Αναζητήστε στην Πύλη

Σύνθετη αναζήτηση
 
Αρχική 10 Δεκεμβρίου 2024
Πολιτισμός Μουσικοχορευτική παράδοση Γεωγραφικά και ιστορικά στοιχεία της περιοχής Νικόπολη Ήπειρος Νομός Πρεβέζης

Ψηφιδωτό

Ήχοι - Βίντεο
Δεν υπάρχουν αρχεία ήχου και βίντεο.

Σχετικοί Σύνδεσμοι
Δεν υπάρχουν σχετικοί σύνδεσμοι.

Άλλα Αρχεία
Δεν υπάρχουν αρχεία.
ΘΕΜΑΤΙΚΕΣ ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ
Ευρύτερη περιοχή του Νομού Πρεβέζης
Νικόπολη
Πρέβεζα
Χρονολόγιο
ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΕΣ ΤΟΠΟΘΕΣΙΕΣ
Ήπειρος
Νομός Πρεβέζης
Νικόπολη: ΥΠΟΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ Ολες οι κατηγορίες
Δεν υπάρχουν υποκατηγορίες στη Θεματική Κατηγορία που επιλέξατε.

04/12/2007
Η Ναυμαχία του Ακτίου(31 π.Χ.), Η ίδρυση της Νικόπολης και η πορεία της

Αρχείο Ελληνικού Χορού

© Αρχείο Ελληνικού Χορού
προεπισκόπηση εκτύπωσης

Βούλα Γ. Σοφοπούλου
Ιστορικός, Ίδρυμα Ακτία Νικόπολις


Η ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΣΤΗ ΡΩΜΑΪΚΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ ΠΡΙΝ ΤΗ ΝΑΥΜΑΧΙΑ ΤΟΥ ΑΚΤΙΟΥ

Την εποχή του Ιουλίου Καίσαρα (σημ. 1) η Ρώμη φιλοδοξούσε να γίνει κοσμοκράτειρα και ο Ιούλιος Καίσαρας ήταν ο ισχυρός αυτοκράτορας που κινούνταν προς αυτή την κατεύθυνση. Η Κλεοπάτρα, η τελευταία ελληνικής καταγωγής (σημ. 2) βασίλισσα της Αιγύπτου, επιθυμώντας να κάνει την Αίγυπτο ένα ισχυρό κράτος και βλέποντας την επικίνδυνη επέκταση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας επεδίωξε και πέτυχε την υποστήριξη του Ιουλίου Καίσαρα. Οι δυο τους λοιπόν οραματίζονταν να κάνουν τη Ρώμη ένα παγκόσμιο κράτος με τον Καίσαρα απόλυτο μονάρχη. Η Κλεοπάτρα βέβαια θα συμμετείχε στο κράτος αυτό και ο γιος της Καισαρίωνας (σημ. 3) θα ήταν διάδοχος του Καίσαρα. Το όνειρο αυτό έμεινε ανεκπλήρωτο, αφού ο Ιούλιος Καίσαρας δολοφονήθηκε το 44 π.Χ., στη Σύγκλητο, από τους πολιτικούς του αντιπάλους (σημ. 4), οι οποίοι επιθυμούσαν να επαναφέρουν την παλαιά δημοκρατία.

Μετά τη δολοφονία του Ιουλίου Καίσαρα ο Οκταβιανός κέρδισε την εύνοια της Συγκλήτου και ήρθε σε σύγκρουση με τον Μάρκο Αντώνιο, που ήταν αναπληρωτής του πρώτου. Γρήγορα όμως συμφιλιώθηκε με τον Αντώνιο και με έναν ακόμη υποστηρικτή του Καίσαρα, τον Λέπιδο. Το 43 π.Χ. οι τρεις άντρες συγκρότησαν μία τριανδρία (σημ. 5) με πενταετή δικτατορική εξουσία (η οποία στη συνέχεια ανανεώθηκε για άλλα πέντε χρόνια δηλαδή μέχρι το 33 π.Χ.) για την αποκατάσταση του πολιτεύματος.

Οι δολοφόνοι του Ιουλίου Καίσαρα κατείχαν το ανατολικό τμήμα του ρωμαϊκού κράτους (από το Ιόνιο πέλαγος μέχρι τον Ευφράτη ποταμό) ενώ το δυτικό (από το Ιόνιο πέλαγος μέχρι τον Ατλαντικό ωκεανό) το μοίρασαν μεταξύ τους τα μέλη της τριανδρίας. Μετά όμως την ήττα του Βρούτου και του Κάσσιου στους Φιλίππους της Μακεδονίας (σημ. 6) η τριανδρία εξουσίαζε πια ολόκληρο το ρωμαϊκό κόσμο: η Ανατολή περιήλθε στον Αντώνιο και η Δύση στον Οκταβιανό (εκτός από την Αφρική που δόθηκε στο Λέπιδο). Ο στόχος του Οκταβιανού ήταν να αποκλείσει τον Αντώνιο από τη Δύση και να εξασφαλίσει την κυριαρχία σ’ αυτή απομακρύνοντας το Λέπιδο από την εξουσία. Αφού πέτυχε να αποσυρθεί ο Λέπιδος από την τριανδρία έμεινε στην εξουσία μαζί με τον Αντώνιο και ο ανταγωνισμός τους για την κυριαρχία του ρωμαϊκού κράτους, που υπόβοσκε όσα χρόνια εξουσίαζε η τριανδρία, άρχισε τώρα να γίνεται εμφανής.

Η Κλεοπάτρα, που ανησυχούσε για την τύχη του κράτους της, κατάλαβε ότι έπρεπε να κερδίσει την εύνοια του ενός από τους δύο νέους αντιπάλους (Οκταβιανού και Αντωνίου) για να καταφέρει να διατηρήσει την ανεξαρτησία της Αιγύπτου. Νέος σύμμαχός της έγινε αυτή τη φορά ο Αντώνιος, ο οποίος την παντρεύτηκε χωρίς να χωρίσει τη δεύτερη γυναίκα του την Οκταβία (σημ. 7), αδελφή του Οκταβιανού.



Η ΝΑΥΜΑΧΙΑ ΤΟΥ ΑΚΤΙΟΥ (31π.Χ.)
Α. Γενικά

Ο εμφύλιος πόλεμος που είχε ξεσπάσει στη Ρώμη ανάμεσα στον Οκταβιανό και τον Αντώνιο πήρε εθνικό χαρακτήρα. Το 32 π.Χ. η Σύγκλητος κήρυξε επίσημα τον πόλεμο, ο οποίος σύμφωνα με υπόδειξη του Οκταβιανού στρεφόταν μόνο κατά της Κλεοπάτρας την οποία θεωρούσε απειλή για την εθνική ανεξαρτησία της Ρώμης.

Ο Αντώνιος με τη σύμμαχό του Κλεοπάτρα ξεκινώντας από την Έφεσο, όπου είχαν στήσει το στρατηγείο τους το 33 π.Χ., φτάνουν στη Σάμο, στη συνέχεια στην Αθήνα και καταλήγουν στην Πάτρα όπου και ξεχειμωνιάζουν. Δεν επιτίθεται αμέσως στην Ιταλία, αλλά στέλνει το στρατό του στην Ακαρνανία να περάσει το χειμώνα, ενώ ο στόλος του αποτελούμενος από 500 πλοία αγκυροβολεί στις ακτές της δυτικής Πελοποννήσου έως και την Κέρκυρα.

Ο Οκταβιανός αποφασίζει να μη συγκρουστεί με τον Αντώνιο στην Ιταλία αλλά στην Ελλάδα. Έτσι την άνοιξη του 31 π.Χ. ο στόλος του με αρχηγό τον Αγρίππα και 250 πλοία αποπλέει από το Βρινδήσιο (σημερινό Πρίντιζι), φτάνει στην Τορύνη (σημερινή Πάργα) και εκεί αγκυροβολεί. Ο στρατός του, που αποτελούνταν από 80.000 περίπου πεζούς και 12.000 ιππείς, από το Πρίντιζι αποβιβάζεται στη Βόρειο Ήπειρο κοντά στα «Κεραύνεια όρη» και από εκεί κατευθύνεται προς την Τορύνη.

Δεν γνωρίζουμε βέβαια τους λόγους που οδήγησαν τον Οκταβιανό στην απόφαση να συγκρουστεί με τον Αντώνιο στην Ελλάδα και συγκεκριμένα στο ʼκτιο, αλλά ίσως ένας απ’ αυτούς να ήταν το γεγονός ότι τα ηπειρωτικά παράλια ήταν το σύνορο που χώριζε τα δύο τμήματα του ρωμαϊκού κράτους (του ανατολικού και του δυτικού). Από την άλλη πλευρά ο Αμβρακικός κόλπος πρόσφερε ασφαλή προσόρμιση στα πλοία αλλά και άφθονη τροφή για το στρατό. Πέρα απ’ αυτά όμως η ύπαρξη του ιερού του Ακτίου Απόλλωνα στην είσοδο του Αμβρακικού κόλπου πάνω στη χαμηλή χερσόνησο του Ακτίου και η ιερότητα του συγκεκριμένου χώρου ίσως να ήταν ένας ακόμα λόγος.

Ο Αντώνιος και η Κλεοπάτρα αιφνιδιασμένοι από τις κινήσεις του αντιπάλου τους, αφού οι ίδιοι σκόπευαν να επιτεθούν στην Ιταλία, φεύγουν από την Πάτρα και συγκεντρώνουν το στρατό και τα πλοία τους στο ʼκτιο όπου και οχυρώνουν στρατόπεδο, το οποίο συνδέουν με μακρά τείχη με το λιμάνι του Ακτίου.

Ο Πλούταρχος αναφέρει ότι πριν τη ναυμαχία παρουσιάστηκαν κάποιοι δυσάρεστοι οιωνοί για τον Αντώνιο και την Κλεοπάτρα, ένας από τους οποίους συνδέεται με το πλοίο «Αντωνία» της τελευταίας: «ἡ δέ Κλεοπάτρας ναυαρχίς ἐκαλείτο μέν Ἀντωνιάς, σημεῖον δέ περί αὐτήν δεινόν ἐφάνη. χελιδόνες γάρ ὑπό τήν πρύμναν ἐνεόττευσαν, ἕτεραι δ’ ἐπελθούσαι καί ταύτας ἐξήλασαν καί τά νεόττια διέφθειραν» δηλαδή στη ναυαρχίδα της Κλεοπάτρας που ονομαζόταν Αντωνία εμφανίστηκε φοβερός οιωνός. κάποια χελιδόνια έκαναν τη φωλιά τους στην πρύμνη της, τους επιτέθηκαν όμως άλλα, τα έδιωξαν και σκότωσαν τους νεοσσούς τους.

Ο Οκταβιανός έρχεται και στρατοπεδεύει στο λόφο του Μιχαλιτσίου (σημ. 8) απ’ όπου θα μπορούσε να ελέγχει τις κινήσεις του αντίπαλου στόλου στον Αμβρακικό κόλπο αλλά και στο Ιόνιο πέλαγος. Μάλιστα ένωσε το στρατόπεδό του με μακρά ξύλινα τείχη με τον όρμο Κόμαρο (Βόρεια του σημερινού χωριού Μύτικας Πρεβέζης), όπου ήταν το αγκυροβόλιο του στόλου του.

Οι δύο αντίπαλες παρατάξεις ετοιμάζονται για αναμέτρηση στη θάλασσα. Αυτό είναι εύλογο για τον Οκταβιανό, αφού υπερείχε στις ναυτικές αναμετρήσεις από την εμπειρία που είχε αποκτήσει στο Σικελικό πόλεμο αλλά παράδοξο για τον Αντώνιο ο οποίος αντίθετα ήταν έμπειρος στις μάχες στην ξηρά. Όπως μας αναφέρει ο Πλούταρχος, ο Αντώνιος αποφάσισε να κριθεί ο πόλεμος στη θάλασσα ικανοποιώντας έτσι την επιθυμία της Κλεοπάτρας, της γυναίκας της οποίας είχε γίνει κτήμα, μολονότι ο ίδιος δεν είχε αρκετή εμπειρία και παρότι ο Δικόμις ο βασιλιάς των Γετών (σημ. 9) του υποσχόταν να τον βοηθήσει με πολύ στρατό.

Μέχρι να έρθει η ώρα της τελικής σύγκρουσης ο καιρός πέρασε με μικροσυγκρούσεις στην ξηρά αλλά και στη θάλασσα. Στο διάστημα που μεσολάβησε μέχρι την τελική σύγκρουση έγιναν και κάποιες αποστασίες βασιλέων προς τον Οκταβιανό: του Αμύντα και του Διηόταρου («ἐγένοντο δέ καί βασιλέων ἀποστάσεις Ἀμύντου καί Διηοτάρου πρός Καίσαρα». Πλούταρχος).

Β. Περί της ναυμαχίας

Ο Πλούταρχος μας παραδίδει ένα γεγονός που συνέβη την παραμονή της ναυμαχίας: «Καίσαρι δέ λέγεται μέν ἒτι σκότους ἀπό τῆς σκηνής κύκλῳ περιιόντι πρός τάς ναῦς ἂνθρωπος ἐλαύνων ὂνον ἀπαντῆσαι, πυθομένῳ δέ τοὔνομα γνωρίσας αὐτόν εἰπεῖν. “ἐμοί μέν Εὒτυχος ὂνομα, τῷ δ’ ὂνῳ Νίκων”. διό και τοῖς ἐμβόλοις τόν τόπον κοσμῶν ὓστερον, ἐστησε χαλκούν ὂνον καί ἂνθρωπον» δηλαδή λένε ότι ο Οκταβιανός νύχτα ακόμη άφησε τη σκηνή του για να επισκεφθεί και να επιθεωρήσει τα πλοία του και κατευθυνόμενος προς αυτά συνάντησε έναν άντρα που οδηγούσε γαϊδούρι και, όταν ζήτησε να μάθει το όνομά του εκείνος απάντησε: «Με λένε Εύτυχο, και το γαϊδούρι μου Νίκονα». Το γεγονός θεωρήθηκε καλός οιωνός και όταν μετά τη νίκη του έχτισε το μνημείο τρόπαιο και στόλισε τον τόπο με τα έμβολα των πλοίων των αντιπάλων του, έφτιαξε και χάλκινο άγαλμα ανθρώπου και γαϊδάρου και το τοποθέτησε στο χώρο του μνημείου.

Την 2α Σεπτεμβρίου του 31 π.Χ. και αφού οι άνεμοι που ήταν ισχυροί τις προηγούμενες τέσσερις μέρες είχαν κοπάσει, οι δύο αντίπαλοι στόλοι ετοιμάζονταν για τη ναυμαχία. Μέσα στον Αμβρακικό κόλπο βρίσκονταν τα 360 πλοία του Αντωνίου, ενώ κοντά στην είσοδο του Αμβρακικού ήταν παρατεταγμένα τα 250 πλοία του Οκταβιανού. Ο Αντώνιος, αν και έφτασε με 500 πλοία, στη ναυμαχία χρησιμοποίησε 300 δικά του και 60 αιγυπτιακά στα οποία επικεφαλής ήταν η Κλεοπάτρα με το πλοίο της «Αντωνία». Ο Πλούταρχος μάλιστα αναφέρει ότι, όταν αποφασίστηκε να διεξαχθεί η ναυμαχία, ο Αντώνιος έκαψε όλα τα αιγυπτιακά πλοία εκτός από 60 και εξόπλισε τα πιο καλά και τα πιο μεγάλα, ξεκινώντας απ’ όσα είχαν τρεις σειρές κουπιά, μέχρι όσα είχαν δέκα σειρές κουπιά και τα επάνδρωσε επιβιβάζοντας είκοσι χιλιάδες οπλίτες και δύο χιλιάδες τοξότες: «Ὡς δέ ναυμαχεῖν ἐδέδοκτο, τάς μέν ἄλλας ἐνέπρησε ναῦς πλήν ἐξήκοντα τῶν Αἰγυπτίων, τάς δ’ ἀρίστας καί μεγίστας ἀπό τριήρους μέχρι δεκήρους ἐπλήρου, δισμυρίους ἐμβιβάζων ὁπλίτας καί δισχιλίους τοξότας».

Μετά από διαταγή του Αντωνίου τα πλοία του αρχίζουν να εξέρχονται από τον Αμβρακικό κόλπο και παρατάσσονται απέναντι απ’ αυτά του Οκταβιανού. Πίσω απ’ τον Αντώνιο παρατάχτηκε η Κλεοπάτρα, ενώ απέναντί του βρισκόταν ο Αγρίππας, ο αρχηγός του στόλου του Οκταβιανού. Το μεσημέρι της 2ας Σεπτεμβρίου, όταν άρχισε πια να φυσάει ευνοϊκός άνεμος, ξεκίνησε και η ναυμαχία. Η επίθεση ξεκίνησε από την πλευρά του Αντωνίου. Βλέποντας ο Οκταβιανός την επιθετική κίνηση, διατάζει τα πλοία του να υποχωρήσουν με σκοπό να παρασύρει τον αντίπαλό του στα ανοιχτά, γιατί εκεί τα μικρά και ευέλικτα πλοία του θα κινούνταν πιο γρήγορα και θα υπερτερούσαν αυτών του Αντωνίου. Επειδή όμως ο Αντώνιος αντιλήφθηκε το σκοπό του Οκταβιανού και σταμάτησε τα πλοία του, ο δεύτερος αναγκάστηκε να επιτεθεί.

Σύμφωνα με τον Πλούταρχο: «ἦν οὖν πεζομαχίᾳ προσφερής ὁ ἀγών, τὸ δ’ ἀληθέστερον εἰπεῖν, τειχομαχίᾳ». Δηλαδή η ναυμαχία έμοιαζε περισσότερο με πεζομαχία ή με τειχομαχία και αυτό γιατί τα πλοία δεν εμβόλισαν το ένα το άλλο, όταν ξεκίνησε η ναυμαχία, αλλά, αφού τρία ή τέσσερα πλοία του Οκταβιανού συμπλέκονταν με ένα του Αντωνίου τα πληρώματα μάχονταν με ασπίδες και δόρατα και οι στρατιώτες του Αντωνίου χτυπούσαν με καταπέλτες από ξύλινους πύργους που είχαν τοποθετήσει στα πλοία τους.

Ενώ η ναυμαχία συνεχίζονταν και οι δύο πλευρές φαίνονταν να είναι ισόπαλες, ξαφνικά τα 60 πλοία της Κλεοπάτρας, τα οποία δεν είχαν πάρει μέρος στη ναυμαχία, σηκώνουν τα πανιά τους και φεύγουν. Όταν ο Αντώνιος, που συνέχιζε να αγωνίζεται, είδε το πλοίο της Κλεοπάτρας να φεύγει, αφού ξέχασε τα πάντα και πρόδωσε όσους μάχονταν γι’ αυτόν αφήνοντάς τους πίσω, ακολούθησε εκείνη που τον είχε ήδη καταστρέψει και θα τον κατέστρεφε τελείως, επιβιβαζόμενος σε πλοίο με πέντε σειρές κουπιά και συνεπιβάτες μόνο τον Αλεξά από τη Συρία και τον Σκέλλιο («οὐ γάρ ἒφθη τήν ἐκείνης ἱδών ναῦν ἀποπλέουσαν, και πάντων ἐκλαθόμενος, καί προδούς καί ἀποδράς τούς ὑπέρ αὐτοῦ μαχόμενους καί θνήσκοντας, εἰς πεντήρη μεταβάς, Ἀλεξᾶ τοῦ Σύρου καί Σκελλίου μόνων αὐτῷ συνεμβανόντων, ἐδίωκε τήν <ἑαυτήν> ἀπολωλεκυῖαν ἤδη καί προσαπολοῦσαν αὐτόν».Πλούταρχος). Το γεγονός αυτό οδήγησε στην ήττα το στόλο του Αντωνίου. Όταν έγινε γνωστό στο στρατόπεδό του ότι ο Αντώνιος εγκατέλειψε τον αγώνα, οι στρατιώτες μη θέλοντας να το πιστέψουν αγωνίζονταν για επτά ημέρες ώσπου να παραδοθούν τελικά στον Οκταβιανό.

Χάρη στη φυγή της Κλεοπάτρας κατάφερε ο Οκταβιανός, μέσα σε λίγες μόνο ώρες, να κερδίσει τη νίκη στη ναυμαχία του Ακτίου αλλά και την κοσμοκρατορία.


Η ΙΔΡΥΣΗ ΚΑΙ Η ΘΕΣΗ ΤΗΣ ΝΙΚΟΠΟΛΗΣ

Ο Οκταβιανός μετά τη νικηφόρο ναυμαχία και την επικράτησή του έναντι του Αντωνίου και της Κλεοπάτρας ανέγειρε πάνω στο λόφο του Μιχαλιτσίου, στο σημείο όπου είχε στρατοπεδεύσει πριν από τη ναυμαχία, μνημείο αφιερωμένο στον Απόλλωνα (σύμφωνα με τον Στράβωνα και τον Δίωνα τον Κάσσιο) ή στον Ποσειδώνα και τον ʼρη (σύμφωνα με τον Σουητώνιο) επειδή θεώρησε ότι τον βοήθησαν στη ναυμαχία. Το μνημείο αυτό είναι το τρόπαιο της νίκης του και πιθανόν πρόκειται για την πρώτη κατασκευή στο χώρο της Νικόπολης, αφού χρονολογείται μεταξύ των ετών 29-27 π.Χ.

Η Νικόπολη ιδρύθηκε, πιθανότατα το 28 π.Χ., ως ανάμνηση της σημαντικής νίκης του Οκταβιανού. Ένας ακόμη λόγος όμως που υπαγόρευε την ίδρυσή της ήταν ο στρατιωτικός έλεγχος της δυτικής Ελλάδας από τους Ρωμαίους.

Η αρχαία Νικόπολη, η οποία αποτέλεσε το σύμβολο της αναμέτρησης δύο κόσμων και της έναρξης μιας νέας ιστορικής εποχής, απλώνεται στον αυχένα της χερσονήσου της Πρέβεζας, στη νοτιότερο άκρο της Ηπείρου. Καταλαμβάνει την πεδινή λωρίδα ανάμεσα στις ακτές του Ιονίου προς τα δυτικά και του Αμβρακικού κόλπου προς τα ανατολικά ενώ προς τα βόρεια βρίσκεται ο λόφος του Μιχαλιτσίου. Πρόκειται για έναν κόμβο επικοινωνίας μεταξύ Ελλάδας και Ιταλίας.

Η Νικόπολη λόγω της σημαντικής της γεωγραφικής θέσης αλλά και πλεονεκτημάτων που αναφέρονται στη συνέχεια γνώρισε σημαντική ανάπτυξη και ακμή τόσο κατά τη ρωμαϊκή όσο και κατά τη βυζαντινή περίοδο .

Η θέση στην οποία ιδρύθηκε η νέα πόλη συγκέντρωνε σημαντικά πλεονεκτήματα ως προς την οικονομία, το εμπόριο και τη στρατηγική σημασία. Τα πλούσια αλιεύματα του Αμβρακικού κόλπου και οι εύφορες πεδινές περιοχές γύρω απ’ αυτόν εξασφάλιζαν την επιβίωση μεγάλων πληθυσμιακών ομάδων. Τα τρία φυσικά λιμάνια της περιοχής ένα στο Ιόνιο, ο «Κόμαρος» (βόρεια του σημερινού χωριού Μύτικας), ένα στον Αμβρακικό κόλπο, το «Μάζωμα» και ένα τρίτο το «Βαθύ», ασφαλέστατο για αγκυροβόλιο, κοντά στην είσοδο του Αμβρακικού και βορειοανατολικά της σημερινής Πρέβεζας, καθώς και οι μεγάλες δυνατότητες της οδικής επικοινωνίας βοήθησαν στην οικονομική πρόοδο της πόλης και τη διακίνηση του πληθυσμού της.

Ο Οκταβιανός ανάγκασε τους κατοίκους 20 περίπου πόλεων της Ηπείρου και της Αιτωλοακαρνανίας (Αμβρακία, Κασσώπη, Ελάτρια, Πανδοσία, Βατίες, Βουχέτιο, Χάραδρος, Ανακτόριο, Λευκάδα, ʼργος Αμφιλοχικό, Στράτος, Καλυδών, Θύρρειο, Πάλαιρος, Αλυζία, κ.α.), από τις οποίες πολλές Ηπειρωτικές πόλεις είχαν περιέλθει σε μαρασμό μετά την ερήμωσή τους από τον Αιμίλιο Παύλο (σημ. 10) το 2ο αι. π.Χ., να εγκατασταθούν στη νέα πόλη στην οποία είχε παραχωρήσει φορολογικές ατέλειες και αυτονομία, γεγονός που βοήθησε σημαντικά στην ταχύτατη εξέλιξη της Νικόπολης.

Η Νικόπολη από την αρχή της ίδρυσής της ήταν ελεύθερη πόλη (civitas libera) και όχι αποικία (colonia). Είχε δικό της νομισματοκοπείο το οποίο παρήγαγε εξαιρετικής ποιότητας χάλκινα νομίσματα από τους χρόνους του Αυγούστου έως τους χρόνους του αυτοκράτορα Γαλλιηνού (253-268 μ.Χ.). Η ύπαρξη και λειτουργία αυτόνομου νομισματοκοπείου δηλώνουν σε μεγάλο βαθμό την ανεξαρτησία και ευημερία της πόλης από τα πρώτα κιόλας χρόνια της ζωής της. Επίσης από τις παραστάσεις των νομισμάτων, που είναι ελληνικής προέλευσης, και τις επιγραφές τους, που είναι χαραγμένες στα ελληνικά, διαπιστώνει κανείς τον ελληνικό χαρακτήρα της πόλης, ο οποίος αποδεικνύεται και από τη χρήση ελληνικών ονομάτων στις αναθηματικές και επιτύμβιες στήλες που αποκαλύφθηκαν στην περιοχή.

Σύμφωνα με τις ιστορικές και εκκλησιαστικές πηγές τη Νικόπολη επισκέφτηκαν σημαντικές προσωπικότητες, όπως ο απόστολος Παύλος και ο Στωϊκός Φιλόσοφος Επίκτητος.

Η χριστιανική διδασκαλία κηρύχθηκε για πρώτη φορά στη Νικόπολη από τον απόστολο Παύλο, ο οποίος πέρασε εκεί το χειμώνα του 65-66 μ.Χ. Σύμφωνα με παλιά παράδοση, που υπάρχει στην περιοχή της Ηπείρου, ο απόστολος Παύλος, ερχόμενος από τη Μακεδονία και κατευθυνόμενος προς τη Νικόπολη, στάθηκε περίπου δεκαπέντε χιλιόμετρα έξω απ’ αυτή και καθισμένος πάνω σ’ ένα λιθάρι μίλησε σε όσους βρίσκονταν εκεί για το Χριστό. Από τότε η περιοχή εκείνη ονομάζεται Λιθάρι. Μάλιστα χτίστηκε εκεί μία εκκλησία στη μνήμη του αποστόλου Παύλου και στις 29 Ιουνίου γίνεται μεγάλο πανηγύρι. Εκτός όμως από την τοπική παράδοση υπάρχει και στην Αγία Γραφή μαρτυρία για τη διέλευση του αποστόλου από τη Νικόπολη. Ο ίδιος ο απόστολος Παύλος στην προς Τίτον Επιστολή του (Τιμ. γ΄, 12) γράφει: «Ὅταν πέμψω Ἀρτεμᾶν πρός σέ, ἤ Τυχικόν, σπούδασον ἐλθεῖν πρός με εἰς Νικόπολιν. ἐκεί γάρ κέκρικα παραχειμάσαι» (όταν θα στείλω σε σένα τον Αρτεμά ή τον Τυχικό, φρόντισε να έρθει σε μένα στη Νικόπολη, γιατί κρίνω ότι εκεί πρέπει να διαχειμάσω).

Σημαντική επίσης προσωπικότητα που επισκέφτηκε τη Νικόπολη ήταν ο Στωϊκός φιλόσοφος Επίκτητος, ο οποίος γεννήθηκε γύρω στα 50 μ.Χ. στην Ιεράπολη της Φρυγίας από γονείς δούλους. Έζησε και ο ίδιος ως δούλος στη Ρώμη την εποχή του Νέρωνα. Εκεί άκουσε το Ρωμαίο Στωϊκό φιλόσοφο Μουσώνιο Ρούφο (30-108 μ.Χ.), κοντά στον οποίο έμεινε ως απελεύθερος, για να συνεχίσει τη διδασκαλία του όταν εκείνος πέθανε. Μετά το θάνατο του δασκάλου του και ύστερα από το γενικό διωγμό των φιλοσόφων, επί Δομιτιανού (σημ. 11), ο Επίκτητος, ο οποίος εξορίστηκε από τη Ρώμη, κατέφυγε (το 89 ή 92 μ.Χ.) στην ανθηρή τότε Νικόπολη της Ηπείρου, όπου οργάνωσε δική του σχολή και δίδαξε τη φιλοσοφία για πολλά χρόνια ζώντας ενάρετη ζωή σύμφωνα πάντα με τις αρχές τις διδασκαλίας του. Παρέμεινε στη Νικόπολη ως το τέλος της ζωής του (περ.125 μ.Χ.), τριάντα περίπου χρόνια.

Ο αδύνατος στην υγεία και χωλός Επίκτητος, που ζούσε στη Ρώμη σε σπίτι χωρίς κλειδαριά, γιατί τίποτε δεν είχε μέσα εκτός από το αχυρένιο στρώμα του με μια ψάθα, συνέχισε να ζει με την ίδια λιτότητα και στη Νικόπολη. Ο ίδιος διηγείται ότι είχε ένα σιδερένιο λυχνάρι τοποθετημένο κοντά στους θεούς του σπιτιού του (εικονοστάσιο). Μια νύχτα άκουσε θόρυβο από άνοιγμα του παραθύρου του έτρεξε και είδε ότι κάποιος είχε κλέψει το λυχνάρι του. Την άλλη μέρα προμηθεύτηκε ένα άλλο, πήλινο, που κανένας δεν θα του το έκλεβε.


Η ΡΩΜΑΪΚΗ ΝΙΚΟΠΟΛΗ ΚΑΙ ΤΑ ΜΝΗΜΕΙΑ ΤΗΣ

Η αρχαία Νικόπολη αναπτύχθηκε σε έκταση 1.500 περίπου στρεμμάτων και χαράχτηκε σύμφωνα με το αστικό ορθογώνιο ρωμαϊκό σύστημα. Οι δύο βασικοί οδικοί άξονες της πόλης ήταν ο Cardo maximus (με κατεύθυνση από βορρά προς νότο) και ο Decumanus maximus (με κατεύθυνση από ανατολή προς δύση) και σημείο συνάντησής τους ήταν το κέντρο της πόλης, όπου και αναπτυσσόταν η ρωμαϊκή αγορά (forum).

Η οχύρωση της πόλης πρέπει να άρχισε αμέσως μετά την ίδρυσή της και είχε συμβολικό και όχι αμυντικό χαρακτήρα, αφού ήδη βρισκόταν κάτω από την προστασία της Pax Romana (Ρωμαϊκή Ειρήνη). Τα πρώτα αυτά τείχη, που δεν πρέπει να είχαν μεγάλο ύψος, περιέβαλαν την πόλη σε μήκος περίπου 6 χλμ.

Ο Οκταβιανός κόσμησε την πόλη του με μεγαλοπρεπή δημόσια οικοδομήματα αλλά και έργα τέχνης που μετέφερε από τις ερημωθείσες γειτονικές πόλεις, που αναδεικνύουν την ευημερία και τον πλούτο που τη διέκριναν στα πρώτα χρόνια της ζωής της. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι στα βόρεια της πόλης και εκτός των τειχών βρίσκονταν ένα μεγάλο τμήμα του δημόσιου και ιερού χώρου της, το «ἐν ἄλσει προάστειο». Στο χώρο αυτό υπήρχαν το θέατρο, το στάδιο, το γυμνάσιο και οι θέρμες (λουτρά), χώροι ψυχαγωγίας των κατοίκων, καθώς και το Μνημείο της Νίκης του Οκταβιανού Αυγούστου.

Το μνημείο της νίκης του Αυγούστου είναι από τα πρώτα κτίρια που αναγέρθηκαν στην περιοχή από τον Οκταβιανό και αφιερώθηκε στον Απόλλωνα, ή στον Ποσειδώνα και τον ʼρη. Δεσπόζει στο λόφο του Μιχαλιτσίου, στη θέση όπου λέγεται ότι είχε εγκαταστήσει το στρατηγείο του ο Οκταβιανός, πριν τη ναυμαχία του Ακτίου, και απ’ όπου εξασφάλιζε την πλήρη εποπτεία του Αμβρακικού κόλπου και του Ιονίου πελάγους. Διακοσμήθηκε με τα έμβολα των πλοίων του Αντωνίου και της Κλεοπάτρας και σήμερα είναι ορατές οι λαξεύσεις που είχαν δημιουργηθεί για την τοποθέτηση των χάλκινων εμβόλων (σημ. 12), που ήταν τα τρόπαια της σημαντικής εκείνης νίκης. Σώζονται επίσης τμήματα επιγραφής, γραμμένης στα Λατινικά, στην οποία φαίνεται ότι ο Καίσαρας, γιος του θεϊκού Ιουλίου, αφιέρωσε το χώρο στον Ποσειδώνα και τον ʼρη. Στο χώρο αυτό είχαν τοποθετηθεί και τα αγάλματα του Εύτυχου και του Νίκονα, του χωρικού με το γάιδαρό του που είχε συναντήσει ο Οκταβιανός την παραμονή της ναυμαχίας.

Το Θέατρο ήταν ένα υπαίθριο, ανοιχτό κτίριο, χτισμένο στην πλαγιά του λόφου του Μιχαλιτσίου κοντά στο Μνημείο και η ανέγερσή του τοποθετείται στους χρόνους του Οκταβιανού Αυγούστου. Σε αντίθεση με τα παλιότερα θέατρα, στα οποία οι θεατές κάθονταν σε ένα αμφιθεατρικό κοίλωμα, απευθείας θεμελιωμένο πάνω στο φυσικό έδαφος, στο θέατρο της Νικόπολης το κοίλον, στηριζόταν σε ένα σύστημα από κτιστά τόξα τα οποία σχημάτιζαν στοές.

Η είσοδος των θεατών στο θέατρο γίνονταν από τρεις υπόγειους διαδρόμους, οι οποίοι κατέληγαν σε κλίμακες που οδηγούσαν στις κερκίδες. Οι δύο πρώτες σειρές των εδωλίων προορίζονταν για τα σημαίνοντα πρόσωπα της πόλης.

Στο κέντρο του θεάτρου υπήρχε ένας ημικυκλικός χώρος, η ορχήστρα, και πίσω απ’ αυτή βρισκόταν η σκηνή, η οποία κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους υψώθηκε και στολίστηκε με αγάλματα θεών και αυτοκρατόρων.

Το Γυμνάσιο και το Στάδιο (οι ντόπιοι λόγω του σχήματος του σταδίου το αποκαλούν «καράβι»), η ανέγερση των οποίων τοποθετείται επίσης στους χρόνους του Οκταβιανού Αυγούστου, είναι οι χώροι όπου διεξάγονταν τα νέα ʼκτια. Ο Οκταβιανός αναδιοργάνωσε τα παλαιά ʼκτια (αγώνες που διεξάγονταν ήδη από το 216 π.Χ. από τους Ακαρνάνες κοντά στο χώρο του ιερού του Ακτίου Απόλλωνα) για να τιμήσει τον ʼκτιο Απόλλωνα, προστάτη και βοηθό του στη ναυμαχία του Ακτίου. Τα νέα ʼκτια (σημ. 13), που διεξάγονταν πλέον στη Νικόπολη, ήταν αγώνες πεντετηρικοί (τελούνταν δηλαδή κάθε τέσσερα χρόνια την 2α Σεπτεμβρίου) και ισολύμπιοι (σημ. 14), δηλαδή οι Ακτιονίκες απολάμβαναν τις ίδιες τιμές με τους Ολυμπιονίκες (εξασφάλιζαν δια βίου σίτιση στο Πρυτανείο). Το ακτιακό στεφάνι (σημ. 15) θεωρούνταν ισότιμο με τον κότινον (σημ. 16) της Ολυμπίας και το δάφνινο των Δελφών.

Τα ʼκτια εκτός από αγώνες γυμνικούς περιελάμβαναν αγώνες μουσικούς, ιπποδρομίες, λεμβοδρομίες ή «πλοίων άμιλλα» και ναυμαχίες, οι οποίες θύμιζαν στους ρωμαίους τη ναυμαχία του Ακτίου. Οι γυμνικοί αγώνες των Ακτίων περιελάμβαναν και τα ελαφρά και τα βαρέα αγωνίσματα. Στα ελαφρά αγωνίσματα ανήκαν το στάδιο (σημ. 17), ο δίαυλος (σημ. 18), ο δόλιχος (σημ. 19) και ο οπλίτης δρόμος (σημ. 20). Στα βαρέα αγωνίσματα ανήκαν ο δίσκος, η πάλη, η πυγμαχία, και το παγκράτιον (σημ. 21). Τέλος μαρτυρείται στα ʼκτια το πένταθλον, το οποίο είχε και ελαφρά (άλμα, ακόντιο, δρόμος) και βαρέα αγωνίσματα (δίσκος, πάλη).

Στους αγώνες αυτούς λάμβαναν μέρος παίδες (από 13 έως 16 ετών), αγένειοι (από 17 έως 20 ετών) και άνδρες (από 21 ετών και πάνω) σε αντίθεση με τα Ολύμπια στα οποία συμμετείχαν μόνο άντρες και παίδες.

Αυτό που πρέπει να τονίσουμε σχετικά με τα ʼκτια είναι ότι εντάχθηκαν στους μεγάλους αγώνες της ελληνικής αρχαιότητας, με έναν τρόπο μοναδικό. Κατά την αρχαιότητα παγιώθηκαν αγώνες με πανελλήνιο χαρακτήρα, τα Ολύμπια, τα Πύθια, τα Ίσθμια, και τα Νέμεα. Ο κύκλος των μεγάλων αυτών αγώνων ονομάστηκε «περίοδος» και αυτός που νικούσε σε όλους αυτούς ανακηρύσσοταν «περιοδονίκης». Κατά την αυτοκρατορική περίοδο ο κύκλος διευρύνεται κατά τρόπο που δεν είναι απολύτως σαφής. Το βέβαιο είναι ότι η εορτή των Ακτίων προστίθεται στους αγώνες που αποτελούσαν την περίοδο. Η ρύθμιση αυτή θεωρείται αρκετά σημαντική, αφού για πρώτη φορά μια νέα αγωνιστική εκδήλωση προστίθεται στην «ιερή» περίοδο των Ελλήνων, κάτι το οποίο δεν είχε καταφέρει να πετύχει ούτε ο Μέγας Αλέξανδρος ούτε και κανείς από τους διαδόχους του, οι οποίοι είχαν ιδρύσει εορτές-αγώνες και είχαν φροντίσει για την πανελλήνια προβολή τους.

Τα ʼκτια απέκτησαν μεγάλη φήμη σε ολόκληρο τον ελληνικό κόσμο. Τελούνταν και στη Ρώμη αλλά και σε πολλές άλλες πόλεις του ρωμαϊκού κράτους, οι οποίες ήθελαν να κολακεύσουν τον Αύγουστο για τη νίκη του στο ʼκτιο. Μετά το θάνατο του Αυγούστου τα ʼκτια άρχισαν να παρακμάζουν ώσπου σταμάτησαν να τελούνται. Σύμφωνα με τις επιγραφές διεξάγονταν μέχρι το τέλος του 3ου μ.Χ. με μια μικρή ίσως διακοπή κατά τους χρόνους του αυτοκράτορα Καλιγούλα (37-41μ.Χ.). Αναβίωσαν την εποχή του Ιουλιανού (360-363) αλλά δεν γνωρίζουμε για πόσο ακόμα διάστημα διατηρήθηκαν.

Εκτός των τειχών της πόλης αναπτύσσονταν και τα νεκροταφεία τα οποία απλώνονταν κατά μήκος των δύο βασικών οδικών αρτηριών. Αποτελούνταν από κτιστούς μεμονωμένους τάφους, αλλά και από υπέργεια ταφικά οικοδομήματα, τα μαυσωλεία, που προφανώς ανήκαν σε πλούσιες ελληνικές και ρωμαϊκές οικογένειες στα οποία συχνά τοποθετούσαν μαρμάρινες σαρκοφάγους και λίθινες ή γυάλινες κάλπες με την τέφρα του νεκρού.

Από τα πιο σημαντικά δημόσια έργα της εποχής του Οκταβιανού είναι το Ρωμαϊκό Υδραγωγείο, με το οποίο λύθηκε το πρόβλημα της ύδρευσης της Νικόπολης, καθώς ένα από τα αρνητικά στοιχεία για την ίδρυσή της ήταν η έλλειψη πλούσιων πηγών ύδατος στην άμεση περιοχή. Το Υδραγωγείο μετέφερε με αγωγό το νερό από τις πηγές του ποταμού Λούρου (στη θέση ʼγιος Γεώργιος) διανύοντας μια απόσταση 50 περίπου χιλιομέτρων. Το νερό κατέληγε στις δεξαμενές του Νυμφαίου της Νικόπολης, που αποτελείται από δύο αντικριστά κτίρια σε σχήμα Π, και από εκεί στην υπόλοιπη πόλη. Συγκεκριμένα απαιτήθηκε η κατασκευή τεράστιων πεσσοστοιχιών, που γεφύρωναν τμήματα μεταξύ λόφων ή καθόριζαν την κλίση του αγωγού στις πεδινές εκτάσεις, η λάξευση αύλακος κατά μήκος της πλαγιάς λόφων και η διάνοιξη σήραγγας στο λόφο Κοκκινόπηλο (σημ. 22).

Εντυπωσιακό επίσης μνημείο είναι το Ρωμαϊκό Ωδείο (σώζεται σε αρκετά καλή κατάσταση), που βρίσκεται εντός των τειχών της ρωμαϊκής πόλης. Είναι σημαντικό το γεγονός ότι είναι χτισμένο σε επίπεδο έδαφος και όχι στην πλαγιά κάποιου λόφου, όπως συνηθίζονταν στα αρχαία ελληνικά θέατρα. Κατά τη διάρκεια των Ακτίων γίνονταν σ’ αυτό ομιλίες, αγώνες φιλολογικοί και μουσικοί, θεατρικές παραστάσεις κτλ. Τον υπόλοιπο χρόνο χρησιμοποιούνταν πιθανόν ως βουλευτήριο, όπως άλλωστε δείχνει και η θέση του κοντά στην αγορά. Οι ντόπιοι το αποκαλούν «Σκοτεινή» εξαιτίας των σκοτεινών σηράγγων που υπάρχουν στην πίσω πλευρά του και βοηθούν στη δημιουργία του κοίλου. Χρονολογείται στην εποχή του Αυγούστου και ήταν σε χρήση μέχρι το 2ο μισό του 3ου αι. μ.Χ.

Εκτός από τα δημόσια οικοδομήματα αξιόλογες ήταν και οι ιδιωτικές κατοικίες. Τυπικό γνώρισμα των ρωμαϊκών κατοικιών ήταν η κεντρική υπαίθρια αυλή γύρω από την οποία διατάσσονταν οι υπόλοιποι χώροι. Χαρακτηριστικό δείγμα είναι η οικία του Μάνιου Αντωνίνου, η οποία βρίσκεται σε απόσταση 300 μέτρων βόρεια από το Ωδείο. Στη μέση της κεντρικής υπαίθριας αυλής σώζεται δεξαμενή επενδεδυμένη με μαρμάρινες πλάκες. Σε αρκετά δωμάτια έχουν βρεθεί ψηφιδωτά δάπεδα με γεωμετρικές παραστάσεις και φυτικά θέματα. Εκτός από την οικία του Μάνιου Αντωνίνου άλλα δύο συγκροτήματα των οποίων η χρήση εξυπηρετούσε ιδιωτικούς σκοπούς έχουν αποκαλυφθεί στη Νικόπολη: το επισκοπικό μέγαρο (οι ντόπιοι το αποκαλούν Βασιλόσπιτο) και η έπαυλη στη θέση Φτελιά.

Οι ιδιωτικές οικίες φανερώνουν και αυτές τον πλούτο και την ευημερία της πόλης την περίοδο της ακμής της.



Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΝΙΚΟΠΟΛΗ

Η έναρξη της βυζαντινής περιόδου για την ιστορία της Νικόπολης μπορεί να τοποθετηθεί στις αρχές του 4ου μ.Χ. αι., όταν γίνονται οι διοικητικές μεταρρυθμίσεις του αυτοκράτορα Διοκλητιανού (σημ. 23), που καταλήγουν στη διαίρεση της Ηπείρου και την οργάνωσή της σε δύο επαρχίες, την επαρχία της Παλαιάς Ηπείρου (Epirus Vetus) και την επαρχία της Νέας Ηπείρου (Epirus Nova). Η επαρχία της Παλαιάς Ηπείρου περιλαμβάνει την περιοχή από τις εκβολές του Αχελώου ως τα Κεραύνεια όρη. Ανατολικά τα όρια με την επαρχία Θεσσαλίας βρίσκονται περίπου στην κορυφογραμμή της Πίνδου, ενώ δυτικά περιλαμβάνονται τα νησιά Κέρκυρα, Λευκάδα και Ιθάκη. Ως πρωτεύουσα της επαρχίας της Παλαιάς Ηπείρου καθιερώθηκε η Νικόπολη και ακόμα και σήμερα ο επίσκοπος Νικοπόλεως φέρει τον τίτλο «υπέρτιμος και έξαρχος Παλαιάς Ηπείρου». Τα όρια της Νέας Ηπείρου είναι λιγότερο σαφή: στα νότια συνορεύει με την Παλαιά Ήπειρο, με νοτιότερη πόλη την Αυλώνα, ανατολικά με τη Μακεδονία, από την οποία και αποσπάσθηκε, και βόρεια με την επαρχία Πραιβαλίδος (σημ. 24).

Η διοικητική, οικονομική και πολιτιστική κατάσταση που επικρατούσε στην Ήπειρο τον 4ο αι. μ.Χ. συνθέτουν την εικόνα μιας ευημερούσας και ήσυχης επαρχίας. Όμως αυτή η κατάσταση άλλαξε όταν ήρθαν οι βάρβαροι της λεγόμενης μεγάλης μεταναστεύσεως των λαών. Οι εισβολείς προκάλεσαν μεγάλες καταστροφές στα μέρη από τα οποία πέρασαν: πολλοί άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους, πολλοί αιχμαλωτίστηκαν και πουλήθηκαν ως δούλοι ή εξαγοράστηκαν με υπέρογκα λύτρα, πολλές πόλεις λεηλατήθηκαν, καταστράφηκαν οι γέφυρες και τα αναχώματα των δημοσίων δρόμων και παρέλυσε η βασικά γεωργική οικονομία.

Όλες οι παραπάνω μεταβολές δεν άφησαν ανεπηρέαστη και τη Νικόπολη η οποία από τα τέλη του 4ου αι. μ.Χ. πλήττεται από τις επιδρομές βαρβαρικών φύλων. Το 380 είναι πιθανή μια πρώτη επιδρομή των Βησιγότθων (σημ. 25) στην Ήπειρο. Σε αυτή την πρώτη φάση οι βάρβαροι δεν λεηλατούσαν τις πόλεις, γιατί δεν διέθεταν τις τεχνικές γνώσεις και τον εξοπλισμό, αλλά προτιμούσαν να εισπράττουν «λύτρα ειρήνης» από τις πόλεις και να συλλέγουν τροφές από τα περίχωρά τους χωρίς προσπάθεια να καταλάβουν τις ίδιες τις πόλεις. Το 397 οι Βησιγότθοι με αρχηγό τον Αλάριχο εισβάλλουν και πάλι στην Ήπειρο και πλήττουν και τη Νικόπολη. Στη δεύτερη αυτή επιδρομή πολιόρκησαν, αλλά δεν μπόρεσαν να καταλάβουν τις πόλεις. Πήραν όμως πολλούς ομήρους για να τους εξαγοράσουν στα πλαίσια του διακανονισμού που ακολούθησε. Το 406 οι Βησιγότθοι με τον Αλάριχο ξαναγύρισαν στην Ήπειρο αλλά αυτή τη φορά δεν πρέπει να προέβησαν σε μεγάλες λεηλασίες.

Το 474 τη διακυβέρνηση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας είχε αναλάβει ο Ζήνων ο οποίος έστειλε πρεσβεία στην Καρχηδόνα, όπου βρισκόταν ο αρχηγός των Βανδάλων (σημ. 26) Γιζέριχος, για να διαπραγματευτεί τους όρους της συμφωνίας που θα έθετε τέλος στις επιδρομές τους, που είχαν ξεκινήσει από το 429 μ.Χ. Αρχηγός της πρεσβείας ήταν ο Σεβήρος. Ο Γιζέριχος για να ενισχύσει ακόμα περισσότερο τη διαπραγματευτική του θέση έστειλε τους στρατιώτες του σε μια τελευταία εκστρατεία. Έτσι το 474 μ.Χ. οι Βάνδαλοι ήρθαν στην Ήπειρο, κατέλαβαν τη Νικόπολη και αιχμαλώτισαν τους κατοίκους της. Όταν τελείωσαν οι διαπραγματεύσεις με επιτυχία και ο Γιζέριχος θέλησε να προσφέρει τα καθιερωμένα δώρα στον πρεσβευτή, ο Σεβήρος ζήτησε αντί για δώρα να πάρει μαζί του τους αιχμαλώτους της τελευταίας επιδρομής στη Νικόπολη. Ο Γιζέριχος του έδωσε αυτούς που είχαν κληρωθεί στον ίδιο και στους γιους του κατά τη διανομή των λαφύρων, του είπε όμως ότι θα έπρεπε να εξαγοράσει όσους αιχμαλώτους είχαν κληρωθεί στους στρατιώτες του. Ο Σεβήρος λοιπόν πούλησε σε πλειστηριασμό τα ρούχα του και τα αντικείμενα που είχε μαζί του και με το ποσό που συγκέντρωσε εξαγόρασε όσους από τους αιχμαλώτους μπόρεσε.

Την ʼνοιξη του 551 μ.Χ. ο βασιλιάς των Οστρογότθων (σημ. 27) Τοτίλας έστειλε τον στόλο του στις ακτές της Ηπείρου με την εντολή να λεηλατήσει όποιους έβρισκε μπροστά του. Οι επιδρομείς λεηλάτησαν την Κέρκυρα, στη συνέχεια τα νησιά Σύβοτα ανάμεσα στην Κέρκυρα και την Ηγουμενίτσα και τέλος την Ήπειρο από τον Αγχιασμό ως τη Νικόπολη. Οι καταστροφές που προκάλεσε ο γοτθικός στόλος στην Ήπειρο ήταν τεράστιες καθώς στη ναυτική αυτή επιδρομή εστάλη το μεγαλύτερο μέρος του γοτθικού πολεμικού στόλου. Ο Προκόπιος κατά την περιγραφή των επιθέσεων εναντίον της Ηπείρου αναφέρει ότι οι Γότθοι βγήκαν σε πολλά σημεία στην παραλία, από τον Αγχιασμό, που βρίσκεται απέναντι από την Κέρκυρα (κοντά στους Αγίους Σαράντα) ως τη Νικόπολη, δεν κατέλαβαν όμως τις πόλεις, αλλά λεηλάτησαν τις παραλίες τους.

Κάτω λοιπόν από τον κίνδυνο των βαρβαρικών επιδρομών φαίνεται ότι είναι απαραίτητη η οχύρωση της πόλης με ισχυρά τείχη. Έτσι, περίπου στα τέλη του 5ου αι. μ.Χ., κατασκευάζονται νέα ισχυρά τείχη (σημ. 28) που περιορίζουν όμως την αρχική έκταση της πόλης στο ένα έκτο περίπου. Τα νέα τείχη, που περικλείουν μια έκταση 300 περίπου στρεμμάτων, έχουν μήκος 2 χιλιομέτρων. Έχουν σχήμα ακανόνιστου εξαγώνου και 35 πύργους. Το νότιο και το δυτικό σκέλος είναι ευθύγραμμα και τέμνονται κάθετα μεταξύ τους, ενώ το ανατολικό και το βόρειο έχουν το σχήμα τεθλασμένης. Το δυτικό και νότιο σκέλος των βυζαντινών τειχών είναι πιθανό να έχουν κτισθεί πάνω σε κεντρικές ρωμαϊκές οδικές αρτηρίες ενώ στο ανατολικό και βόρειο σκέλος γίνεται χρήση του προϋπάρχοντος ρωμαϊκού τείχους.

Στο νότιο και δυτικό σκέλος υπάρχουν 27 πύργοι από τους οποίους 12 πολυγωνικοί, ορθογώνιοι και πεταλοειδείς στα νότια και 15 κυκλικοί και ορθογώνιοι στα δυτικά. Στα δύο αυτά σκέλη διατηρούνται ακόμα και δύο από τις κεντρικές πύλες: η «Ωραία Πύλη» στα νότια, που οδηγούσε στη βασιλική Δουμετίου και στα δυτικά η πύλη (σημ. 29) που οδηγούσε στο λιμάνι του Κόμαρου.

Στο ανατολικό και βόρειο σκέλος έχουν εντοπισθεί 6 πύργοι: 4 ορθογώνιοι στα ανατολικά και 2 πολυγωνικοί στα βόρεια.

Τον 6ο αι. μ.Χ. η Νικόπολη διανύει μια περίοδο ακμής και αυτό μαρτυρείται από τα σημαντικά χριστιανικά μνημεία του 5ου και 6ου αιώνα που υπήρχαν σ’ αυτή. Έχουν εντοπιστεί έξι βασιλικές (σημ. 30) από τις οποίες δύο είναι οι σημαντικότερες. Η μία είναι η βασιλική Αλκίσωνος η οποία χρονολογείται στα μέσα του 5ου αι. μ.Χ. και όπως μαρτυρά και το όνομά της κτίστηκε από τον επίσκοπο Αλκίσωνα. Είναι πεντάκλιτη, μεγάλων διαστάσεων και πιθανότατα αποτελούσε το μητροπολιτικό ναό της πόλης. Η δεύτερη είναι η βασιλική Δουμετίου, που ιδρυτής της θεωρείται, σύμφωνα πάντα με κτητορικές επιγραφές, ο επίσκοπος Δουμέτιος. Χρονολογείται στον 6ο αι. μ.Χ. και είναι τρίκλιτη με μικρότερες διαστάσεις απ’ τη βασιλική Αλκίσωνος. Και στις δύο αυτές βασιλικές υπήρχαν έξοχα ψηφιδωτά δάπεδα, με ποικίλα θέματα από το ζωικό και το φυτικό βασίλειο, αρκετά από τα οποία σώζονται και σήμερα.

Μετά το τέλος του 6ου αι. μ.Χ. η Νικόπολη υπέστη τις συνέπειες των σλαβικών επιδρομών που έπληξαν την Ήπειρο αλλά συνέχισε να επιβιώνει. Από το 890 μ.Χ. και έπειτα η πόλη αποσπάσθηκε από τη Ρώμη και εντάχθηκε στο πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως ως επισκοπή, αφού συγχωνεύθηκε με την επαρχία Ναυπάκτου.

Πιθανή είναι η κατάληψή της Νικόπολης και από τους ʼραβες, ενώ τον 10ο αι. μ.Χ. είναι βέβαιη η προσωρινή κατάληψή της από τους Βουλγάρους, η οποία και οδηγεί στην ερήμωσή της. Μια πρώτη επιδρομή των Βουλγάρων μαρτυρείται στα 920 μ.Χ. με αρχηγό τον Συμεών Πέτρου. Γνωρίζουμε ακόμα ότι το 1041 μ.Χ. εκδηλώθηκε στο «Θέμα Νικοπόλεως» επανάσταση με επικεφαλής τον Βούλγαρο Πέτρο Δελεάνο (σημ. 31). Στην επανάσταση αυτή είναι πιθανό να συμμετείχαν και κάτοικοι της πόλης, λόγω της σκληρής φορολογικής πολιτικής της κεντρικής βυζαντινής διοίκησης.

Για την τύχη της Νικόπολης στη συνέχεια δεν έχουμε πολλά στοιχεία. Από τις αρχές του 10ου αι. μ.Χ. η Ναύπακτος είχε διαδεχθεί τη Νικόπολη ως έδρα του Μητροπολίτη, αλλά και του στρατηγού του «Θέματος Νικοπόλεως».

Η Νικόπολη λοιπόν περνώντας μέσα από περιόδους έντονης ανάπτυξης αλλά και περιόδους παρακμής, μέσα από βαρβαρικές επιδρομές και φυσικές καταστροφές (σεισμούς) κατάφερε να διατηρηθεί στην ιστορία για δέκα σχεδόν αιώνες. Ιστορική και οικιστική συνέχειά της αποτελεί η πόλη της Πρέβεζας.



ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΓΙΑ ΣΗΜΑΙΝΟΝΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ ΤΗΣ ΝΑΥΜΑΧΙΑΣ ΤΟΥ ΑΚΤΙΟΥ


ΙΟΥΛΙΟΣ ΚΑΙΣΑΡΑΣ

Ο Ιούλιος Καίσαρας ήταν ο μεγαλοφυέστερος πολιτικός και στρατιωτικός άνδρας της αρχαίας Ρώμης και ένας από τους επιφανέστερους ρήτορες και ιστορικούς συγγραφείς. Γεννήθηκε την 13η Ιουλίου του 100 π.Χ. (ή 102) και πέθανε την 15η Μαρτίου του 44 π.Χ. Από την πλευρά του πατέρα του και του παππού του ο Καίσαρας ανήκε στη γενιά της Ιουλίας, η οποία ανήγαγε την καταγωγή της στον γιο του ήρωα Αινείου Ίουλο ή Ασκάνιο, ενώ από την μητέρα του θεωρούνταν απόγονος του βασιλιά της Ρώμης ʼγκου Μαρκίου.

Σύμφωνα με τις μαρτυρίες ο Ιούλιος Καίσαρας ήταν ψηλός, ανοιχτόχρωμος με χλωμό πρόσωπο, είχε μαύρα και διαπεραστικά μάτια και γενικά ήταν πάρα πολύ ωραίος άντρας κυρίως κατά τα χρόνια της νεότητάς του.


ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ Ζ΄ ΦΙΛΟΠΑΤΩΡ

Η Κλεοπάτρα ήταν η περίφημη τελευταία βασίλισσα της Αιγύπτου. Γεννήθηκε το 69 π.Χ. και αυτοκτόνησε το 30 π.Χ. Πατέρας της ήταν ο Πτολεμαίος ο ΙΑ΄ Νέος Διόνυσος (ο Αυλητής), δεν είναι γνωστό όμως αν η μητέρα της ήταν νόμιμη σύζυγος του Πτολεμαίου ή μία από τις παλλακίδες του. Μετά το θάνατο του Πτολεμαίου ΙΑ΄ (51 π.Χ), η Κλεοπάτρα, η οποία ήταν τότε 17 ετών, έγινε σύμφωνα με την πατρική διαθήκη βασίλισσα της Αιγύπτου και παντρεύτηκε τον μόλις δέκα ετών αδελφό της Πτολεμαίο ΙΒ΄.

Η ακαταμάχητη γοητεία, την οποία η Κλεοπάτρα ασκούσε και παρέμεινε θρυλική και μεταξύ των συγχρόνων της, δεν οφειλόταν απλά στο σωματικό της κάλλος. Τα μνημεία τέχνης, τα ανάγλυφα και τα νομίσματα, τα οποία διατήρησαν τη μορφή της σύμφωνα με το Δίωνα «περικαλεστάτης γυναικῶν» (XLII, 34,4) δεν αναδεικνύουν εξαιρετική ομορφιά, αλλά ωραία μορφή που εκφράζει περισσότερο σύνεση και δραστηριότητα. Ο Πλούταρχος μας δίνει έναν πολύ ωραίο χαρακτηρισμό όταν γράφει: «Αὐτό μέν καθ’ αὑτό το κάλλος αὐτῆς οὐ πάνυ δυσπαράβλητον, οὐδέ οἷον ἐκπλῆξαι τούς ἰδόντας, ἁφήν δ’ εἶχεν ἡ συνδιαίτησις ἂφυκτον, ἥ τε μορφή μετά τῆς ἐν τῷ διαλέγεσθαι πιθανότητος καί τοῦ περιθέοντος ἃμα πως περί τήν ὁμιλίαν ἢθους ἀνέφερέ τι κέντρον» (Αντώνιος. 27) δηλαδή η ομορφιά της δεν ήταν τέτοια που να προκαλεί έκπληξη σ’ όσους την έβλεπαν, αλλά ήταν η συναναστροφή μαζί της που είχε τέτοια χάρη και η παρουσία της σε συνδυασμό με την πειθώ του λόγου της και η προσωπικότητά της, που ξεχείλιζε κατά κάποιο τρόπο μαζί με τα λόγια της, είχε κάτι ερεθιστικό. Και συνεχίζοντας την περιγραφή της Κλεοπάτρας ο Πλούταρχος αναφέρει ότι η μεγάλη γοητεία της Ελληνίδας βασίλισσας οφειλόταν κυρίως στο λεπτό πνεύμα, τη χάρη και τον θελκτικό τόνο της φωνής της: «όταν μιλούσε, ήταν απόλαυση ν’ ακούς τη φωνή της. και η γλώσσα της σαν πολύχορδο όργανο, μπορούσε να περάσει αμέσως σε όποια διάλεκτο ήθελε, έτσι που στις συναντήσεις της με τους βαρβάρους πολύ σπάνια χρησιμοποιούσε διερμηνέα, αλλά απαντούσε στους περισσότερους μόνη της, όπως στους Αιθίοπες, στους Συρίους, στους Μήδους ή στους Πάρθους. Λένε, όμως, πως ήξερε και πολλές άλλες γλώσσες, παρ’ όλο που οι βασιλείς πριν απ’ αυτήν δεν είχαν κάνει προσπάθεια να μάθουν ούτε την Αιγυπτιακή διάλεκτο και μερικοί είχαν ξεχάσει και τη Μακεδονική» (Αντώνιος. 27).

Η Κλεοπάτρα λοιπόν χρησιμοποίησε τα σωματικά και πνευματικά της θέλγητρα σε ορισμένες μόνο περιστάσεις και για ορισμένους σκοπούς. Και οι σκοποί αυτοί ήταν γενικότερα πολιτικοί που βοηθούσαν στην πραγματοποίηση των μεγάλων πολιτικών της σχεδίων. Εκείνο όμως που καθιστά εξαιρετική την ιστορική μορφή της Κλεοπάτρας είναι το γεγονός ότι μέσα στην κοινή κατάπτωση και στις ταπεινές υλιστικές απολαύσεις της αυλής της κατόρθωσε, στηριζόμενη στην ευφυΐα και την παιδεία της, να κατευθύνει το πνεύμα και τα σχέδιά της σε υψηλότερους και διαρκέστερους σκοπούς.


ΜΑΡΚΟΣ ΑΝΤΩΝΙΟΣ

Ο Αντώνιος γεννήθηκε το 83 π.Χ. (ή 86 π.Χ.) και πέθανε το 30 π.Χ. Ήταν εγγονός του επιφανούς ρήτορα Μάρκου Αντωνίου και γιος του επίσης ονομαζόμενου Μάρκου Αντωνίου, ο οποίος αφού νικήθηκε σε εκστρατεία κατά των πειρατών της Κρήτης, είχε λάβει ειρωνικά το επώνυμο Κρητικός. Ο γιος Αντώνιος λοιπόν, μετά το θάνατο του πατέρα ανατράφηκε από τη μητέρα του Ιουλία. Τα νεανικά του χρόνια τα πέρασε «εἰς πότους καί γύναια καί δαπάνας πολυτελεῖς καί ἀκολάστους», όπως λέει ο βιογράφος του Πλούταρχος. Γρήγορα όμως συνήλθε και επειδή φοβήθηκε τις συνέπειες της σκανδαλώδους ζωής του έφυγε από την Ιταλία στην Ελλάδα, όπου περνούσε τον καιρό του με γυμναστική και μελετώντας την τέχνη του λόγου. Η διαμονή του στην Ελλάδα επέδρασε αποφασιστικά στη μετέπειτα ζωή του, αφού και γενναίος πολεμιστής αναδείχθηκε και καλός χειριστής του λόγου. Απέκτησε μεγάλη φήμη στους πολέμους εναντίον της Αιγύπτου κατά τους οποίους διέπραξε αρκετά πολεμικά κατορθώματα αλλά έδειξε και ηγεμονική φιλανθρωπία, αφού διέσωσε πολλούς Αιγυπτίους. Έτσι άφησε μεγάλη φήμη ανάμεσα στους Αλεξανδρινούς και θεωρούνταν από τους Ρωμαίους, οι οποίοι εκστράτευαν, ότι ήταν πολύ λαμπρός άντρας.

Σύμφωνα με τις περιγραφές του Πλουτάρχου (Αντων. 4) «ο Αντώνιος είχε ευγενική φυσιογνωμία, πιγούνι με γένια και πλατύ μέτωπο και αετίσια μύτη που έδειχνε ομοιότητα στα αρρενωπά χαρακτηριστικά του μ’ αυτά των πινάκων και των αγαλμάτων του Ηρακλή. Υπήρχε και μια αρχαία παράδοση πως οι Αντώνιοι ήταν Ηρακλείδες, απόγονοι του ʼντωνος, γιου του Ηρακλή. Ο Αντώνιος λοιπόν πίστευε ότι επιβεβαίωνε την παράδοση αυτή και με τη μορφή του σώματός του και με την ενδυμασία του. Δηλαδή, όταν επρόκειτο να τον δουν πολλοί, φορούσε έναν χιτώνα μέχρι το μηρό του και κρεμούσε στο πλευρό του ένα μεγάλο σπαθί και φορούσε από πάνω βαρύ μανδύα.»

Ο Αντώνιος είχε φιλελεύθερη διάθεση και πρόσφερε χάρες στους φίλους και στους στρατιώτες απλόχερα και χωρίς φειδώ και αυτό ήταν μια θαυμάσια αρχή για τη δύναμή του. Ο Πλούταρχος μας λέει χαρακτηριστικά ότι καθόταν να φάει σε τραπέζι στρατιωτών κάτι που δημιουργούσε μεγάλη εύνοια προς το πρόσωπό του.


ΟΚΤΑΒΙΑΝΟΣ ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ (Gaius Julius Caesar Octavianus)

Ο Οκταβιανός γεννήθηκε στη Ρώμη το 63 π.Χ. και πέθανε στη Νώλα της Καμπανίας το 14 μ.Χ. στο 76ο έτος της ηλικίας του. Κατά τα χρόνια της γεννήσεως του Χριστού είναι ο επίσημος ιδρυτής της μεγάλης Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, ο οποίος είχε κύριο όνομα το Οκταβιανός (ή Οκτάβιος) αλλά έμεινε γνωστός στην ιστορία με το όνομα Αύγουστος, Σεβαστός, όνομα το οποίο του αποδόθηκε ως εξαιρετικός τίτλος και έμεινε στη συνέχεια ως το κύριο όνομά του. Η μεγάλη και κοσμοϊστορική σπουδαιότητα του Αυγούστου έγκειται στο γεγονός ότι σε δύσκολα χρόνια στα οποία τα όπλα είχαν μεγαλύτερη δύναμη από τους νόμους και οι στρατοί ανέβαζαν στην υπέρτατη αρχή τους αγαπητούς σ’ αυτούς στρατηγούς, ο Οκταβιανός κατόρθωσε με ξεχωριστή ιδιοφυΐα να κερδίσει τους ανθρώπους, να γίνει αυτός απόλυτος μονάρχης και να επαναφέρει την κυριαρχία των νόμων.

Ο Σουητώνιος στο βίο του Αυγούστου (κεφ. 79) μας πληροφορεί για τα εξωτερικά χαρακτηριστικά αυτού. Μαθαίνουμε λοιπόν ότι ήταν πολύ όμορφος άνδρας, και σε όλα τα στάδια της ηλικίας του είχε πολύ ελκυστική εμφάνιση, αν και παραμελούσε εντελώς κάθε προσωπικό του καλλωπισμό. Η όψη του, είτε μιλούσε είτε παρέμενε σιωπηλός, ήταν πάρα πολύ ήρεμη και γαλήνια. Είχε ζωηρά και φωτεινά μάτια, μέσα στα οποία ήθελε να διακρίνουν οι άνθρωποι ότι φώλιαζε θεϊκή δύναμη, και χαιρόταν πολύ όταν, καθώς κάρφωνε κάποιον με τα μάτια του, εκείνος χαμήλωνε το βλέμμα σαν να τον τύφλωνε η λάμψη του ήλιου. Τα δόντια του ήταν αραιά και μικρά. Τα μαλλιά του ήταν κάπως σγουρά και υπόξανθα. τα φρύδια του σμιχτά. η μύτη του προεξείχε λίγο στην κορυφή και συνεχιζόταν κυρτή προς τα κάτω. Το χρώμα του ήταν ανάμεσα στο σκούρο και το λευκό. Ήταν κοντός στο ανάστημα αλλά το μειονέκτημα αυτό καλυπτόταν από τη συμμετρία των μελών του σώματός του, ώστε να γίνεται αντιληπτό μόνο από τη σύγκριση με κάποιο άτομο ψηλότερο που στεκόταν δίπλα του. Ήταν μάλλον αδύναμος στον αριστερό του γοφό, το μηρό και το πόδι του και κάποτε μάλιστα κούτσαινε ελαφρά. Τα εξωτερικά αυτά χαρακτηριστικά του Αυγούστου τα επιβεβαιώνουν και οι περισσότερες παραστάσεις νομισμάτων αλλά και οι προτομές του, που έχουν σωθεί από την αρχαιότητα. Η πιο χαρακτηριστική απεικόνισή του είναι ένα άγαλμα από μάρμαρο, το οποίο ανακαλύφθηκε κοντά στη Ρώμη και παριστάνεται σε ηλικία περίπου 45 ετών, όρθιος, φορώντας την πανοπλία του σε στάση στρατηγού που μιλάει στο στρατό του.


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

(Σημ. 1) Η πολιτική σταδιοδρομία του Καίσαρα άρχισε το 65 π.Χ., όταν εκλέχτηκε αγορανόμος. Το 63 π.Χ. εκλέχτηκε ύπατος αρχιερέας και το 62 π.Χ. πραίτωρ (στρατηγός). Το 59 π.Χ. εκλέχτηκε ύπατος.

(Σημ. 2) Η Κλεοπάτρα ανήκε στην ελληνική δυναστεία των Πτολεμαίων. Μετά το θάνατο της Κλεοπάτρας η Αίγυπτος, η οποία στα χρόνια της δυναστείας αυτής είχε μεταβληθεί σε κέντρο του περίφημου Ελληνιστικού πολιτισμού, έγινε ρωμαϊκή επαρχία.

(Σημ. 3) Ο Καισαρίωνας ήταν γιος της Κλεοπάτρας και του Ιουλίου Καίσαρα.

(Σημ. 4) Ο Καίσαρας δολοφονήθηκε από τον Κάσσιο και τον Βρούτο, ο οποίος ήταν η συμβολική ενσάρκωση του ρωμαϊκού δημοκρατικού ιδεώδους. Προς τον δεύτερο απηύθυνε ο Καίσαρας τη γνωστή φράση «Και εσύ Βρούτε ;» όταν διαπίστωσε ότι μαχαιρώνεται από έναν άνθρωπο που είχε εμπιστευθεί και αγαπήσει.

(Σημ. 5) Είναι η δεύτερη τριανδρία μετά την πρώτη ανεπίσημη που είχαν συγκροτήσει ο Πομπήιος, ο Κράσσος και ο Ιούλιος Καίσαρας.

(Σημ. 6) Ο Αντώνιος μαζί με τον Οκταβιανό νίκησαν σε δύο μάχες στους Φιλίππους της Μακεδονίας τον Βρούτο και τον Κάσσιο, που μετά την ήττα τους αυτοκτόνησαν.

(Σημ. 7) Πρώτη γυναίκα του Αντωνίου ήταν η Φουλβία.

(Σημ. 8) Μικρός λόφος 8 χλμ. βόρεια της Πρέβεζας, κοντά στο χώρο όπου τώρα υπάρχουν τα ερείπια του Μνημείου της Νίκης του Οκταβιανού.

(Σημ. 9) Οι Γέτες ήταν ένας από τους λαούς της Σκυθίας εγκατεστημένος μεταξύ του ποταμού Δούναβη και του όρους Αίμου. Οι αρχαίοι Έλληνες περιελάμβαναν και τους Γέτες μεταξύ των θρακικών φύλων.

(Σημ. 10) Ο Αιμίλιος Παύλος ήταν ρωμαίος στρατηγός ονομαστός γιατί κατέστρεψε το ένδοξο βασίλειο της Μακεδονίας. Το 168 π.Χ. νίκησε στην Πύδνα τους Μακεδόνες υπό τον Περσέα και μετά εξέδραμε εναντίον της Ηπείρου και άρχισε τη λεηλασία των πόλεων και την υποδούλωση των κατοίκων της. Ο στρατός του Αιμίλιου Παύλου κατέστρεψε εβδομήντα πόλεις της Ηπείρου και αιχμαλώτισε 150.000 ανθρώπους (Στράβων, 7,7,3).

(Σημ. 11) Τίτος Φλάβιος Δομιτιανός: Ρωμαίος αυτοκράτορας, ο τελευταίος του οίκου των Φλαβίων, που διαδέχτηκε τον μεγαλύτερο αδερφό του Τίτο το 81 μ.Χ. και παρέμεινε στο θρόνο μέχρι το 96 μ.Χ. οπότε και δολοφονήθηκε μετά από συνωμοσία στην οποία συμμετείχε και η σύζυγός του.

(Σημ. 12) Σύμφωνα με τον αριθμό των οπών που υπάρχουν στην πρόσοψη του μνημείου της νίκης του Αυγούστου, τα έμβολα-τρόπαια θα πρέπει να ήταν περίπου τριάντα έξι. Τα έμβολα, που προέρχονταν από διαφορετικούς τύπους πλοίων, ήταν τοποθετημένα κατά σειρά μεγέθους, με το μεγαλύτερο στο δυτικό άκρο της πρόσοψης του μνημείου. Σύμφωνα με τον κ. William Murray στο μνημείο της νίκης του Αυγούστου τοποθετείται «μία δεκάτη», δηλαδή το ένα δέκατο, των εμβόλων των πλοίων του Αντωνίου που έπεσαν στα χέρια του Οκταβιανού, ως λάφυρα.

(Σημ. 13) Τα νέα ʼκτια, σύμφωνα με τις επιγραφές που έχουν μελετηθεί, διεξήχθησαν για πρώτη φορά το 27 π.Χ.

(Σημ. 14) Τα ʼκτια ήταν αγώνες ισολύμπιοι μόνο ως προς τις τιμές, αφού διέφεραν από τα Ολύμπια ως προς τις ηλικίες των αθλητών. Ένα ακόμη σημείο που χρειάζεται προσοχή είναι ότι, εάν, όπως αναφέρεται, ήταν ισολύμπιοι δεν θα μπορούσαν να συμπεριλαμβάνουν αγώνες ναυμαχίας ή λεμβοδρομίες. Ίσως όμως να γίνονταν λεμβοδρομίες ή και αναπαράσταση ναυμαχίας στα πλαίσια των Ακτίων ως ανάμνηση της ναυμαχίας του Ακτίου.

(Σημ. 15) Δεν ξέρουμε το δέντρο ή το φυτό από το οποίο κατασκευάζονταν το ακτιακό στεφάνι, αλλά γνωρίζουμε ότι σε μερικές περιπτώσεις οι Ακτιονίκες στέφονταν με αργυρό στεφάνι. Ο κ. Γεώργιος Παπαδήμας στο βιβλίο του «ʼκτια. Αφετηρία – Αναμόρφωση – Αναβίωση» αναφέρει ότι το έπαθλο των νικητών των αγώνων των Ακτίων ήταν στεφάνι από λεπτά καλάμια, που ευδοκιμούν στην περιοχή. Τέλος από παραστάσεις νομισμάτων φαίνεται το υλικό κατασκευής του Ακτιακού στεφάνου να είναι από καλάμι.

(Σημ. 16) Ο κότινος ήταν στεφάνι από κλαδί αγριελιάς.

(Σημ. 17) Το στάδιο ήταν αγώνας δρόμου.

(Σημ. 18) Ο δίαυλος ήταν αγώνας δρόμου ταχύτητας που αντιστοιχεί περίπου στο σημερινό δρόμο των 400 μέτρων.

(Σημ. 19) Ο δόλιχος ήταν αγώνας δρόμου αντοχής που αντιστοιχεί περίπου στο σημερινό δρόμο των 5 χιλιομέτρων.

(Σημ. 20) Ο οπλίτης δρόμος ήταν αγώνας δρόμου κατά τον οποίο οι αθλητές έφεραν πλήρη οπλισμό και έτρεχαν διάφορες αποστάσεις.

(Σημ. 21) Το παγκράτιον ήταν αγώνισμα των αρχαίων Ελλήνων που συνδύαζε την πυγμαχία και την πάλη.

(Σημ. 22) Λόφος στην κοιλάδα του ποταμού Λούρου, κοντά στον ʼγιο Γεώργιο, με χαρακτηριστικά ερυθρωπά αργιλώδη χώματα. Στη θέση αυτή έχουν βρεθεί πλούσια κατάλοιπα από την κατοίκησή της στη διάρκεια της Παλαιολιθικής εποχής.

(Σημ. 23) Διοκλητιανός Γάϊος Αυρήλιος Βαλέριος: ρωμαίος αυτοκράτορας (284-305), που γεννήθηκε στη Διοκλεία της Δαλματίας από δούλους γονείς γύρω στο 230 και πέθανε το 316.

(Σημ. 24) Η Πραιβαλίς βρισκόταν στα σύνορα της Δαλματίας με τη Δακία.

(Σημ. 25) Οι Βησιγότθοι ήταν λαός γερμανικής καταγωγής, που ανήκε στην οικογένεια των Γότθων και είχε καταλάβει τις νότιες ακτές της Βαλτικής Θάλασσας. Κατά τα τέλη του 2ου μ.Χ. αι. κινήθηκαν νοτιότερα, στην περιοχή των Καρπαθίων και στις περιοχές βόρεια από τη Μαύρη Θάλασσα. Εγκαταστάθηκαν στην περιοχή μεταξύ του ποταμού Δον και του Κάτω Δούναβη, ενώ ο Δνείστερος χώρισε τους Γότθους σε Δυτικούς (Βησιγότθους) και Ανατολικούς (Οστρογότθους).

(Σημ. 26) Βάνδαλοι ονομάζονται τα διάφορα βαρβαρικά φύλα γερμανικής καταγωγής, που έκαναν αισθητή την παρουσία τους στη ζωή του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους και της Δυτικής Μεσογείου κατά τον 5ο και 6ο αι. κυρίως. Τα φύλα αυτά ταυτίζονται με πολλές βαρβαρικές ομάδες του Βορρά, και κυρίως με τους Χάσντινγκς και τους Σίλινγκς.

(Σημ. 27) Οι Οστρογότθοι είναι ο δεύτερος από τους δύο κλάδους του παλαιού ισχυρού γερμανικού λαού των Γότθων, οι οποίοι διαιρέθηκαν κατά τον 3ο αιώνα σε Βησιγότθους και Οστρογότθους και συνετέλεσαν σημαντικά στην κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους. Αρχικά κατοίκησαν στα παράλια της Βαλτικής, κοντά στις εκβολές του ποταμού Βιστούλα και αργότερα εγκαταστάθηκαν στις περιοχές της Αζοφικής Θάλασσας. Εξαιτίας των επιθέσεων που δέχτηκαν από τους Ούννους μετακινήθηκαν προς τον ποταμό Δνείστερο.

(Σημ. 28) Είναι τα τείχη που διακρίνει εύκολα και σήμερα ο επισκέπτης της Νικόπολης, αφού σώζονται σε μεγάλο ύψος.

(Σημ. 29) Η πύλη αυτή εσφαλμένα ονομάζεται «Αραπόπορτα».

(Σημ. 30) Βασιλική: ρυθμός αρχιτεκτονικής σύμφωνα με τον οποίο έχτισαν οι πρώτοι χριστιανοί τους ναούς τους και διατηρήθηκε και στα Βυζαντινά χρόνια.

(Σημ. 31) Ο Πέτρος Δελεάνος ήταν Βούλγαρος που επί Βασιλείου του Βουλγαροκτόνου είχε συλληφθεί και είχε γίνει δούλος κάποιου επιφανούς βυζαντινού. Το 1040 δραπέτευσε παίρνοντας μαζί του αρκετά χρήματα και άλλα χρήσιμα γι’ αυτόν. Τότε παρουσιάστηκε στις ορδές των βαρβάρων, που προσπαθούσαν να συνέλθουν από τα πλήγματα που είχαν δεχθεί από τους αγώνες στην Βαλκανική, σαν απεσταλμένος του Θεού που θα τους οδηγούσε στην εκδίκηση. Έτσι αναγνωρίστηκε από κάποιους ως βασιλιάς των Βουλγάρων και οδήγησε το λαό σε στάση εναντίον του Βυζαντίου.


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

1. Ζάχος Κωνσταντίνος Λ. «Σύντομη επισκόπηση ιστορικών και αρχαιολογικών δεδομένων. Πρόγραμμα προστασίας και ανάδειξης αρχαιολογικού χώρου αρχαίας Νικόπολης», Αθήνα 1996. (Ανέκδοτη μελέτη).

2. Ζάχος Κωνσταντίνος Λ. «Το Μνημείο του Οκταβιανού Αυγούστου στη Νικόπολη», Αθήνα 2001.

3. Καλαμαράς Μελέτιος, Μητροπολίτης Νικοπόλεως. «Ο Απόστολος Παύλος στην Νικόπολη». Νικόπολις Β΄, Πρακτικά του Δευτέρου Διεθνούς Συμποσίου για τη Νικόπολη (11-15 Σεπτεμβρίου 2002), Πρέβεζα 2007.

4. Καππά Χάρις. Εισηγήσεις στο πρόγραμμα συνεχιζόμενης επαγγελματικής κατάρτισης με τίτλο: «Διαχείριση κινητών – ακινήτων μνημείων», Ζίτσα 1999.

5. Καραμεσίνη - Οικονομίδου Μάντω. «Η νομισματοκοπία της Νικοπόλεως». Βιβλιοθήκη της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας, Αθήνα 1975.

6. Κωνσταντάκη Αθηνά, Σκανδάλη Μαρία, Συνεσίου Ελένη. «Νικόπολις – Δύο περίπατοι». Ίδρυμα Ακτία Νικόπολις, Πρέβεζα 2000.

7. Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια Παύλου Δρανδάκη. Τόμοι Η΄, Θ΄ & ΙΣΤ΄.

8. Παπαδήμας Γεώργιος Σ. «ʼκτια. Αφετηρία – Αναμόρφωση – Αναβίωση», Πρέβεζα 1992.

9. Πάπυρος – Λαρούς - Μπριτάννικα, τόμοι 12 & 31, 1998.

10. Παυλογιάννης Ονούφριος, Αλμπανίδης Ευάγγελος. «Τα ʼκτια της Νικόπολης: Νέες προσεγγίσεις». Νικόπολις Β΄, Πρακτικά του Δευτέρου Διεθνούς Συμποσίου για τη Νικόπολη (11-15 Σεπτεμβρίου 2002), τόμος I, Πρέβεζα 2007.

11. Πλούταρχος. «Βίοι Παράλληλοι. Αντώνιος». Εκδόσεις Κάκτος. Αθήνα 1993.

12. Σαρικάκης Θεόδωρος. «ʼκτια τα εν Νικοπόλει». Αρχαιολογική Εφημερίς, Αθήνα 1967.

13. Σουητώνιος. «Τόμος Α΄. Οι βίοι των Καισάρων». Μετάφραση Νίκου Πετρόχειλου. Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 1997.

14. Τσάϊμου Κωνσταντίνα Γ. «Η ναυμαχία του Ακτίου», Αθήνα 1983.

15. Χρυσοστόμου Παύλος, Κεφαλλωνίτου Φραγκίσκα. Νικόπολις, Αθήνα 2001.

16. Χρυσός Ευάγγελος. «Συμβολή στην ιστορία της Ηπείρου». Ηπειρωτικά Χρονικά, τόμος 23, Ιωάννινα 1981.

17. Dio’ s Roman History V. Books XLVI-L. Loeb Classical Library, 1989

18. Dio Cassius Roman History VI. Books LI-LV. Loeb Classical Library, 2000.

19. Homo Leon. «Αύγουστος Καίσαρ (63 π.Χ. – 14 μ.Χ.)». Τόμος Α΄. Αθήνα 1940.

20. Murray William M., Petsas Photios M. «Octavian’ s Campsite Memorial for the Actian War». The American Philosophical Society, Philadelphia 1989.

21. Strabo, Geography. Books VI-VII. Loeb Classical Library, 1995.

22. Suetonius, volume I. Loeb Classical Library,1998.