06/09/2007
ΥΦΑΝΤΑ - ΕΝΔΥΜΑΤΑ - ΦΟΡΕΣΙΕΣ
Αυτά που κοινά αναφέρονται ως ενδύματα χωρίζονται σε δύο μεγάλες κατηγορίες α) τα γυναικεία και β) τα ανδρικά. Κάθε ενδυμασία μπορεί να δηλώνει: α) κοινωνική θέση (π.χ. αρραβωνιασμένης, παντρεμένης, νεόνυμφης, χήρας κ.ο.κ., β) ποιότητα και αισθητική κάθε περιοχής (καθημερινή, γιορτινή νυφική), γ) κοινωνική τάξη (αστική, χωρική). Τα ενδύματα μεταφέρουν εικαστικά πληροφορίες για την κοινωνική και προσωπική ταυτότητα των ανθρώπων. Σε αυτά παρατηρείται αργή εξέλιξη μορφών που δύσκολα διαδίδονται σε ένα καθιερωμένο μοντέλο που αποδείχθηκε λειτουργικό.
Οι ελληνικές φορεσιές του παρελθόντος είναι επηρεασμένες από την Τουρκοκρατία αλλά αναμφισβήτητα δηλώνεται και ο εθνικός δυναμισμός κάθε φορεσιάς. Για την προεπαναστατική φορεσιά οι γνώσεις μας είναι συγκεχυμένες. Μετά την ʼλωση οι ενδυματολογικές φόρμες συμπλέκονται με τα ενδυματολογικά σχήματα των τούρκων έστω και όταν αυτά είναι κατά βάση Βυζαντινά.
Επίσης επηρεάζονται με ενδυματολογικά σχήματα της ευρωπαϊκής αναγέννησης και με πρότυπα ενετών είτε σαν αποτέλεσμα συνειδητής μίμησης είτε επιβεβλημένα με σειρά νόμων και ρυθμιστικών διαταγμάτων. Από τον 19ο αιώνα τα μάλλινα χειροποίητα υποχωρούν και η κοινή προτίμηση όσων μπορούν να διαθέσουν χρηματικά ποσά είναι τα μεταξωτά. Το μετάξι είναι το σύμβολο της πολυτέλειας και της κοινωνικής ανόδου. Το εισαγόμενο ύφασμα που κυριαρχεί στις εισαγωγές είναι η εγγλέζικη τσόχα, με το οποίο επιχειρήθηκε να αντικατασταθεί το υφαντό του αργαλειού. Τον 18ο αιώνα παρατηρούνται δύο τάσεις: αφενός αναπτύσσεται η κτηνοτροφία και αφετέρου αναπτύσσεται μία τάξη ξενιτεμένων εμπόρων που μετακινείται και γίνεται φορέας νέων ιδεών και τάσεων. Τα υφαντά γίνονται εμπορικό, εξαγώγιμο προϊόν και πλουτοπαραγωγική πηγή, αλλά παραμένουν στα πλαίσια της οικιακής «βιοτεχνίας».
Η προσπάθεια βελτίωσης των υφαντών γι αυτούς που δεν μπορούσαν να αποκτήσουν τα νέα βιομηχανικά υφάσματα επικεντρώθηκε στην βελτίωση της ύφανσης. Εκτός της βελτίωσης του τρόπου ύφανσης βελτίωσαν και τον τεχνικό εξοπλισμό π.χ. με την προσθήκη περισσοτέρων μιταρίων στον αργαλειό.
Η Ζαγορίσια ενδυμασία αποτελούνταν από πουκάμισο ή ρούτι, μακρύ όπως το πωγωνίσιο, αλλά αδιακόσμητο γιατί δεν ήταν ορατό. Αποτελούσε είδος εσωρούχου και νυχτικού. ʼλλο στοιχείο ήταν το γιλέκι, αμάνικος κοντός επενδύτης, που φοριόταν πάνω από το πουκάμισο, αρχικά η χρήση του ήταν αναγκαία αλλά με την εξέλιξη της ενδυμασίας έγινε προαιρετική. Αποτελούνταν από δύο τμήματα, τις μόστρες, δηλαδή το μπροστινό και την πλάτη, η οποία κατασκευάζονταν από υφάσματα κατώτερης ποιότητας σε σχέση με τις μόστρες, που ήταν συνήθως μαύρες, καφέ ή μπλε, διακοσμημένη με χρυσή οτρά στο μοτίβο πριονάκι. Κούμπωνε μπροστά με σειρά από ζάβες. Τα γιλέκια δεν διακοσμούνταν ποτέ με κόκκινο αλλά με γαϊτάνια άλλων χρωμάτων. Τα γιλέκα στο Ζαγόρι τα έραβαν ειδικοί τεχνίτες.
Το κοντό είναι πολύ χαρακτηριστικό στοιχείο της Ζαγορίσιας φορεσιάς, είναι και αυτό είδος επενδύτη, ανοικτός μπροστά, με μανίκια, χωρίς γιακά. Φοριόταν πάνω από το γιλέκο, κούμπωνε με μία μόνο ζάβα χαμηλά στο στήθος για να φαίνεται το γιλέκο κάτω από αυτό. Παλιότερα ήταν μάλλινο και αργότερα τσόχινο.
Το φόρεμα ή φουστάνι αποτελεί την βάση της ενδυμασίας. Αρχικά ήταν μάλλινο αλλά με την πάροδο του χρόνου το μάλλινο φόρεμα κατέληξε να είναι χειμερινό ένδυμα των ηλικιωμένων. Ήταν ανοικτά στο στήθος και έφεραν ανάλογη διακόσμηση με τα κοντά, με μεταξωτά και βαμβακερά γαϊτάνια. Σταδιακά το γιλέκο εγκαταλείφθηκε και έτσι καταργήθηκε και το άνοιγμα στο στήθος των φορεμάτων. Παράλληλα τα υφάσματα που κυριαρχούν είναι τα μπροκάρ και τα μουαρέ. Η νυφική ζαγορίσια ενδυμασία περιείχε μεταξωτό φουστάνι.
Το σεγκούνι είναι το πιο δαπανηρό και πιο πολυτελές τμήμα της ζαγορίσιας ενδυμασίας. Το κατασκεύαζαν οι τερζήδες. Είναι μακρύς μέχρι το γόνατο, αχειρίδωτος επενδύτης, εφαρμοστός στη μέση, ανοικτός μπροστά που φοριέται πάνω από το φόρεμα, αφήνει τις ωμοπλάτες ακάλυπτες, με τσέπες στη ζώνη, πάντα από δίμιτο ύφασμα, χρώματος μαύρου. Εξαιτίας της οικονομικής ανάπτυξης των χωριών του Ζαγορίου άρχισε νωρίς η εισαγωγή πολυτελών υφασμάτων, μεταξύ των οποίων και το σαγιάκι που χρησιμοποιήθηκε για σεγκούνια. Πολλές φορές το εσωτερικό του σεγκουνιού φοδράρεται με κατώτερης ποιότητας υλικά ή άλλοτε έχει φλόκους. Κοσμείται με κόκκινα και κρεμεζί γαϊτάνια, μεταξωτές οτρές και μπρισίμια.
Η φούστα αποτελούσε εσώρουχο για την φορεσιά, και εξώρουχο για το καλοκαίρι. Ήταν μάλλινη υφαντή στον αργαλειό και φοριόταν πάνω από το πουκάμισο. Στον ποδόγυρο έφερε διακόσμηση.
Οι ζαγορίσιες κάλτσες ήταν μάλλινες πλεχτές με βελόνες.
Ο πιο αντιπροσωπευτικός τύπος ποδιάς στο Ζαγόρι είναι της ατλαζένιας. Ήταν επίσημες σε διάφορα χρώματα, με κεντήματα κυρίως άνθη. Τα κεντήματα γινόταν με μπιρσίμια, αρχικά ήταν επίρραπτη φάσα και αργότερα γινόταν πάνω στο ύφασμα της ποδιάς. Κάτω είχαν φαρμπαλά. Καθημερινά φορούσαν μάλλινες ποδιές. Πάνω από την ποδιά φορούσαν τη ζώνη. Το κεφάλι των ζαγορίσιων γυναικών κάλυπτε αγοραστό μαντήλι, το καθημερινό ήταν λευκό ακόσμητο με πούλιες στα άκρα, το επίσημο μαύρο βαμβακερό ή μεταξωτό, εισαγόμενο κατά κανόνα.
|