω λίθων: οι «μπατικές» πέτρες, που φτάνουν αρκετά πιο βαθειά από τη μέση του τοίχου, αλληλεπικαλύπτονται στις διαδοχικές στρώσεις, σα να σχηματίζεται μια κολώνα, ένα υποστύλωμα. Αυτά τα «δεσίματα» αυτές οι κολώνες, σε καλή δουλειά γινόταν ανά 1μ. ʼλλα δύσκολα σημεία ήταν οι «κολώνες» (οι στενοί λαμπάδες μεταξύ των παραθύρων), όταν ο τοίχος ήταν «βέργα» (δηλ. δεν δενόταν με άλλους κάθετους σ αυτόν), το τελευταίο «δέμα» ή «κούρσο», δηλαδή το ψηλό σημείο του τοίχου (γιατί οι πέτρες ανέβαιναν χέρι-χέρι με τους μαστόρους στην ίδια ανεμόσκαλα), ο προσδιορισμός της κλίσης της στέγης για τους αγράμματους και το «τσιβίκωμα» στο «πλάκιασμα» της στέγης. Πολλοί αγράμματοι μαστόροι είχαν αδυναμία στον υπολογισμό της κλίσης της στέγης, ενώ για τον πρωτομάστορα η «τσατή» ήταν «αέρα-παρασί» (= εύκολη δουλειά).
Πολλά από τα σπίτια, σύμφωνα και με την επιθυμία του ιδιοκτήτη, κοσμούσαν και με διάφορα λιθανάγλυπτα. Βρίσκονται στο νότιο τοίχο, στη «φάτσα», δεξιά και αριστερά από το τοξωτό υπέρυθρο της εξώπορτας. Ο σκοπός τους δεν ήταν μόνο να διακοσμήσουν το σπίτι ή να τονίσουν κάποιο στοιχείο του, αλλά άλλος, κυρίως συμβολικός. Έντονες ανάγλυφες μορφές ωοειδούς ανδρικού προσώπου, άγγελοι με τα φτερά ανοιγμένα, σταυροί, πουλιά με ανοιχτά φτερά. Το πρόσωπο είναι ο φύλακας άγγελος του σπιτιού. Ο σταυρός είναι καθαρά συμβολικό στοιχείο, αποτρεπτικό και φυλακτικό. Το πουλί είναι το περιστέρι, σύμβολο του καλού πνεύματος, σύμβολο ειρήνης.
Το «Παλιογέφυρο», στην αρχή της χαράδρας του Βίκου, άγνωστο πότε χτίστηκε, συνδέει τα χωριά Τσεπέλοβο και Κήπους στο Ζαγόρι, ανοίγματος 9,5 μ. και ύψους 10 μ.
Στο χωριό Βωβούσα υπάρχει το ομώνυμο μονότοξο γεφύρι στον ποταμό Αώο, το οποίο χτίστηκε το 1748. Το μήκος του είναι 22 μ. και το ύψος του 11 μ., ενώ ξύλινο περβάζι με κάγκελα στο κατάστρωμά του ασφαλίζει τους διαβάτες.
Επίσης στο Ζαγόρι μεταξύ Βίτσας και Κουκουλίου, χτισμένο στα 1748 με χρηματοδότηση του Αλ. Μίσιου, το γεφύρι του οποίου φέρει το όνομα και το συνολικό ύψος ανέρχεται στα 10, 65 μ.. Έχει δύο τόξα, ένα μεγάλο οξυκόρυφο 18,4 μ. μήκος και ύψος 6,9 μ. και ένα μικρότερο, βοηθητικό, με μήκος 6,8 μ. και ύψος 2,25 μ. Ανάμεσα στα δυο τόξα υπάρχει μικρή τυφλή αψίδα, πιθανόν με ζωγραφισμένη την εικόνα του προστάτη αγίου, ενώ στη βάση βρίσκεται μια τριγωνική αντηρίδα. Η καμπυλωτή χτιστή διάβαση, πάνω από τη γωνία του τοίχου του γεφυριού και του βράχου, φανερώνει τέλεια τεχνική ικανότητα και προσαρμογή στο περιβάλλον.
Το πέτρινο γεφύρι της Κλειδωνιάβιστας στον ποταμό Βοϊδομάτη, που ενώνει την Κόνιτσα με το Ζαγόρι, χτίστηκε το 1853 από γυναίκα (Μπαλκίζ Χανούμ του Μαλίκ Πασά). Το όνομά του πήρε από το σχεδόν εγκαταλειμμένο ορεινό χωριό της Κλειδονιάβιστας (η σημερινή ʼνω Κλειδωνιά). Πρόκειται για μονότοξο γεφύρι, το άνοιγμά του οποίου είναι 20 μ. και το ύψος του 9,15 μ. Το κατάστρωμά του είναι στρωμένο με καλντερίμι, έχει χαμηλό προστατευτικό στηθαίο από ασύμμετρες πέτρες, ενώ η εικόνα του προστάτη αγίου βρίσκονταν δεξιά του τοίχου σε μικρή τετράγωνη εσοχή.
Στο Ζαγόρι επίσης υπάρχει άλλο ένα μονότοξο γεφύρι ανάμεσα στα χωριά Κήποι και Κουκούλι, του Νούτσου ή Κόκκορη. Χτισμένο το 1750 με χρήματα που διέθεσε ο Νούτσος Κοντοδήμος και ανακατασκευασμένο το 1910 με χρήματα του Γρ. Κόκκορη, έχει μήκος 23,6 μ. και ύψος 8,5 μ., ενώ το ολικό ύψος της γέφυρας φτάνει τα 13 μ. Το κατάστρωμα είναι στρωμένο με καλντερίμι και φέρει προστατευτικό στηθαίο από κάθετες πέτρες, ενώ η πρόσβαση σ αυτό γίνεται και από τις δυο πλευρές με μονοπάτια σκαλισμένα πάνω στους κατακόρυφους βράχους, τα οποία αποτελούν συνέχεια της κατασκευής του γεφυριού.
Στο Ζαγόρι, κοντά στο χωριό Κήποι, υπάρχει και το γεφύρι Καλογερικό ή Πλακίδα, ένα από τα κλασσικά αρχιτεκτονικά μνημεία της περιοχής, που γεφυρώνει τον ποταμό Βικό. Το πρώτο του όνομα πήρε από έναν καλόγερο που διέθεσε τα χρήματα για την κατασκευή του το 1814, ενώ το δεύτερο όνομα πήρε μετά το 1865 από τον Αλ. Πλακίδα που πλήρωσε την επισκευή του. Μεγάλο σε διαστάσεις με 56 μ. μήκος και 3,15 μ. πλάτος καταστρώματος, διαθέτει 3 καλοχτισμένα τόξα και λόγω του σχήματός του χαρακτηρίζεται παραστατικά ως «Κάμπια εν κινήσει». Το κατάστρωμα του είναι στρωμένο με καλντερίμι και αντί για στηθαίο φέρει αραιές αρκάδες και οδοντωτά περβάζια.
Οι ίδιες οι κατασκευές μπορούν να μας δώσουν αρκετές πληροφορίες για την αύξηση του αριθμού τους και κυρίως για τις ικανότητες των μαστόρων. Τα σπίτια για παράδειγμα στο Ζαγόρι ήταν μεγάλα και με ορόφους, κατασκευάστηκαν δε από τους καλύτερους τεχνίτες που κυκλοφορούσαν. Οι Ζαγορίσιοι έξυπνοι, ταξιδεμένοι και πλούσιοι, σίγουρα είχαν την δυνατότητα κατασκευής επιβλητικών κατοικιών, εντυπωσιακών στην εμφάνισή τους με μεγαλύτερη επεξεργασία των λίθων και προσθήκη ζωναριών, σκαλιστών αποτμήσεων γωνιών, ανάγλυφων χαραγμάτων κλπ. Το γεγονός αυτό οδηγούσε τους μαστόρους στον ανταγωνισμό με άλλα μπουλούκια, αφού έτσι τους δίνονταν η ευκαιρία να διαφημίσουν τη δουλειά τους και με τον τρόπο αυτό να γίνουν περιζήτητοι. Η πάντα επιθυμητή από τον ιδιοκτήτη μείωση του κόστους και επομένως η αύξηση της ταχύτητας δόμησης έβαινε πολλές φορές εις βάρος της αντοχής της κατοικίας.
|