08/07/2008
Ομιλίες - Διαλέξεις
Σύνδεσμος Αποφοίτων Ζωσιμαίας Σχολής Ιωαννίνων
Πηγή: Σπύρος Εργολάβος, Γεώργιος Παπακώστας, Φρίξος Πούρλης, Κώστας Καραγιαννίδης
© Δήμος Ιωαννίνων |
προεπισκόπηση εκτύπωσης
|
Ο Καλούδης υπήρξε ο γνήσιος τύπος του κοινωνικού ανθρώπου, του «πολιτιστικού όντος», σύμφωνα με την Αριστοτελική άποψη. Έβλεπε την κοινωνία ως το χώρο μέσα στον οποίο ζουν, αναπτύσσονται, δημιουργούν και προσφέρουν τα άτομα που συνδέονται μεταξύ τους με τα ίδια διαφέροντα και ιδανικά. Πίστεψε, με όλη τη δύναμη της ψυχής του, στην κοινωνικότητα του ανθρώπου. Κοινωνικότητα όμως που δεν την έβλεπε ως μια τυπική, εξωτερική συμπεριφορά και δράση, αλλά ως μια ουσιαστική συμμετοχή στις κοινές υποθέσεις που τις θεωρούσε και δικές του υποθέσεις. Ούτε, πάλι, έβλεπε το δεσμό του με τα υπόλοιπα άτομα της κοινωνίας στην οποία ζούσε ως μια ανάγκη παροδική, μια τυχαία σύμπτωση συμφερόντων. Για τον Καλούδη ο δεσμός ο κοινωνικός ήταν δεσμός ουσιαστικός που υπαγορευόταν απ' την κοινή καταγωγή, τα κοινά ήθη και έθιμα, την παράδοση την ιστορική και τον πολιτισμό γενικότερα. Ήταν γι αυτόν ο κοινωνικός δεσμός μια επιταγή ηθική, ξένη προς κάθε σκοπιμότητα, που τον ωθούσε να πάρει θέση απέναντι στους συνανθρώπους του και τα προβλήματά τους και να εκδηλώνεται με τη μορφή του γνήσιου ανθρωπισμού.
Αυτή η πίστη του είχε διπλή την προέλευση και αιτία. Πήγαζε, πρώτα, απ τις δύσκολες ώρες που περνούσε η πατρίδα του, κάτω απ τον αβάσταχτο ζυγό της πικρής σκλαβιάς. Πήγαζε, έπειτα, απ τη βαθιά φιλοσοφική του κατάρτιση που του είχε εμφυσήσει τη βαθιά πεποίθηση πως η παιδεία αποτελεί, σε τελευταία ανάλυση, μια ζωντανή έκφραση της πολιτικής και αντίστροφα όλο το έργο της πολιτικής σκοπεύει τελικά στην παιδεία. Αυτή η πεποίθηση, άλλωστε, αποτελεί και την πεμπτουσία του ύμνου τον οποίο ο Περικλής απευθύνει προς την Αθηναϊκή Δημοκρατία του 50υ π.Χ. αιώνα, ύμνος που ολοκληρώνεται με τη φράση:
«Ανακεφαλαιώνοντας λέγω ότι η πολιτεία μας, με όλες της τις εκφάνσεις, αποτελεί το κοινό παιδευτήριο όλης της Ελλάδας».
Ως κοινό παιδευτήριο, ως «τροφή ανθρώπων, καλή μεν αγαθών, κακή δε κακών» έβλεπε την κοινωνία ο Καλούδης. Μέσα στα πλαίσια της κοινωνίας εργάστηκε και κινήθηκε, πρόσφερε τις δικές του υπηρεσίες -εκπαιδευτικές, πνευματικές, κοινωνικές- και δέχτηκε την προσφορά των συνανθρώπων, μέσα στην κοινωνία δίδαξε και διδάχτηκε, αναγνωρίστηκε και διώχτηκε, συνέβαλε με όλες του τις δυνάμεις να ξεπεράσει ο τόπος του τις δυσκολίες και τις συμφορές, να βαδίσει, κάθε φορά που οι συνθήκες το επέτρεπαν, το δρόμο της προκοπής και της εξέλιξης.
Δεν περιορίστηκε ο Καλούδης στη διδασκαλία του μονάχα' το πεδίο της δραστηριότητάς του δεν ήταν μόνο οι αίθουσες του σχολείου. Γι αυτόν το σχολείο αποτελούσε τη μικρογραφία της κοινωνίας. απ' τη ζωή του σχολείου εύκολα βρισκόταν στο σχολείο της ζωής, που ήταν η ευρύτερη κοινωνία. Ήξερε πως τα γνωρίσματα του σχολείου, η ευκοσμία, η νηφαλιότητα, η πειθώ, η δημιουργικότητα, είναι και της κοινωνίας γνωρίσματα. Αυτά τα γνωρίσματα δεν επιβάλλονται με τη βία, χτίζονται, δημιουργούνται με την πειθώ, με τη σωστή ενημέρωση των πολιτών. Μόνο άτομα ενημερωμένα είναι σε θέση, με τις σκέψεις και με τις πράξεις τους, να προσαρμόσουν τέλεια τις δυνάμεις τους προς ένα σκοπό ενιαίο και προκαθορισμένο, να αποβάλουν τον εγωισμό και την ατομικότητά τους, να διατηρήσουν όμως και να καλλιεργήσουν την προσωπικότητά τους.
Προς αυτή την κατεύθυνση έστρεψε όλο του το ενδιαφέρον ο Καλούδης. Ενδιαφέρον ουσιαστικό, ενδιαφέρον ανθρώπινο. Και αυτό δεν το έκανε τυχαία. Είχε συνειδητοποιήσει πλήρως πως το ηθικό κενό του ανθρώπου δεν είναι τόσο η ανηθικότητα, η κακία του, όσο είναι η αδιαφορία του, για τον άνθρωπο και τα προβλήματά του, η έλλειψη πίστης σε κάποιο σκοπό βασικό της ζωής του, η έλλειψη ελπίδας για ένα καλύτερο αύριο του κόσμου.
Απ αυτή την αδιαφορία είναι απαλλαγμένη η ζωή και η δράση τον Καλούδη. Αυτό το αποδεικνύει το πλούσιο αρχείο του. Δίπλα στις χιλιάδες σελίδες σημειώσεις για τις ανάγκες των μαθητών του, σώζονται και οι εκατοντάδες σελίδες από ομιλίες και διαλέξεις που καλύπτουν βασικούς τομείς της κοινωνικής του δραστηριότητας. Απ' αυτές τις ομιλίες, μερικές μόνο, κατά θεματικές ενότητες, παρουσιάζονται σε τούτο το κεφάλαιο. Είναι πάντως αρκετές για να μας πείσουν πόσο βαθιά ριζωμένη στην ψυχή του ήταν η κοινωνικότητα του Καλούδη. Κοινωνικότητα άρρηκτα συνδεμένη με την πνευματική και
την εθνική του δράση.
Ι. ΠΡΟΣΦΩΝΗΣΗ
ΣΤΟ ΜΗΤΡΟΠΟΛΠΗ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ ΓΕΡΒΑΣΙΟ (1910)
Εισαγωγικά.
Στις 17 Ιουνίου 1910 έφτασε στα Γιάννινα ο νέος Μητροπολίτης Γερβάσιος. Τις λεπτομέρειες της λαμπρής υποδοχής μας τις δίνει η εφημερίδα «ΗΠΕΙΡΟΣ» (27.6.1910). Από τον τόπο της άφιξης μέχρι τη Μητρόπολη τον συνόδευε πλήθος κόσμου φωνάζοντας «άξιος». Μετά τη δοξολογία για την ενθρόνιση και την ανάγνωση του Πατριάρχου Γράμματος του διορισμού του ως Μητροπολίτη Ιωαννίνων, ο Γεώργιος Καλούδης, Γυμνασιάρχης τότε της Ζωσιμαίας Σχολής, με μια σύντομη, αλλά μεστή από περιεχόμενο προσφώνηση προς το νέο Μητροπολίτη, εξέθεσε την κατάσταση που επικρατεί στην πόλη και του τόνισε το χρέος του να σταθεί αντάξιος του υψηλού λειτουργήματός του. Ζητάει από το νέο Μητροπολίτη να συγκεντρώσει γύρω του «στοιχεία χρηστά» και να καταφρονήσει τους «χαμερπείς και ιδιοτελείς» οι οποίοι «ακολασταίνουν στα κοινοτικά και στα ευαγή ιδρύματα». Του επισημαίνει να εργάζεται «ήσυχα και αθόρυβα», να αποφεύγει τις «ψεύτικες επιδείξεις» και να έχει σαν έμβλημα το «είναι» και όχι το «ιδείν». Τον προτρέπει να υπερασπιστεί τα δίκαια της εκκλησίας και του Έθνους, «για να θριαμβεύση το δίκαιον και το αληθινό συμφέρον».
Απαντώντας στην προσφώνηση του Καλούδη ο Μητροπολίτης Γερβάσιος τόνισε την ανάγκη για ομόνοια και συναδέλφωση, με στόχο την προαγωγή του Γένους και της Κοινότητας. Δυστυχώς όμως, οι κομματικές έριδες στην πόλη δεν επρόκειτο να κοπάσουν. Λίγους μήνες μετά, το Σεπτέμβριο του 1910, ο Καλούδης απομακρύνεται από τη Ζωσιμαία Σχολή και αναγκάζεται να προσληφθεί, μέχρι το 1912, ως καθηγητής στην Πάτρα. Ο Γερβάσιος παρέμεινε Μητροπολίτης Ιωαννίνων μέχρι το 1916, οπότε απεβίωσε. Ο Καλούδης ήταν και πάλι (από το 1912) Γυμνασιάρχης της Ζωσιμαίας. Συγκάλεσε σε έκτακτη συνεδρίαση το διδακτικό σύλλογο, μόλις αναγγέλθηκε ο θάνατός του, κήρυξε τριήμερο πένθος και ανέβαλε τις εξετάσεις.
Η προσφώνηση Καλούδη:
«Σεβασμιώτατε, oυδέποτε ίσως ουδεμία επαρχία μετά πλείονος ανυπομονησίας ανέμενε την άφιξιν νέου Αυτής Μητροπολίτου ή νυν η ημετέρα. μετά τοσαύτης λοιπόν μείζονος χαράς και αγαλλιάσεως χαιρετίζομεν σήμερον την εν τω μέσω του ποιμνίου παρουσίαν Σου και δικαίως. Διότι και τα καθόλου πράγματα και η ιδιαιτέρα της επαρχίας κατάστασις απαιτούσι την στιβαράν χείρα δεινού οιακοστρόφου.
Σεβασμιώτατε, δεν ελλείπουσι παρ' ημίν άνδρες τα δέοντα και γνώναι και ειπείν δυνάμενοι ο δε λαός καθόλου είναι ικανώς οξύς και αντιλαμβάνεται και κρίνει ορθώς και τα πρόσωπα και τα πράγματα. Αλλά νυν λείπει ο ανήρ ο έχων την θέλησιν και δύναμιν να συγκεντρώση περί εαυτόν τα χρηστά στοιχεία, αφού ανεύρη ταύτα, ο ανήρ, όστις βαθείαν έχων συναίσθησιν των εαυτού καθηκόντων φράττει τα ώτα ουδ' ευήκοα παρέχει ταύτα εις τα κηλήματα (=θέλγητρα) των σειρήνων, ο ανήρ εκείνος όστις καταφρονών των χαμερπών και ιδιοτελών επιτηδείων ανέχεται την πικράν και φιλαπεχθήμονα φωνήν της αληθείας και ειλικρινείας. Συ, λοιπόν, Σεβασμιώτατε, φάνηθι ο τοιούτος, καυτηρίασον δε αμειλίκτως παν έλκος και κατάφερε βαρύν τον πέλεκυν της δικαιοσύνης επί τους τυχόν εν τοις κοινοτικοίς η ευαγέσι καθιδρύμασιν ακολασταίνοντας. Οι τοιούτοι ευτυχώς παρ' ημίν δεν είναι ούτε πολλοί ούτε ισχυροί. μη λοιπόν πτοηθής κοάσματα (=φωνές όμοιες των βατράχων) βατράχων αβλαβή, αλλά πεπεισμένος ότι το πλείστον του λαού Σου ακολουθεί, προχώρει ευθαρσώς. Και άλλα δε ζητήματα φλέγοντα θα απαιτήσωσι την ήδη λίαν καλώς και ενταύθα γνωστήν γενομένην δραστηριότητά Σου και την ισχύν της θελήσεώς Σου. Ας αναφέρω μόνον την διοίκησιv των μονών και την κατάστασιv του κλήρου. Ώστε το έργου Σου είναι βαρύ, ομολογώ. αλλά δεν είναι και σμικρόν να αναγραψή το σεπτόν Σου όνομα εις την χορείαν των μεγαλων ύμων της Ηπείρου ευεργετών.
Σεβασμιώτατε. και οι καιροί είναι χαλεποί, περί ων ουδεμία ανάγκη προς άμεινον εμού γιγνώσκον τα να μακρηγορήσω. Αλλά και ο Σωτήρ περιεβλήθη στέφανον εξ ακανθών, ο Σταυρός Εκείνου υπήρξεν η σωτηρία της ανθρωπότητος. Βεβαίως νυν δεν απαιτούνται τοιαύται θυσίαι, όπως δε πάντες, πολλάκις εν τη εκπληρώσει των καθηκόντων Σου και θα ταραχθής και θα αγρυπνήσης και θα αδημονήσης. Αλλ' εγκαρτέρησον. Το ποίμνιου θα ακούη την φωνην Σου και θα περιστοιχίζη τον αγαθόν αυτού ποιμένα. Συ μόνον απόφευγε τας ψευδείς επιδείξεις εργασίας ανυπάρκτουτας τοιούτον βλαπτούσας, εργάζου δε ησυχή και αθορύβως, όχι το «ιδείν» αλλά το «είναι» έστω το έμβλημά Σου. Αλλά και τόλμα συνετώς εν τη υπερασπίσει των δικαίων της Εκκλησίας και του Έθνους. Eν τω συνταγματικώ ημών κράτει θριαμβεύει επί τέλους το δίκαιον και θα εννοηθή το
αληθές συμφέρτον. Επί τούτοις, Σεβασμιώτατε, σύμπασα η επαρχία Σου προσφωνούσα Σε ευσεβάστως και ενθέρμως δι' εμού αποδέχεται τας πατρικάς ευχάς και ευλογίας Σου».
Ι Ι. ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΟΥΣ ΜΑΘΗΤΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΟΛΟΦΟΝΙΑ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΙΑ ΓΕΩΡΓΙΟΥ Α' (1913)
Εισαγωγικά
Ο Γεώργιος εκλέχτηκε βασιλιάς της Ελλάδος το Μάρτιο του 1863 από την Ελληνική Εθνοσυνέλευση. Ένα χρόνο αργότερα ψηφίστηκε το Σύνταγμα του 1864. Η βασιλεία του, επί πενήντα ολόκληρα χρόνια ήταν περιπετειώδης. Γνωστοί οι αγώνες του Χαρ. Τρικούπη εναντίον των επεμβάσεων της βασιλείας και για την εδραίωση του Κοινοβουλευτικού πολιτεύματος. Τα τελευταία χρόνια της βασιλείας του συνδέθηκαν με θλιβερά γεγονότα (το αίσχος του 1897), με επαναστάσεις (Γουδί 1909) και με νικηφόρες εκστρατείες (1912-1913) υπό την εμπνευσμένη καθοδήγηση του Ελ. Βενιζέλου. Λίγες μέρες μετά την Απελευθέρωση των Ιωαννίνων ο Γεώργιος δολοφονήθηκε στη Θεσσαλονίκη, στις 5 Μαρτίου 1913 και τον διαδέχτηκε στο θρόνο ο Κωνσταντίνος.
Στα σχολεία όλης της χώρας πραγματοποιήθηκαν ομιλίες, μόλις αναγγέλθηκε η δολοφονία του Γεωργίου. Στη Ζωσιμαία Σχολή μίλησε ο Γ. Καλούδης, ο οποίος μόλις είχε αναλάβει, για τρίτη φορά, Γυμνασιάρχης. Τονίζει στην ομιλία του ο Καλούδης την αφοσίωση του Γεωργίου στο καθήκον, την ευστροφία και τη σύνεση που επέδειξε σε θεμελιακές εθνικές προσπάθειες και σε έντονες στρατιωτικοπολιτικές μεταλλαγές. Όπως ήταν επόμενο, λίγες μέρες μετά την Απελευθέρωση των Ιωαννίνων και κάτω από την εθνική κατακραυγή για τη στυγερή δολοφονία του βασιλιά, βρήκε μόνο λόγια καλά να πει για το δολοφονημένο βασιλιά. ʼφησε όμως το έργο του -έργο που καλύπτει μισό αιώνα εθνικής ζωής- να το κρίνει η Ιστορία. Και η Ιστορία το έκρινε.
Η ομιλία του Καλούδη. «Προσφιλείς μαθηταί. Ενώ σύμπαν -το Ελληνικόν επανηγύριζεν έτι εν φρενοπληξία την εκπόρθησιν τέλος πάντων του φοβερού Μπιζανίου και την απελευθέρωσιν της ημετέρα ς πατρίδος, βάσκανος δαίμων εφθόνησε την εθνικήν ευτυχίαν και εν από- βρασμα του ʼιι\Ου εβύθισε το Έθνος όλον εις στυγνόν πένθος. Αλλά το πλήγμα ήτο δει- νότερον κατά του δαφνοστεφούς στρατηλάτου, όστις δεν είχεν ακόμη αναλάβει από των μόχθων και κακουχιών εκστρατείας χειμερι νής εν τη δυσχειμέρω Ηπείρω, ότε εμάνθανε ιιτην στυγεράν δολοφονία ν του βασιλέως πατρός Αυτού εν τη κλει νή της Μακεδονίας πρωτευούση.
Βεβαίως Ο βίος βασιλέως επί ήμισυν όλον αιώνα διευθύνοντος τας τύχας όλου του Έθνους ανήκει εις την ιστορίαν και ίσως προσεδόκει τις σκιαγραφίαν τινά της δράσεως Αυτού. Αλλά η εξέτασις του ζητήματος θα απήτει μακρόνχρόνον, δεν είναι του παρό- ντος. Ό,τι μάλιστα είναι ανάγκη να εξάρωμεν νυν, είναι η έργω διατρανωθείσα αφο-
σίωσις εις το καθήκον και η μεγάλη αγάπη του αειμνήστου Γεωργίου Α ' προς την νέαν
Αυτού πατρίδα. Η στρατηγική δει νότης του περικλεούς Διαδόχου και ο ηρωισμός του στρατού Αυτού είχον πραγματοποιήσει εν μέρει τα εθνικά ιδεώδη, μετά δε την κατασύντριψιν της Τουρ- κικής δυνάμεως παρά την πατρίδα του Μ. Αλεξάνδρου υπερή~νoς εκυμάτιζεν επί του λευκού Πύργου η κυανόλευκος. Αλλά προς την περικαλλή νύμφην του Θερμαί-Κού επω- φθαλμίων και οι προαιώνιοι εχθροί του Γένους, διό φρουρό ν ακοίμητον αυτής έταξεν ο αείμνηστος Βασιλεύς εαυτόν.
Οι εχθροί εξεμάνησαν, εύρον δΙ εν τέρας πρόθυμον να δολοφονήση τον δημοκρατι- κώτατον των βασιλέων, τον άριστον των ανδρών. Και ούτως έπεσεν εκεί, ένθα και ετά- χθη υπό των συμφερόντων της πατρίδος, ευγενές θύμα του καθήκοντος.
Αλλ ι οι τοιούτοι θάνατοι οι εις την αθανασία ν εισάγοντες δε μένουσι ν άκαρποι. Το
αίμα του βασιλέως εβόα εκδίκησι ν και εκδίκησι ν τρομεράν ώμοσε και έλαβε η ηρωικός στρατός Αυτού υπό την ηγεσία ν του Βουλγαροκτόνου υιού. Η πόλις του Αγίου Δημη- τρίου έμεινε και θα μείνει εσαεί Ελληνική. Η αδιάσπαστος αυτής ένωσις επεσφραγίσθη υπό του βάΨαντος το χώμα αυτού βασιλικού αίματος.
Το μνημόσυνον τοιούτου βασιλέως ετελέσθη εν τη Ιερά Μητροπόλει προ μικρού, ίνα προβληθή υμίν παράδειγμα αληθούς φιλοπατρίας. Αυτόν έχοντες προ οφθαλμών έστε πάντες πάντοτε έτοιμοι να χύσητε το αίμα υμών υπέρ συμπληρώσεως της εθνικής απο-
καταστάσεως. Εκεί, εκεί, υπό το θόλον της Α γίας Σοφίας, μένει ατελείωτος έτι η θεία
λειτουργία, απέκαμε πλέον αναμένων ο μαρμαρωμένοςβασιλιάς.
Εις τον αδάμαντα τον μεταξύ δύο σαπφείρων και δύο σμαράγδων άγει μόνον η εθε- λοθυσία και η αυταπάρνησις, ων υπόδειγμα άριστον ανεδείχθη, ο αρχηγέτης της ημετέ- ρας βασιλικής δυναστείας. Φόρον, λοιπόν, θαυμασμού προς την ιεράν σκιάν Αυτού απο- τίοντες ας αναφωνήσωμεν:
Του αοιδίμου Βασιλέως Γεωργίου του Α ' αιωνία η μνήμη».
Ι Ι Ι . ΛΟΓΟΣ ΚΑΤΑ ΤΗ ΔΟΞΟΛΟΓΙΑ
ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΤΗ ΣΥΝΘΗΚΗ ΤΩΝ ΣΕΒΡΩΝ (1920)
Εισαγωγικά
Η υπογραφή της Συνθήκης των Σεβρών, το Σεπτέμβριο του 1920, με την οποία δημιουργούνταν «η Ελλάς των δύο Ηπείρων και των πέντε θαλασσών» γιoρτάστηκε, με μεγάλη λαμπρότητα, σε ολόκληρη την , Ελλάδα. Η Ελληνική πρωτεύουσα υποδέχτηκε τον Ελ. Βενιζέλο με ενθουσιασμό, ενώ η
Βουλή τον ανακήρυξε «άξιον της πατρίδος». Στα Γιάννινα, όπως και σε όλες τις πόλεις της Ελλάδας, τελέστηκε δοξολογία κατά την οποία μίλησε ο Γ. Καλούδης, Γυμνασιάρχης τότε της Ζωσιμαίας Σχολής.
Στο λόγο του αυτό ο Καλούδης εξήρε τη νικηφόρα προέλαση του Ελληνικού Στρατού, με την οποία άρχισαν να διαφαίνονται οι ελπίδες πως γρήγορα η Μεγάλη Ιδέα, που επί αιώνες θέρμαινε τις ψυχές των Ελλήνων, θα γινόταν πραγματικότητα.
Δυστυχώς όμως, τα γεγονότα που ακολούθησαν διέψευσαν, κατά τρόπο τραγικό, αυτές τις ελπίδες. Ο Βενιζέλος, στον οποίο οι Έλληνες στήριξαν τόσες ελπίδες, έχασε στις
εκλογές. Ακολούθησε η Μικρασιατική Εκστρατεία που κατέληξε στο δράμα της Μικρασιατικής Καταστροφής. Αυτό το δράμα, μαζί με όλους τους Έλληνες, το έζησε και ο Γ. Καλούδης.
Ο λόγος του Καλούδη
«Ο βαρύς δούπος (χτύπος) των τηλεβόλων μας και οι πολεμικοί αλαλαγμοί του ηρωικού στρατούμας εν Ευρώπη και Ασία εβροντοφώνησαν ήδη την Εθνικήν μας ανάστασιν και ο αντίλαλος διεσκόρπισεν εις τα τέσσερα πέρατα της οικουμένης το χαρμόσυνον άγγελμα
Όνειρα γενεών και αιώνων θρύλοι είναι νυν πραγματικότης. ανέβησαν μέχρι του θρόνου του Υψίστου οι επί τοσούτους αιώνας κωκυτοί (θρήνοι) των γυναικών, αι οιμωγαί των ανδρών, οι γοεροί θρήνοι των νηπίων και βρεφών, οι ατμοί του κρουνηδόν εκχυνμένου αθώου αίματος, η κνίσα (οσμή) των οπτωμένων (καιόμενων) ζωσών σαρκών και απήτησαν δικαιοσύνην. και η δικαιοσύνη τέλος πάντων ανέλαμψεν.
Από της αιμοχαρούς τί γρεως απεσπάσθησαν πλέον οι οξείς οδόντες και εξερριζώθησαν οι γαμψοί όνυχες. Το σχοινί του Πατριάρχου σφίγγει ήδη ισχυρώς τον ,λάρυγγα του φρικαλέου τέρατος. Δεν έρρευσεν άρα μάτην το αίμα τοσούτων εθνομαρτύρων. δι' αυτού εποτίσθη και ανεβλάστησεν αμφιλαφές (άφθονο) το αγλαόκαρπον δένδρον της Ελευθερίας' επί των πτωμάτων εκείνων στηρίζονται αρραγή και ασάλευτα τα θεμέλια της ανιδρυομένης νυν Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Είναι λοιπόν τούτο όντως αληθές; Μήπως είναι της φαντασίας απατηλόν φάντασμα; Μήπως βλέπομεν εγρηγορότες γλυκύ όνειρον; Όχι, όχι.
Πέρασαν χρόνια και καιροί, πάλιν δικά μας είναι. Ναι, είναι αληθές. ο τρούλλος της Αγ. Σοφίας θα χαιρετίζη καθ' εκάστην την ένδοξον κυανόλευκον ριπιζομένην υπό της αύρας της Ηροποντίδος, ο δ' Έλλην στρατιώτης θα ρεμβάζη -επί ολίγον ακόμη χρόνον- βλέπων από της σκοπιάς των χαρακωμάτων τας μαρμαρυγάς του θόλου, ότε αι χρυσαυγείς του Ηλίου ακτίνες θα περιβάλλωσι τον μέγαν της Χριστιανοσύνης ναό ν διά φωτο- στεφάνου δόξης. Ι
Ω, ώραι αλησμόνητοι, ω χαρά φρενοπληγής (παράφρονα). Σε βλέπω Ελλάς μου γλυκεία να πλύνης τους πόδας σου εν τω θερμώ λιβυκώ πελάγει, να εκτεί νης την μίαν χεί ραν σου επί της Μ. Ασίας, την δΙ ετέραν ν' αναπαύης επί των ακροκεραυνίων, εν ω το νησόσπαρτον Αιγαίον κατέστη λίμνη σου. Σε βλέπω να αναλαμβάνης και πάλι ν τον πυρσόν του πολιτισμού, ίνα διασκορπίσης το πυκνόν και στυγερό ν σκότος της βαρβαρότη- τος εν τη Ασία. Αλλά τις ποτέ δύναται να εξαρθή εις τοσούτον ύψος,ώστε να εξυμνήση επαξίως μίαν των περικλεεστάτων σελίδων της εθνικής μας ιστορίας;
Και όμως η γενεά ημών, αυτή αύτη, ήτις πραγματικότητα τα όνειρα κατέστησεν, ολίγον έλειψε να θάψη ες αεί άλας τας ελπίδας, να καταβαραθρώση όλους τους πάθους, να κατασπιλώση όλη ν την φωταυγή της φυλής ιστορίαν. Φρίττω αναλογιζόμενος ποία θα ήτο νυν η θέσις ημών, εάν το σκάφος της πολι τείας εξηκολούθουν να κυβερνώσι μύωπες πολι τικοί. Η Ελλάς, οίκτος των φίλων, εάν τινές υπελείποντο, χλεύη και σαρκασμός των εχθρών θα ήτο. αλλά ας αποστρέψωμεν ταχέως τους οφθαλμούς από της μαύρης ταύτης εικόνας. Δεν ηθέλησεν ο Θεός, ίνα ο λαός ο διά της φιλοσοφίας αυτού προπαρασκευάσας την οδόν και διά του αίματος στηρίξας την θρησκείαν του Υιού αυτού, δεν ηθέλησε, λέγω, ο Θεός να επισφραγίση ο εκλεκτός αυτού λαός τοσούτον αδόξως και οικτρώς την υπερτρισχιλιετήαυτού ιστορίαν. Είχεν ήδη εξαποστείλει τον σωτήρα της φυλής, τον Ελ. Βενιζέλον.
Ότε κατείδεν ο όντως μέγας ούτος ανήρ, ότι το μεν σύνταγμα κατερρακώθη, η δε καταστροφή ήτο άφευκτος, προέβη εις το μόνον υπολειπόμενο ν και ενδεδει γμένον παράτολμον μέσον, όπερ υπηγόρευσαν εις αυτόν η φλογερά φιλοπατρία και το καθήκον' ανύψωσεν εν Θεσσαλονίκη, υπό επιλέκτων τέκνων της πατρίδος ακολουθούμενος, την σημαίαν της αντεπαναστάσεως. Εκεί, εγκαταλειφθείς και υπ' εκείνων, εις ους ήλπιζε, διήλθεν ημέρας όντως τραγικάς. Βραδύτερον θα γίνωσι ταύτα γνωστά, και τότε μόνον θα εννοηθή ακριβώς, ποίον αληθώς Ηράκλειον άθλον ήγαγεν εις πέρας ευτυχές το δαιμόνιον του Βενιζέλου. Αλλά τίς ενίσχυεν αυτόν κατά ταςχαλεπάς εκείνας ημέρας; Η πεποίθησις εις την ιδίαν μεγαλοφυίαν, η συναίσθησις της ιερότητοςτου αγώνος, ον ανέλαβε, προ πα- ντός η ασάλευτοςπίστις εις τας αρετάςκαι την ευρωστία ν του Ελληνικού λαού. Και ηγωνίσθη, ηγωνίσθη επιμόνως και κρατερώς, και τα πράγματα εδικαίωσαν αυτόν, ως πάντοτε. Τα μέλανα νέφη μετ' ου πολύ διεσκορπίσθησαν, ο ήλιος κατηύγαζε χιλιάδας Ελληνικών λογχών εν τη Μακεδονία, παλαιά και νέα Ελλάς ημιλλώντο εν τοις πεδίοις της τιμής, οι ημίθεοι του Σκρα και της Δοίράνης και της Χερσώνος, εις ων τα στήθη μετέδωκε τας φλόγας της ιδίας αυτού καρδίας, κατέπληττον τους συμμάχους διά της παραφόρου ορμής και της ηρωικής καταφρονήσεως του θανάτου και έστηνον τρόπαια εφάμιλλα προς τα των στρατιών του Βασιλείου του Βουλγαροκτόνου. Ηυτύχησεν ούτω το Έθνος να ίδη την κυανόλευκον να κατοπτρίζηται υπερήφανος επί των υδάτων του Δουνάβεως, τους ασπόνδους εχθρούς να κάμπτωσι τέλος το γόνυ και να ζητώσι τον οίκτον των νικητών.
Αλλ' ένεκα της βραδύτητος της διπλωματίας, και δι' άλλους δε βεβαίως λόγους, η Τουρκία ανέλαβεν εκ της καταπλήξεωςκαι αποθρασυνθείσα συνεκέντρωνε και εν Θράκη και εν Μ. Ασία στρατούς και κατεκρεούργει και εβασάνιζε και ητίμαζε και έκαιε ζώντας τους αδελφούς μας και διέπραττε παν είδος ατιμίας και κακουργίας. Αλλ' ότε επετράπη τέλος πάντων ελευθερία δράσεως εις τον λεοντόθυμον στρατόν μας, ον και αυτός ο Μ. Αλέξανδρος θα εθεώρει τιμήν να διοική, ούτος ως θύελλα, καταιγίς, λαίλαψ, τυφών, ενσκήψας εντός 1 Ο ημερών εν τη Μ. Ασία, εντός 5 δε μόνον εν Θράκη, διεσκόρπισεν ως σωρόν αχύρωντας στρατιάς του Κεμάλ και Ταγιάρ και διέλυσεν ως ιστόν αράχνης τας Τουρκικάς σκευωρίας και δολοπλοκίας και συμπαιγνίας και κατασυνέτριψε την κεφαλήν του όφεως. Εις την Ελλάδα μας επεφυλάσσετο η τιμή να καθαρίση το Τουρ- κικόν άγος και ήτο πεπρωμένον να λάβωμεν πλήρη την εκδίκησιν. Οι Τούρκοι κατέλυσαν την Βυζαντινήν μας αυτοκρατορίαν, ημείς κατηνέγκαμεν το καίριον πλήγμα εις την Τουρκικήν αυτοκρατορίαν. Το 1920 εξεδίκησε το 1453.
Ω! πόσον μεγάλη η διαφορά της νυν δαφνοστεφούς πανόπλου Ελλάδος προς την περιφέρουσαν άλλοτε τον δίσκον της επαι- τείας και κρούουσαν τας ουχί ευκόλους θύρας των ισχυρών! Νυν είναι και αυτή ισχυρά- δύναμις, και ο αντιπρόσωπος αυτής ου μόνον παρακάθηται ως ισότιμος εν ταις δασκέψεσι ν αλλά και ανακηρύσσεται υπό πάντων ως ο μέγιστoς των πολιτικών, ους νυν φωτίζει ο ήλιος. ʼντάξιος ο Κυβερνήτης του στρατού, αντάξιος ο στρατός του Κυβερνήτου. Δόξα και τιμή εις τον μέγαν αρχηγόν της φυλής, τιμή και δόξα εις τον αήττητόν μας στρατόν.
Ουδέν λοιπόν θαυμαστόν, ότι διά της υπογραφείσης ήδη ειρήνης η Ελλάς περισυνέλεξεν, ως η όρνις, πάντα σχεδόν τα τέκνα αυτής, ουδέ εν δι αφήκεν εις την θηριωδίαν του Τούρκου και του Βουλγάρου απροστάτευτον, η φυλή ολόκληρος σχεδόν συνενούται εις εν κράτος, ου πρωτεύουσα μετ' ου πολύ, εάν ημείς σωφρονώμεν, θα είναι πάντως η πε- ρικαλλής βασιλίς των π6λεων. «Ευφραίνεσθε ουρανοί και αγάλλου η γη, σκιρτήσατε όρη», Ο Πατριάρχης ετοιμάζεται να συμπληρώση την διακοπείσαν θείαν λειτουργίαν, άρχεται η διακόσμησις της Χρυσής Πύλης και της θριαμβευτικής οδού, δι' ης θα διέλθη, όπως και κατά τας παλαιάς ευκλεείς ημέρας της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, ο στρατός των Ευρωπαί'κών και των Ασιατικών θεμάτων.
Καλλωπίσθητι, ω σέμνωμα της Ορθοδοξίας, Αγία Σοφία. ολίγον ακόμη και φθάνομεν. Ναι θα έλθωμεν. εις Σε, ω μόνη παρηγορία του Έθνους ημών εν ταις ημέραις των θλίψεων και της σκληράς δουλείας θα έλθωμεν εν ιερά ομονοία και φιλαλλήλω αγάπη ανακαι νισθέντες εν τω λουτρώ των μεγάλων γεγονότων και καθαρθέντες παντός ρύπου και βορβόρου ατομικών παθών και μαύρης φιλαυτίας. θα έλθωμεν αγνοί και πάση δυνάμει θ' ανακράζωμεν, όπως και νυν
Ζήτω ο Β. Αλέξανδρος
ζήτω το έθνος
ζήτω ο ηρωικ6ς στρατ6ς
ζήτω ο μέγας αρχηγ6ς της φυλής ζήτωσαν οι σύμμαχοι.
Αλλά κατά την επίσημον ταύτην στιγμήν ιερόν καθήκον επιβάλλει εις ημάς ν' αναμνησθώμεν και των ηρώων εκείνων, οίτινες διά του ευγενούς και τιμίου αυτών αίματος ανύψωσαν την Ελλάδα μας εις τον κολοφώνα της δόξης και να εκδηλώσωμεν την άπειρον ευγνωμοσύνην και τον βαθύτατον θαυμασμ6ν μας αναφωνούντες:
Των υπέρ πίστεως και του μεγαλείου της πατρίδος πεσόντων η δόξα αθάνατος.
IV. ΛΟΓΟΣ ΚΑΤΑ ΤΟ ΜΝΗΜΟΣΥΝΟ
ΓΙΑ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ ΒΕΝΙΖΕΛΟΥ (1936)
Εισαγωγικά
Μακριά από την ενεργό δράση ο Καλούδης, μετά την τετράχρονη βουλευτική του θητεία (1928-19Ώ), πληροφορήθηκε, το Μάρτιο του 1936, το θάνατο του μεγάλου οραματιστή, του Ελευθ. Βενιζέλου. Ολόκληρη η Ελλάδα πενθεί το θάνατό του. Σε όλες τις πόλεις οργανώνονται μνημόσυνα για να τιμήσουν το μεγάλο πολιτικό. Στα Γιάννινα, κατά το μνημόσυνο που τελέστηκε στο Μητροπολιτικό Ναό, καλείται για να μιλήσει, ως ο πιο κατάλληλος, ο Γ. Καλούδης.
Με συντριβή καρδιάς παρουσιάζει στο πυκνό εκκλησίασμα, την πλούσια δράση του. Αναφέρεται στη συγκρότηση του Ελληνικού Κράτους, μετά την Επανάσταση στο Γουδί, στις νικηφόρες εκστρατείες του Ελληνικού Στρατού κατά τους Βαλκανικούς πολέμους
και τον Α' παγκόσμιο πόλεμο, στις συνθήκες ειρήνης -των Σεβρών και της Λωζάννης- στα όνειρά του που λίγο έλειψε να γίνουν πραγματικότητα. Μιλάει για τον άντρα που προκάλεσε το θαυμασμό και το μίσος μαζί. Αυτά τα δυο -επισημαίνει- συμπορεύονται.
Και κλείνοντας το λόγο του διαβεβαιώνει πως η μνήμη του θα είναι αιώνια.
Ο λόγος του Καλόυδη
Κατασυντετριμμένοι υπό καρδιοδήκτου (=της πληγώνουσας την καρδιά) οδύνης μόλις συγκρατούντες τους λυγμούς, συνήλθομεν σήμερον εις τον πάνσεπτον τούτον ναόν, ίνα επιτελέσωμεν το ύστατο καθήκον προς τον μεταστάντα προώρως, φευ, αφ ημών αναμφηρίστως (=αναμφίβολα) μέγιστον πολιτικόν της νεωτέρας Ελλάδος και ένα των μεγάλων ανδρών της μακραίωνος ιστορίας αυτής, τον Ελευθέριον Βενιζέλον. Εις εμέ δε, ένα των κοινο- τάτων θαυμαστών της μεγαλοφυίας και μεγαλουργίας εκεί νου, ανετέθη το βαρύτατον όντως έργον ν' απαγγείλω τον ειωθότα λόγον.
Αλλά «τι πρώτον, τι έπειτα, τι δι' ύστατον καταλέξω; Ο Ελευθέριος Βενιζέλος επλήρωσε τόμους ολοκλήρους εν τη ιστορία της Πατρίδος ημών και κατέλαβεν εντιμοτάτην θέσιν εν τη παγκοσμίω ιστορία. Δεν υπάρχει γωνία γης, εις ην να μη εισέδυσεν η φήμη αυτού. Και εις εσχατιάς της γης, όπου ίσως ηγνοείτο και το όνομα της Ελλάδος, και εκεί έφθασε το όνομα αυτού, τιμή και εγκαλλώπισμα ημών. Διότι δεν έδρασε μόνον εν τη πατρίδι, υπήρξε και εις των κυρίων ρυθμιστών της τύχης της οικουμένης μετά τον παγκόσμιον πόλεμον.
Πώς λοιπόν είναι δυνατόν να ευρεθή λόγος αντάξιος προς το γιγάντιον ανάστημα τοιαύτης προσωπικότητας; Ακροθιγώς (= επιφανειακά) τις μόνον δύναται ν' απαριθμήση τι κατώρθωσεν ο όντως Μέγας αυτός ανήρ και εν ειρήνη και εν πολέμω. Και ας αναφέρωμεν πρώτον τα εσωτερικά αυτού μεγαλουργήματα. Μέχρι του 1897 οι τότε ελεύθεροι Έλληνες εκοιμώντο τον νήδυμον (=μακάριο ύπνο) επί των δαφνών των ηρώων του 21, βαυκαλιζόμενοι υπό των πυρίνων λόγων των ρητόρων της 25ης Μαρτίου. Έζων μακράν της .πραγματικότητος, ωνειροπόλουν μόνον την εκπλήρωσιν των ευγενών ιδανικών της φυλής, αλλά κυλινδούμενοι (=κυλιόμενοι) εν τω βορβόρω των κομματικών παθών ουδέν έπραττον υπέρ αυτών, ουδ εκινούντο καν. Το ατομικόν συμφέρον είχε καταπνίξει το εθνικόν. Αγαθής διοικήσεως ουδέ ίχνος. Και είχε μεν επιχειρήσει ο αείμνηστος Τρικούπης να μεταβάλη την Ελλάδα εις κράτος σύγχρονου, αλλ' ο λαός έδειξε την προς αυτόν ευγνωμοσύνην καταψηφίσας αυτόν και αναγκάσας να καταδικάση αυτός εαυτόν εις εξορίαν και να αποθάνη εν Γαλλία μακράν της φιλτάτης πατρίδος.
Αλλ' η ήττα του 97 επί βραχύ μεν συνεκλόνισε σύμπαντας, αλλά και πάλιν οι πολλοί επανήλθον εις την συνήθη χαύνωσιν και νάρκην και την μέριμναν περί των ατομικών μόνον έργων και συμφερόντων, χωρίς μάλιστα πλέον να οιστρηλατώνται (=παρασύρονται) μηδ' υπό των φλογερών λόγων, ων την κενότητα είχον ήδη κατανρήσει. Αλλ' υπήρξαν και ολίγοι τινές, μάλιστα δε αξιωματικοί, οίτινες βαρέως έψερον την εθνικήν ταπείνωσιν, τον εξευτελισμόν υπέστη και υφίσταται υπό των Νεοτούρκων η πατρίς, καταντήσασαο οίκτος των φίλων και ο κατάγελως των εχθρών. Εντεύθεν κυρίως προήλθε το στρατιωτικόν κίνημα εις το Γουδί, όπερ ηλέκτρισεν όλον τον αγνόν και φιλόπατριν λαόν και έτυχε της επιδοκιμασίας αυτού εν τω πανδήμω συλλαλητηρίω του πεδίου του ʼρεως.
Και διεφλέγοντο μεν οι μετασχόντες του κι νήματος αξιωματικοί υπό ευγενών προθέσεων, αλλ' ήσαν φυσικώς ανίκανοι να λύσωσι τοιαύτα και τοσαύτα προβλήματα. Ευλογημένη η ώρα, ευεργέται του Έθνους ας ανακηρυχθώσιν εκείνοι, οίτινες συνεβούλευσαν τον Στρατιωτικόν Σύνδεσμον να μετακαλέση ως σύμβουλου εκ Κρήτης τον Ελευθ. Βενιζέλον, όστις ήδη είχε δώσει λαμπρά και τρανά δείγματα της πολιτικής αυτού περινοίας και της ακάμπτου θελήσεως. Και η εκεί δράσις αυτού μόνη θα ήρκει να δείξη αυτόν πολιτικήν μορφήν πρώτης τάξεως, αλλ' επεσκιάσθη υπό των μετέπειτα μεγαλουργημάτων. Δι' ο και ημείς καίπερ θαυμάζοντες το εκεί έργον αυτού αναγκαζόμεθα ν' αντιπαρέλθωμεν. Η σελήνη προ του ηλίου αμυδρούται.
Ας ακολουθήσωμεν νυν τον Ελ. Βενιζέλον κατά την περιφανή σταδιοδρομία ν εν τη Ελευθέρα Ελλάδι.
Κατά τας εκλογάς της 8ης Αυγούστου 1910 , απών εν Ευρώπη χάριν της υγείας αυτού - είχε προσβληθή κατά Μάιον εν Χανίοις υπό της φλεβίτιδος- εκτίθεται υποψήφιος εν Αθήναις και εκλέγεται πρώτος Βουλευτής, επιστρέφει δε εις το ιοστέφανον (=ξακουστό) άστυ τη 5η Σ/βρίου. Η υποδοχή έμεινεν ιστορική. Τότε πρώτον απέδειξε το ψυχικόν αυτού σθένος ενώπιον του πανελληνίου κηρυχθείς υπέρ της Αναθεωρητικής Βουλής, ενώ το πλήθος εμαίνετο ζητούν Συντακτικήν Εθνοσυνέλευσιν, και επιβαλών την ιδίαν θέλησιν. 1να μη μακρηγορώ, τη 2α Οκτωβρίου εσχημάτισε τηνπρώτην Κυβέρνησιν, μετά δε την αναθεώρησιν του Συντάγματος διέλυσε την Βουλήν και προεκήρυξε νέας εκλογάς εξ ων εξέρχονται νικηταί οι Φιλελεύθεροι.
Εντεύθεν άρχεται το μέγα, το μνημειώδες, το γιγάντιον έργον του Ελευθερίου Βενιζέλου. Δεν υπάρχει κλάδος της διοικήσεως, εις ον να μη ενεφύσησε την ιδίαν πίστιν εις τη ζωτικότητα της φυλής και εις τα περωμένα αυτής.
Δεν είναι λοιπόν άπορον, πώς σύμπας ο λαός έχων ήδη υψηλόν το φρόνημα και πιστεύων εις εαυτόν και τον μεγαλοπράγμονα ηγέτην συνέδραμεν ενθουσιωδώς περί τας σημαίας, ότε προσεκλήθη να αποπλύνητο αίσχος του '97 και απελευθερώση τους δούλους αδελφούς. Απανταχόθεν, εξ Ευρώπης και Αμερικής, έσπευδον εθελονταί, ίνα μετάσχωσι της ιεράς ταύτης μυσταγωγίας. Υπό την ηγεσίαν του αειμνήστόυ Κωνσταντίνου ο στρατός της Μακεδονίας κατώρθωσεν ό, τι ουδέ να ονειρευθώμεν ετολμώμεν. Η Θεσσαλονίκη κατελήφθη, η Μακεδονία εγίνετο και πάλιν Ελληνική. Μόνον εις τα καημένα Γιάννινα «ήταν καπνός κι' αντάρα», ίνα και ταύτα εν φρενίτιδι ενθουσιασμού δεχθώσι τη 21 η Φεβρουαρίου τον θραύσαντα τας αλ ύσεις της δουλείας αδελφικόν στρατόν και υποδεχθώσι τη υστεραία τον ένδοξον στρατηλάτην. Η ηνωμένη Ελλάς ευρίσκεται εν αποθεώσει. Μακεδονία, Ήπειρος, νήσοι, Κρήτη αποτελούσι νυν πολιτίμους λίθους του Ελληνικού στέμματος.
Αλλ' οι Βαλκανικοί πόλεμοι ανέτρεψαν τα σχέδια της Αυστριακης πολιτικής και ού- τως επήλθεν ο παγκόσμιος πόλεμος ο τόσον μοιραίος διά τας τύχας του ημετέρου Έθνους. Το Εθνικόν συμφέρον επέβαλλε να ευρεθώμεν μετά των νικητών. αλλά τις θα ήτο ο νικητής; Οι μεν, οι στρατιωτικοί ιδίως, απέβλεπον εις την υλικήν δύναμιν, ο δε Βενιζέλος επίστευεν εις τας ηθικάς αρχάς. Παρ' αμφοτέρους η αυτή φιλοπατρία, αλλ' ουχί και η αυτή προφητική διορατικότης. Τα πράγματα κατόπιν εδικαίωσαν πλήρως τον Μεγάλον Πολιτικόν. Αλλά τότε η ρήξις μεταξύ του δαφνοστεφούς στρατηλάτου Βασιλέως και της τεραστίας προσωπικότητος του Βενιζέλου, ουδενός υποχωρούντος, ήτο αναπόφευκτος και ο διχασμός ούτος δύο τοσούτον δημοφιλών ανδρών επήνεγκε και τον τόσα δεινά επισωρεύσαντα έκτοτε εις την χώραν ημών Εθνικόν διχασμόν. Ας μην επιμείνω- μεν εις το ζήτημα τούτο. 'Όπως και αν έχη το πράγμα, παρά το πλευρόν των συμμάχων κατ' αρχάς μεν μάχεται μόνον το κράτος της Θεσσαλονίκης, κατόπιv δε ολόκληρος η Ελλάς ανασυγκροτήσασα τον στρατόν αυτής κερδίζει περιλάμπρους νίκας, καταλαμβάνει Δεδεαγάτς, Κομοτηνήν, Ανδριανούπολιν, και φθάνει μέχρι Τσατάλτσας, κατόπιν δ' ει- σέρχεται ο Ελληνικός Στρατός εις την πόλιν των θρύλων και ο «Αβέρωφ»» αγκυροβολεί προ των ανακτόρων του Δολμά μπαχτσέ. Αλησμόνητοι ημέραι μεγαλείου και δόξης.
Και όχι μόνον ταύτα, αλλά και η Σμύρνη και κατόπιν και η Προύσα καταλαμβάνονται υπό Ελληνικού Στρατού, διότι η οδός η είς Κων/πολιv άγει διά της Μ. Ασίας, ως διείδεν ορθώς ο δαιμόνιος νεκρός, ου τον θάνατον θρηνούμεν σήμερον και ολοφυρόμεθα.
Και όντως η Ελλάς, το εξουθένωμα των Εθνών, η περιφέρουσα πρότερου τον δίσκου της επαιτείας εν τοις προθαλάμοις των ισχυρών, ευρίσκεται νυν εν τω κολοφώνι αγνώστου αυτή από μακρών αιώνων μεγαλείου, ο Πρωθυπουργός αυτής συμπαρεδρεύει μετά των αντιπροσώπων μεγάλων δυνάμεων και κρίνει περί της τύχης της Ευρώπης. Και όχι μόνον κρίνει, αλλ' έχει και βαρύνουσαν γνώμην. Η συνθήκη των Σεβρών εδημιούργησε την Ελλάδα κράτος δύο Ηπείρων και πέντε θαλασσών.
Αλλ' ο Κυβερνήτης ήτο πολύ μεγαλύτερος ή κατά τον κυβερνώμενον λαόν. Η φλογερά αυτού ψυχή έκαμνεν αυτόν να πιστεύη ότι και ο λαός αντείχεν. Αλλ' ούτος ασθμαί- νων και μόλις παρηκολούθησεν αυτόν εν τη ιλιγγιώδει αυτού ορμή από Μελούνας και Αράχθου εις Τσατάλτσαν και Σμύρνην, είχεν ήδη αποκάμει, λυγίσει καταρραδιουργούμενος μάλιστα υπό των ηττοπαθών αντιπάλων του Βενιζέλου.
Ούτος προς την εαυτού θερμουργόν και άκαμπτον δύναμιv εμέτρει και την του λαού αντοχήν. Ηπατάτο. Αι σφαίραι αι εν τω σταθμώ της Λυώνος και η κατασυντριβή του κόμματος των Φιλελευθέρων κατά τας εκλογάς, της 1 ης Νοεμβρίου 1920, κατέδειξαν αυτό περι τράνως. Βλέπων ότι το μέγα έργον, όπερ διά τοσούτων μόχθων και αγώνων ανήγειρε, κατέρρεεν, ότε πολύ εγγύς ήτα η πραγματοποίησις των τολμηροτέρων Εθνικών ιδανικών,ότι το όνειρον της ανιδρύσεως της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας διελύετο ως όνειρον θερινής νυκτός, συντετριμμένος απεσύρθη εις Ευρώπην. Αλλ' ότε μετά την Μι- κρασιατικήν καταστροφήν η Επανάστασις του 1922 ανέθετεν εις αυτόν ιδιωτεύοντα να εκπροσωπήση το κράτος κατά τας διαπραγματεύσεις της ειρήνης, ουδόλως μνησικακών ανέλαβε την υπηρεσίαν ταύτην, και κατώρθωσε να διασώση ό, τι ήτο πλέον δυνατόν να σωθή και υπέγραψε την συνθήκην της Αωζάννης (1923). Οποία τραγικότης! Ο Βενιζέλος ο υπογράψας την συνθήκην των Σεβρών επέπρωτο να υπογράψη και την συνθήκην της Λωζάννης.
Και όμως εκεί εκ της μεγαλοφυούς αυτού διανοίας ανεπήδησεν η σκέψις της Ελληνο- τουρκικής φιλίας και συμμαχίας. Διείδεν, ότι ουδεμίαν πλέον ηδυνάμεθα να έχωμεν απαίτησιν επί Τουρκικών εδαφών, αφ' ου απελακτίσαμεν την ευκαιρίαν, ουδέν άρα πλέον εχώριζεν ημάς και τους Τούρκους, ουδέν και αυτούς διεκδικούντας ημέτερου. Ευτυχώς και την όμορου χώραν διηύθυνεν ανήρ μεγαλοφυής, όστις οξέως αντελήφθη την ορθότητα της προτάσεως, και όπερ εθεωρείτο χίμαιρα είναι νυν πραγματικό της.
Η μεγαλοψυχία αυτού εδείχθη και κατά το κίνημα της 1ης Μαρτίου, ότε μετά την έκρηξιν ανέλαβε την αρχηγίαν αυτού αποτυχόντος ήδη, ίνα μη εγκαταλείψη παλαιούς συμμαχητάς εν τη ατυχία. Καταδεδικασμένος εις θάνατον και φυγάς προσήνεγκεν ουδέν ήττον εις την Πατρίδα και τελευταίαν αναμφισβήτηΤΟΥ υπηρεσίαν αι τιώτατος γενόμενος της παλι νορθώσεως της Βασιλείας. Και ενταύθα τα πράγματα δικαιούσι v αυτόν. Η Α.Μ. ο Βασιλεύς Γεώργιος Β ' ανακηρύξας εαυτόν Βασιλέα πάντων των Ελλήνων μάλλον και μάλλον αποκτά την βαθείαν εκτίμησι v και τον σεβασμόν πάντων των υπηκόων, και υπάρχουσι βασιμώταται ελπίδες, μάλλον δε πεποιθήσεις, ότι μετ' ου πολ ύ διά της πολι- τικής αυτού περι νοίας και της ισχυράς θελήσεως το εθνοφθόρον χάσμα θα ανήκη εις την ιστορίαν.
Αλλά πού οφείλονται τα περίλαμπρα ταύτα μεγαλουργήματα του Ελευθερίου Βενιζέλου; Εγεννήθη μεγαλοφυής πολιτικός και ως λέγει ο Θουκυδίδης περί του Θεμιστοκλέους «οικεία ξυνέσει των τε παραχρήμα κράτιστος γνώμων και των μελλόντων επί πλεί- στον άριστος εικαστής... τότε άμεινον ή χείρον εν τω αφανεί έτι προεώρα μάλιστα». Προς την μαντικήν ταύτην δεινότητα και ευθυκρισίαν συνεδύαζε δύναμιν επιχειρημάτων ακαταμάχητου και η πειθώ επεκάθητο επί των αεί μειδιώντων χειλέων του υιού τούτου του Οδυσσέως και της Κίρκης. Αλλά και η θέλησις αυτού ήτο άκαμπτος, χαλυβδίνη. Συμβιβασμός δεν εχώρει, δεν υπήρχεν εμπόδιον ικανόν v' αποτρέψη αυτόν από της εκτελέσεως εκείνου, όπερ εθεώρει συμφέρον της Πατρίδος. Δίκην χιονοστιβάδος παρέσυρε και κατασυνέτριβε παν πρόσκομμα. Ο λαός εγνώρισε τούτο, ότε εμαίνετο ζητών Συ- νταγματικήν Εθνοσυνέλευσιν, οι Αξιωματικοί του Στρατιωτικού Συνδέσμου, ότε και δι' απειλών επεχείρησαν να ματαιώσωσι την επάνοδον των Βασιλοπαίδων εις τον στρατόν. Δεν είναι άρα άπορον ότι τοιούτος ανήρ υφ' ημών των οπαδών ελατρεύετο ως υπεράν- θρωπος, εις δε τους αντιπάλους ενέπνεεν άσβεστου θανάσιμου μίσος. Μη θαυμάζετε. το μίσος είναι πάντοτε σύμμετρον προς το μεγαλείου του μισουμένου. Και όντως τόσον η λατρεία, όσον και το μίσος λαξεύουσι και κτίζουσι το υπερύψηλον βάθρου, εφ' ου υψούται δι«Ι τους μεταγενεστέρους η μορφή των μεγάλων ανδρών.
Αλλά δεν υπέπεσε και εις σφάλματα; Τις αρνείται τούτο; Και ο ήλιος έχει τας κηλίδας αυτού. Αυτός μάλιστα ωμολόγησεν εν τη Βουλή «έκαμα και εγώ σφάλματα, αλλ' όχι αυτά, τα οποία νομίζουν οι αντίπαλοί μου. τα γνωρίζω εγώ». Αλλ' οποιαδήποτε και αν είναι ταύτα, ωχριώσι και αμαυρούνται προ του απλέτου και εκθαμβωτικού φωτός των
μεγαλουργημάτων. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος είτε νικητής είτε πεπτωκώς, είτε θριαμβευτής καταυγαζόμενος υπό της αίγλης φωτοστεφάνου είτε δεχόμενος καταιγισμόν σφαιρών δίκην αγρίου θηρίου, είτε οιακοστρόφος (= πηδαλιούχος) είτε εξόριστος, αυτός επί 25 συναπτά έτη είτε ως θέσις είτε ως άρνησις διηύθυνε τας τύχας του Έθνους. Δι' ο και μαθόντες τον απροσδόκητον θάνατον αυτού εμεί ναμεν πάντες εμβρόντητοι, ενεοί.
Υπέρ τοιούτου και τηλικούτου ανδρός, όστις εν Απολλωνία αρμονία συνεδύαζε τον οραματισμόν και τον ρεαλισμόν, όστις δις από δύο ζυγών ημάς τους Ηπειρώτας απηλευθέρωσε, δεν θα παρακαλέσω ν' αναφωνήσετε «Αιωνία η Μνήμη». Η μνήμη αυτού θα είναι αιωνία, εφ' όσον θα αναγιγνώσκηται η ιστορία, εφ' όσον θα υπάρχωσιν επί της γης άνθρωποι τιμώντες και γεραίροντες τους δοξάζοντας και μεγαλύνοντας τας πατρίδας αυτών.
Γαίαν έχοι ελαφράν.
ΟΜΙΛΙΑ ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΜΑΘΗΤΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΒΟΡΕΙΟΗΠΕΙΡΩΤΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ
Εισαγωγικά
Οι περιπέτειες της Βορείου Ηπείρου δεν άφησαν ασυγκίνητο τον Καλούδη. Παρακολουθεί το Βορειοηπειρωτικό, ως εκπαιδευτικός και ως πολιτικός, από κοντά. Η αναγνώριση της Αλβανίας ως αυτόνομης ηγεμονίας από τις Μεγάλες Δυνάμεις, το 1913, προκάλεσε την εξέγερση των Βορειοηπειρωτών οι οποίοι σχημάτισαν προσωρινή κυβέρνηση υπό το Χρηστάκη Ζωγράφο και πολέμησαν κατά των Αλβανικών δυνάμεων. Με την έκρηξη του Α' Παγκόσμιου πολέμου οι Έλληνες κατέλαβαν και πάλιν τη Βόρειο Ήπειρο. Τον Ιούλιο του 1919 υπoγράφηκε στο Παρίσι η συμφωνία Τιτόνι-Βενιζέλου που αναγνώριζε στην Ελλάδα την παραχώρηση της Βορείου Ηπείρου και στην Ιταλία την κατοχή του Αυλώνα. Η συμφωνία αυτή ανατράπηκε το 1921 και επανήλθε το καθεστώς του 1913 με το οποίο η Βόρειος Ήπειρος υπαγόταν και πάλι στην Αλβανία.
Όλα αυτά τα γεγονότα συγκλόνισαν την ψυχή του Καλούδη. Στη σύντομη ομιλία που ακολουθεί προς τους μαθητές της Ζωσιμαίας εκφράζει την αμφιβολία του για το αν ο φοβερός παγκόσμιος πόλεμος Χρηστάκης Ζωγράφος έγινε για τα ιδανικά της ελευθερίας και του δικαίου' επικρίνει τους συμμάχους για τις διαρκείς αμφιταλαντεύσεις, επισημαίνει, με στοιχεία, την Ελληνικότητα της Βορείου Ηπείρου και τονίζει την ανάγκη για την ένωσή Της με τη μητέρα Ελλάδα.
Η ομιλία του Καλούδη.
Οι Ηπειρώται αρχίζουσι ν' αμφιβάλλωσιν, εάν όντως ο φοβερώτατος ούτος των πολέμων εγενετο υπερ της Λευτεριάς και του Δικαίου και εάν μη τα ευγενή ταύτα ιδανικά ήσαν απλώς "ευπρεπή ονόματα", ως λέγει ο Θουκυδίδης, ελησμονήθησαν δε εντελώς μετά την νίκην. Διότι βλέπουσι καθ' εκάστην να γίνηται μνεία των μυστικών συνθηκών, εν αις διατίθενται αι τύχαι των λαών κατά τα συμφέροντα των ισχυρών, αναγινώσκουσιν εν ταις εφημερίσιν, ότι μείζων δεικνύεται εύνοια προς τους αγρίους σφαγείς ή προς τα θύματα.
Πόσον δίκαιον είχεν η Γερμανική διπλωματία συμβουλεύουσα τους συμμάχους αυτής να μεταβάλωσι τον εθνολογικόν χάρτην! Πόσον συνετώς πράττουσιν οι Τούρκοι εξακολουθούντες να εφαρμόζωσι τας αρχάς εκείνας! Οι νεκροί δεν έχουσι ψήφον.
Αλλ' ό,τι μάλιστα ταράττει τους ενταύθα είναι το ζήτημα το Βορειοηπειρωτικόν . Αφού μία επανάστασις κατέδειξεν ηλίου φαεινότερον την εθνότητα του ατυχούς αυτού τμήμιιτος της πολυπαθούς Ηπείρου, αφ 'ου αυτή η διπλωματία ηναγκάσθη να ομολογήση τούτο και επιτρέψη κατόπιν εις την Ελλάδα να καταλάβη στρατιωτικώς την χώραν, πάλι ν η Συνδιάσκεψις αμφιταλαντεύεται να θέση τέρμα εις τα δεινά των πληθυσμών αυτής παρά το διαφωτιστικώτατον και ειλικρινέστατον υπόμνημα του κ. Βενιζέλου και το της Βορειοηπειρωτικής επιτροπείας. Εν αυτοίς εξαντλείται τοσούτον τελείως το ζήτημα, ώστε περιττεύει πάσα άλλη εξέτασις αυτού. Διότι δεν πείθονται μόνον δι' αυτών οι μη θέλοντες να πεισθώσιν, οι έχοντες δηλαδή συμφέρον. Οι δ' άλλοι και μόνον εκ της διεκτραγωδήσεως των εκ της Ιταλικής κατοχής κακών των εν πάση λεπτομερεία εκτιθεμένων εν τω υπομνήματι των Βορειοηπειρωτών δύνανται να πεισθώσιν ακραδάντως περί της Ελληνικότητος της χώρας εκείνης.
Ένα μόνον ευρίσκουσιν οι ενταύθα λόγον της τοιαύτης στάσεως της Συνδιασκέψως, ότι η στατιστική διαιρεί τον πληθυσμόν κατά θρησκείαν, ήτις βεβαίως δεν είναι νυν παρ αυτοίς εθνολογικόν γνώρισμα. Αλλά δεν πρέπει να λησμονώσι μήτε την μεσαιωνικήν ιστορίαν αυτών μήτε την δύναμιν της Μωαμεθανικής θρησκείας.
Αύτη εξαφανίζει εντελώς πάντα άλλον δεσμόν. Οι εξωμόται της χθες είναι οι αμειλικτότατοι διώκται και αυτών των συγγενών. Τουρκικόν άρα κράτος περιλαμβάνον και χριστιανούς εξ ανάγκης θα έχη τάξιν άρχουσαν και τάξιν τυραννουμένην. Ισότης εν αυτώ είναι τι αδιανόητον. Εκ τούτου εξηγείται, ότι παρά πάσαν την Ιταλικήν προπαγάνδαν, παρά παν το δαπανώμενον χρήμα ελάχιστοι Χριστιανοί, και ούτοι εφ' όσον λαμβάνοσι τακτικώς τα επιδόματα, απεσκίρτησαν. Ούτος είναι ο λόγος, δι' ον σύμπας ο Χριστιανικός πληθυσμός και αυτός ο Αλβανόγλωσσος έχει Ελληνικωτάτην την συνείδησιν. Διότι Θρησκεία και Ελληνισμός είναι παρ ημίν αλληλένδετα αναποσπάστως. η Θρησκεία συνετήρησε τον Ελληνισμόν, ο δ' Ελληνισμός διά του αίματος αυτού ήρδευσε το δένδρον της Θρησκείας. Βεβαίως συνετέλεσαν ουκ ολίγον εις τούτο και ο Ελληνικός πολιτισμός και τα πολυάριθμα σχολεία, άτι να αυτοί ούτοι δι' ιδίων πόρων συνετήρουν ή διά κληροδοτημάτων πάλιν υπό εγχωρίων καταλειπομένων προς τούτο. Όπως και αν έχη το πράγμα, εν είναι αναμφηρίστως βέβαιον, ότι εν ταις στατιστικαίς το Χριστιανός σημαίνει Έλλην, όστις ουδέν άλλο διαρκώς ποθεί, ουδέν άλλο ονειρεύεται ή την μετά της μητρός Ελλάδος ένωσιν. Τούτο ήδη απεδείχθη εκ της επαναστάσεως, ως ελέχθη.
VI. ΔΙΑΛΕΞΗ: «ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΜΙΣΟΓΥΝΙΣΜΟΥ ΤΟΥ ΕΥΡΙΠΙΔΟΥ»
Εισαγωγικά Η διάλεξη αυτή δόθηκε το 1934 στη «Λέσχη Επιστημόνων ή Διανοουμένων» που ιδρύθηκε στα Γιάννινα το 1932-1933, με σκοπό βασικό την οργάνωση διαλέξεων και άλλων πνευματικών εκδηλώσεων. Πρόεδρος της Λέσχης εκλέχτηκε ο Χρίστος Σούλης, γιατί θεωρήθηκε ο πιο κατάλληλος. Ομιλητές στη Λέσχη ήταν εξέχουσες προσωπικότητες της εποχής εκείνης, όπως ο Γεώργιος Καλούδης, συνταξιούχος Γυμνασιάρχης τότε, ο Ευάγγελος Παπανούτσος που υπηρετούσε τότε στη Ζωσιμαία Παιδαγωγική Ακαδημία Ιωαννίνων και άλλοι.
Το θέμα της διάλεξης ήταν οικείο στον Καλούδη. Βαθύς γνώστης των κλασικών γραμμάτων ο Καλούδης, ήταν ο πιο κατάλληλος να αναπτύξει ένα θέμα που απασχόλησε, επί αιώνες, τη φιλολογική έρευνα: αν, δηλαδή, ο Ευριπίδης ήταν μισογύνης ή όχι.
Ξεκάθαρες οι απόψεις που διατυπώνει σ αυτή τη διάλεξη: Όπως ο ίδιος, έτσι και ο Ευριπίδης, δεν υπήρξε μισογύνης, όσο τουλάχιστο θεωρείται. Έζησε, κατά τον Καλούδη, ο Ευριπίδης σε μια εποχή με βαθιά κρίση, εκπρόσωπος αυτής της εποχής είναι ο Ευριπίδης και ταυτόχρονα βαθύς ανατόμος της ανθρώπινης ψυχής. Γνωρίζει τα προτερήματα, αλλά και τα ελαττώματα της γυναικείας φύσης. Παρουσιάζει, έτσι, πρότυπα αυτοθυσίας και φιλοπατρίας γυναικών, όπως είναι η Πολυξένη, η Μακαρία, η Πραξιθέα, η Ιφιγένεια, η Ευάδνη, η ʼλκηστις και η Ανδρομάχη, αλλά και πρότυπα πάθους και εκδίκησης, όπως η Φαίδρα, η Εκάβη και, προπαντός, η Μήδεια. Καταλήγει δε στο συμπέρασμα ότι από τους γυναικείους χαρακτήρες που παρουσιάζει ο Ευριπίδης, άλλοι μεν είναι ευγενικοί, άλλοι δε εμπαθείς' και οι πιο εμπαθείς όμως παρουσιάζουν κάποιο «άγριο μεγαλείο» και παρουσιάζονται με πλήρη κατανόηση γυναικείας ψυχής.
Η διάλεξη του Καλούδη σώζεται σε χειρόγραφα στο αρχείο του, δημοσιεύτηκε δε, σε συνέχειες, στην εφημερίδα «ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ» του Χρ. Χριστοβασίλη από τις 22 Νοεμβρίου μέχρι τις 3 Δεκεμβρίου του 1934.
Η διάλεξη του Καλούδη «Δεν αγνοώ πόσον δύσκολον είναι να κάμη τις διάλεξιν, οίαν αποτολμώ εγώ νυν, ενώπιον υμών. Διότι το ακροατήριον είναι ποικίλον και δεν είναι ευχερές να ομιλήση τις συμμέτρως προς τας αξιώσεις και τας διαθέσεις εκάστου. Δι' αυτό και απέφευγον μέχρι τούδε να εμφανισθώ ενώπιον υμών, φοβούμενος μήπως αναγκάσω τους πολλούς υμών τουλάχιστον, να διέλθητε ανιώμενοι χρόνον, όστις άλλως ευχαρίστως, εν ταις μετ' αλλήλων συνομιλίαις, θα διέρρεεν. Αλλά δεν ηδυνάμην αφ' ετέρου να μη λάβω υπ' όψιν και την ευγενή πρόσκλησιν του αξιοτίμου Προεδρείου της Λέσχης, και δι' αυτό ανέρριψα τον κύβον παρακαλώ ν να τύχω της ημετέρας επιεικείας.
Αλλά και θέμα, εις πλείονας διαφέρον και οπωσδήποτε μάλλον ανεκτόν, έπρεπε να ευρεθή και τοιούτον εξέλεξα ως γνωστόν, την μισογυνίαν του Ευριπίδου. Αι κυρίαι και δεσποινίδες αίτινες τιμώσι την διάλεξίν μου ταύτην, ας μη νομίσωσιν, ότι σκοπεύω να καταντλήσω κατ' αυτών σφοδρόν κατηγορητήριον. παν τουναντίον. Διότι και εγώ δεν υπήρξα ποτέ μισογύνης και ο μακαρίτης Ευριπίδης ουδέ εν ταις τραγωδίαις υπήρξε τοιούτος, όσον τουλάχιστον θεωρείται.
Και ήδη εις το θέμα.
Ο Ευριπίδης ανήκει εις εποχήν, καθ' ην βαθείαν κρίσιv υπέστη ο πνευματικός βίος εν Αθήναις μάλιστα, ότε αι παλαιαί αξίαι ήρχισαν να κλονίζωνται, οι σοφισταί, ως κεντρικόν υποκείμενου ερεύνης, έλαβον τον άνθρωπου, άλλως τε και διότι εν τη δημοκρατία την μεγίστην ισχύν κέκτηται η προσωπικότης, ο πατήρ της φιλοσοφίας, φίλος δε του ημετέρου τραγικού Σωκράτης, κατεβίβασε την φιλοσοφίαν από του ουρανού εις την γην, έτρεψε τουτέστιv αυτήν από της εξετάσεως των ζητημάτων της κοσμογονίας εις την μελέτην των ανθρώπων και των ηθικών ζητημάτων. Την νέαν ταύτην τροπήν του πνεύματος δεν ήτο δυνατόν v' αγνοήσωσι και αι καλαί τέχναι. Δι' ο και οι γλύπται δεν είναι πλέον θεοπλάσται, ως ο Ολύμπιος Φειδίας, και η σχολή αυτού, αλλά σμιλεύουσι του θεούς ανθρωπινωτέρους (Ειρήνη και Πλούτος).
Ο πρώτος εκπρόσωπος της τοιαύτης νοοτροπίας εν τη τραγωδία είναι ο Ευριπίδης. Δεν εξεθάμβωνεν αυτόν το κλέος του Μαραθώνος, ουδέ της Σαλαμίνος, δεν εφαντάζετο, δεν ωνειροπόλει πλέον ήρωας, αλλ' έβλεπε κοινούς θνητούς, έχοντας πάντα τα ελαττώματα, εις α υπόκειται το δύστηνον των ανθρώπων γένος. Επιγραμματική είναι η του Σοφοκλέους διάκρισις της εαυτού μούσης, από της του Ευριπίδου, ότι αυτός μεν εποίει οίους δει, Ευριπίδης δ' οίοι εισίν. Αλλ' εξ άλλου μέρους, το ερευνητικόν αυτού βλέμμα εισέδυσεν εις τα μυχιαίτατα της ψυχής και, οξύς γνώστης ων της ανθρωπίνης καρδίας ην ανέτεμνεν, ως ιατρός, ανεκάλυπτε και τας σκοτεινάς κηλίδας. Εν τη τοιαύτη ερεύνη αυτού, πρώτος κυρίως, ανακάλυψε την γυναίκα, την γυναίκα,
ήτις εγκλείει εν τοις στήθεσιv αυτής θησαυρούς αφοσιώσεως και αυτοθυσίας, αλλά και σφοδροτάτας θυέλλας αχαλινώτων παθών, ότε μάλιστα αισθάνεται εαυτήν προσβαλλομένην εις την γυναικείαν αυτής φιλοτιμίαν. Εδημιούργησε, λοιπόν, ευγενεστάτους, αλλά και σατανικούς γυναικείους χαρακτήρας. Δεν πρέπει να λησμονήσωμεν και το τρομερόν μεγαλείον και την προ ουδενός αποδειλιώσαν φύσιν της Αισχυλείου Κλυταιμνήστρας, της επί τοσούτον χρόνου επωαζούσης την εκδίκησιν και διψώσης το αίμα του συζύγου.
Ας εξετάσωμεν ήδη, διά βραχυτάτων, τους κυριωτέρους γυναικείους χαρακτήρας τους εν ταις σωζομέναις τραγωδίαις του Ευριπίδου.
Και πρώτον, ας αναφέρωμεν την Πολυξένην, υπόδειγμα μεγαλοφροσύνης και παρθενικής αιδημοσύνης. Ότε προσήχθη προ του τύμβου του Αχιλλέως, ως πρόβατον επί σφαγήν, και ο Νεοπτόλεμος, ξιφουλκών, ένευσεν εις εκκρίτους νεανίας να κρατήσωσιν αυτήν, ανεφώνησεν:
Ω την εμήν πέρσαντες, Αργείοι, πόλιv
εκούσα θνήσκω. μη τις άψηται χρεός
τουμού. παρέξω γαρ δέρην ευκαρδίως.
Ελευθέραν δε μ' ως ελευθέρα θάνω,
προς θεών με θέντες κτείνατε.
(=Ω Aργείoι που έχετε την πόλη μου κουρσέψει, με τη θέλησή μου πεθαίνω' να μην αγγίξει κανείς το κορμί μου. θα σας δώσω με όλη μου την καρδιά το λαιμό μου, κι ελεύθερη αφημένη, σκοτώστε με, ελεύθερη να πεθάνω).
Καθ' ην δε στιγμήν πληγείσα έπιπτεν, πολλήν πρόνοιαν είχεν ευσχήμων πεσείν κρύπτουσ ά κρύπτειν όμματ' αρσένων χρεών.
Διά του τελευταίου τούτου στίχου (ας προσθέσω ό,τι και άλλοι ήδη παρετήρησαν) ο Ευριπίδης αναισχύντως απεκάλυψεν όσα η αιδώς της παρθένου και αποθνησκούσης εφρόντισε να κρύψη.
Πώς σας φαίνεται; Είναι ούτος ο χαρακτήρ πλάσμα ποιητού μισογύνου;
Αλλά και τα ευγενέστατα συναισθήματα της υπέρ των οικείων αυτοθυσίας και φλογεράς φιλοπατρίας απέδωκεν ο ποιητής εις γυναίκας.
Ότε, μεταστάντος του Ηρακλέους οι Ηρακλείδαι κατεδιώκοντο υπό του Ευρυσθέως, κατέφυγαν τέλος, μετά παλλάς πλάνας, εις τον Μαραθώνα, και οι μεν άρρενες μετά του Ιολάου εκάθισαν επί του Βωμού του Διός, αι δε παρθένοι με τα της Αλκμήνης, έμενον εντός του ναού. Ίνα μη μακρηγορών, μυθολογών, επειδή οι Αθηναίοι δεν ήθελαν να εκδώσωσι τους ικέτας, εστράτευσεν ο Ευρυσθεύς επ' αυτούς. Κατά χρησμόν, θα ενίκων εκείνοι, εάν εσφάζετο παρθένος ευγενής εις την Περσεφόνην. Ακούσασα τούτο η Μακαρία, αξία του Ηρακλέους θυγάτηρ, προθύμως δέχεται να θυσιασθή αυτή, απορρίπτει μάλιστα επιμόνως και την προταθείσαν υπό του Ιολάου κληρωσιν μόνον η παρθένος ζητεί «μη εν αρσένων, αλλ' εν γυναικών χερσίν εκπνεύσαι».
Ο Εύμολπος μετά Θρακών εστράτευσεν επί τας Αθήνας, εβασίλευε δ' αυτών τότε ο Ερεχθεύς, γυναίκα έχων την Πραξιθέαν, την θυγατέρα του Κηφισού. Το Δελφικόν μαντείον εχρησμοδότησεν εις αυτόν, ότι θα νικήση, εάν προ της μάχης, θυσιάση την ιδίαν θυγατέρα. Η Πραξιθέα εκθύμως επέδωκεν αυτήν εις την σωτηρίαν της πατρίδος. Ο φιλόπατρις ρήτωρ Λυκούργος επαινεί τον Eυριπίδην ότι τούτον τον μύθου εποίησε, δι' ου διδάσκεται η φιλοπατρία, και απαγγέλλει μάλιστα εις τους δικαστάς και τα ιαμβεία «α πεποίηκε λέγουσαν την μητέρα της παιδός». Βεβαίως δεν είναι ανάγκη να επαναλάβω και εγώ αυτά, αλλά πρέπει ν' αναγνώσω 3 στίχους, ίνα ίδητε την μεγαλοψυχίαν και φιλοπατρίαν της Πραξιθέας.
«Χρήσθ', ω πολίται, τοις εμοίς λοχεύμασιν,
σώζεσθε, νικάτ. αντί γαρ ψυχής μιας
ουκ εσθ' όπως υμίν εγώ ου σώσω πάλιν»
(=χρησιμοποιείστε, πολίτες, το τέκνο μου, σωθήτε' για μια ψυχή (ζωή) δεν υπάρχει περίπτωση εγώ να μη σώσω την πόλη).
Ότε ο χιλιόναυς ελληνικός στόλος συνηθροίσθη εις Aυλίδα, δειναί δε τρικυμίαι εκώλυον τον πλουν επί την Τροίαν, ο Κάλχας εμάντευσεν, ότι είναι αδύνατον να αποπλεύσωσιν, εάν μη εξιλεωθεί η ʼρτεμις, διά της θυσίας της Ιφιγενείας. Ο Αγαμέμνων, άκων μεν, αλλ' ηναγκάσθη να προσκαλέση εκ των Μυκηνών την ιδίαν θυγατέρα, ίνα δήθεν εκδώση αυτήν εις τον Αχιλλέα. Αλλ' ότε η αιτία της προσκλήσεως αποκαλύπτεται, η Ιφιγένεια, ει και ο υιός της Θέτιδος είναι έτοιμος, διά των όπλων να υπερασπίση αυτήν, προτιμά ευκλεώς ν' αποθάνη. υπέρ της Ελλάδος «δίδωμι», αναφωνεί:
«σώμα τουμόν Ελλάδι,
Θύετ, εκπορθείτε Τροίαν. Ταύτα γαρ μνημεία μου
διά μακρού, και παίδες ούτοι και γάμοι και δόξ' εμή».
(=θυσιάστε το σώμα μου για την Ελλάδα. κυριεύστε την Τροία, αυτά θα είναι για πολύν καιρό ενθύμια, και παιδιά αυτά και γάμοι και δική μου δόξα).
Ας μεταβώμεν νυν εις τον οίκον και ας ίδωμεν ποίας τινάς συζύγους και μητέρας έπλασεν ο Ευριπίδης.
Τίς δύνοται να μείνη ασυγκίνητος όταν βλέπει την Ευάδνην, την τρυφεράν σύζυγον του υπό του Διός κεραυνοβοληθέντος ήρωος Καπανέως, καθ' ην στιγμήν ούτος είχεν αναβή επί των τειχών της Καδμείας πυρφόρος και ήτο έτοιμος «νίκην αλαλάξαι», όταν, λέγω, βλέπει την Ευάδνην να διαφεύγει την προσοχή των υπό του πατρός αυτής τεθέντων φυλάκων και να πηδά επί της πυράς, εν η εκαίετο το πτώμα του φιλτάτου συζύγου, ίνα συνοδεύσει αυτόν εις τους θαλάμους της Περσεφόνης: «ήδιστος γαρ τοι θάνατος συνθνήσκειν θνήσκουσι φίλοις».
Θέλετε άλλο τέλειο πρότυπο συζύγου; Είναι η ʼλκηστις. Είναι γνωστός ο μύθος. Ο Απόλλων, οστίς εθήτευσε παρά τω Αδμήτω, τω Βασιλεί των Φερών, ότε ετιμωρήθη υπ6 του Διός, διά την κατατόξευσιν των Κυκλώπων, ούτως ηγάπησεν αυτόν, ώστε έπεισε τας μοίρας να επιτρέψωσιν εις αυτόν να ζήση ίσον τω προτέρω χρόνον, εάν τις άλλος ευρίσκετο πρόθυμος ν' αποθάνη αντ' εκεί νου. Αλλ' ούτε φίλος, ούτε οι γέροντες γονείς ήθελον' αποθάνωσιν, ίνα σωθή ο μονογενής αυτών υιός. Περιώνυμος κατέστη παρά τοις αρχαίοις ο στίχος «χαίρεις ορών φως, πατέρα δ' ου χαίρειν δοκείς»; Μόνη η τρυφερά σύζυγος, η ʼλκηστις, δεικνύεται πρόθυμος. Εν τη αρχή του δράματος μανθάνομεν, παρά της θεραπαίνης, ότι ήδη ψυχορραγεί, αφ' ου πρώτον ελούσθη και ηυτρεπίσθη και προσηυχήθη υπέρ του υιού και της κόρης «άκλαυστος, αστένακτος». Μόνον ότε εισήλθεν εις τον γαμήλιον θάλαμον, έρριψεν εαυτήν επί της νυμφικής κλίνης, και τότε πλέον εξερράγη εις ποταμούς δακρύων, ενηγκαλίσθη δ' έπειτα τα τέκνα αυτής, τα κρεμάμενα εκ των πέπλων. Δεν είναι δυνατόν ν' αναλύσουμε ενταύθα το όλον δράμα. Αλλά δεν επιτρέπεται να μη εξάρωμεν την ευγένειαν της ψυχής της Αλκήστιδος, ήτις ζητεί, παρά του συζύγου, να μη λάβη δευτέραν σύζυγον, ουχί εκ ζηλοτυπίας, αλλ' ίνα μη εισαγάγη μητρυιάν, ήτις είναι «εχίδνης ουδέν ηπιωτέρα». Η τελευταία σκέψις της ατυχούς μητρός είναι τα τέκνα. Ό,τι δε μάλιστα εξαίρει την μεγαλοψυχίαν και τον ηρωισμόν της Αλκήστιδος είναι τούτο: δεν είναι νεόγαμος, δεν διέτρεχε τον μήνα του μέλιτος, δεν παραγνωρίζει το βάρος της τολμηράς αυτής αποφάσεως, δεν αγνοεί, ότι μετά τον θάνατον του Αδμήτου ηδύνατο να συζευχθή οποιονδήποτε Θεσσαλόν Βασιλέα και να ζη βίον όλβιον «ήβης έχουσα δώρα, εν οις ετέρπετο». Και όμως η πιστή σύζυγος θυσιάζει πάντα ταύτα. Είναι ευγενεστάτη γυναικεία μορφή με όλην την σημασίαν της λέξεως, πρότυπον συζύγου, και φυσικά και φιλόστοργος μήτηρ.
Δεν πρέπει να παραλείψω, και εκ λόγων τυπικών, την Ανδρομάχην του Έκτορος, την εκ του Νεοπτολέμου προμήτορα του Βασιλείου οίκου των Μολοσσών, ει και θα επεθύμουν να μη ημαύρωνεν ο Ευριπίδης την αμίμητον σκηνήν της ομιλίας Έκτορος και Ανδρομάχης, ήτις είναι εκ των λαμπροτάτων αδαμάντων της Ομηρικής ποιήσεως, ανέφικτος περιγραφή συζυγικής αγάπης. Η Ανδρομάχη, κατά τον Ευριπίδην, ήτο τόσον αφοσιωμένη εις τον Έκτορα, ώστε συνήρα τω ανδρί, υπεβοήθει τουτέστιν τας ερωτικάς αυτού παρεκτροπάς και εθήλαζε μάλιστα και τα νόθα αυτού τέκνα. Και γνωρίζω μεν βεβαίως, ότι τοιαύτην εποίησεν αυτήν ο Ευριπίδης, κατ' αντίθεσιν προς την Ερμιόνην, την νόμιμον σύζυγον του Νεοπτολέμου, ήτις εκ ζηλοτυπίας, ηθέλησε, κατά την απουσίαν του ανδρός τη βοηθεία του πατρός Μενελάου, να σφάξη την Ανδρομάχην, ως παλλακήν του ανδρός και τον υιόν αυτής. Αλλά προτιμώ, ομολογώ, τον Έκτορα και την Ανδρομάχην του Ομήρου, το αθάνατον τούτο υπόδειγμα συζυγικού ζεύγους.
Αλλ' ως είπον και εν αρχή, ο Ευριπίδης ενεβάθυνεν εις τα μυχιαίτατα της ανθρωπίνης και δη της γυναικείας καρδίας, ανεύρε δ' ότι η γυνή είναι πολλώ εμπαθεστέρα του ανδρός, και μάλιστα, όταν προσβάλληται, ως γυνή, εις τα ιερώτατα τουτέστιν αυτής. Τούτο εδήλωσεν ο ποιητής εν τη Μηδεία λέγων (265):
όταν δ' ες ευνήν ηδικημένη κυρή,
ουκ έστιν άλλη φρην μιαιφονωτέρα.
Και όντως ουδαμού ο Ευριπίδης είναι μείζων ή εν τη περιγραφή σφοδρών παθών. Από νεανικής ηλικίας παρετήρησε, με το οξυδερκές βλέμμα ποιητού, τας δυνάμεις ταύτας, αίτινες την ευτυχίαν ή την δυστυχίαν των ανθρώπων απεργάζονται, αι οποίαι μέτριαι μεν ούσαι και εις τα κελεύσματα της φρονήσεως υπακούουσαι, καθιστώσι τους ανθρώπους ευδαίμονας, αλλ' εάν βιαίως κυριαρχώσιν, άγουσιν εις όλεθρον, τα πνεύματα ταύτα του ʼιδου, ων το κέντρισμα παρασύρει τινά αθέλητον πέρα πάσης αιδούς και κα- θήκοντος, εις την άβυσσον, εν η συντρίβεται. Δίκαιον άρα έχει ο Ψευδολογγίνος, λέγων «Έστι μεν φιλοπονώτατος ο Ευριπίδης δύο ταυτί παθήματα, μανίας τε και έρωτος εκτραγωδήσαι, καν τούτοις, ως ουκ οίό' εις τις έτερος, επιτυχέστατος».
Ουχί λοιπόν η μισογυνία, αλλά το πνεύμα της εποχής, ως λέγομεν, και μάλιστα το ίδιον πνευματικόν δαιμόνιον ώθησεν αυτόν να ποίηση την Φαίδρα, την Εκάβην, μάλιστα δε την θαυμασιωτάτην αυτού δημιουργία, την Μήδεια. Δεν θα σας κουράσω πολύ ενδιατρίβω περί την Φαίδρα.
Είναι η αυτή ιστορία και η της γυναικός του Πετεφρή με τον Ιωσήφ, η της παρ' Ομήρω «δίας Αντείας» με τον Βελλεροφόντην, η της Αστυδαμείας με τονΠηλέα. Γυνή, ήτις βλέπει περιφρονούμενον τον έρωτα αυτής, εκμαίνεται, συκοφαντεί τον απορρίψαντα τας αισχράς αυτής προτάσεις και ζητεί παντί τρόπω να εξοντώση τον άθλιον εκείνον. Αλλ' η Φαίδρα καθίσταται συμπαθητική, εγείρει τον οίκτον και τον έλεον ημών, διότι η ατυχής είναι θύμα της Αφροδίτης, θελούσης να τιμωρήση τον παρθενικόν πρόγονον αυτής .Ιππόλυτον, τον λάτριν της Αρτέμιδος, και παλαίει επί μακρόν άπελπιν και άνισον αγώνα προς το πάθος το σπαράττον την καρδίαν αυτής και αγαγόν τέλος αυτήν εις την αυτοκτονίαν. Η δ' Εκάβη, οσονδήποτε αγριωτάτην και βαρβαρωτάτην εκδίκησιν και αν λαμβάνη παρά του Βασιλέως των Θρακών Πολυμήστορος, όστις εδολοφόνησε τον παρ' αυτώ παρακατατεθέντα υιόν Πολύδωρον, φονεύουσα μεν τα τέκνα, αυτόν δε τυφλώνουσα, έχει ισχυράν δικαιολογίαν. Βασίλισσα πρώην ισχυρού Κράτους, μήτηρ 19 ηρωικών τέκνων επείδε τον σύζυγον αυτής, τον γέροντα Πρίαμον, σφαγέντα επί του βωμού του Διός, τους υιούς πεσόντας, την πόλιν καταστραφείσαν, εαυτήν δε δούλην, αρτίως στερηθείσαν και της προσφιλούς θυγατρός Πολυξένης θυσιασθείσης, ως είπομεν, επί του τύμβου του Αχιλλέως, ότι και τον μόνον υπολειφθέντα υιόν, παρ' ου ήλπιζε την διατήρησιν του γένους και ίσως, ίσως και την ανάκτισιν της Ιλίου είδεν υπό του ξένου, προς όν υπεξέπεμψεν aυτόν, χάριν των χρημάτων σφαγέντα και ριφθέντα εις την θάλασσαν «άκλαυστον, άταφον», ε! ήτο φυσικώτατον, μετά πάντα ταύτα, να εκμανή και να καταληφθή υπό αγριωτάτης λύσσης και να επιβάλη εις τον άπιστον Πολυμήστορα την φρικτοτάτην εκείνην τιμωρία. Ερχόμεθα τέλος εις την πολυθρύλητον Μήδειαν, το αριστούργημα τούτο της Ευριπιδείου μούσης.
Η Μήδεια, κυρίαι και κύριοι, είναι είδος θηλυκού Αχιλλέως. Εκείνος, ότε τους πολλαπλούς αυτού μόχθους και πόνους και αγώνας αντήμειψαν ο Αγαμέμνων και οι Αχαιοί, διά μαύρης αχαριστίας και ατιμασμού, αποσύρεται πνέων εκδίκησιν και εγκαταλείπει αυτούς εις τον όλεθρον. Αύτη, αφ' ου πάντα έπραξεν υπέρ του Ιάσονος, με όλην την σφοδράν εμπάθειαν της ορμητικής αυτής ψυχής, εθυσίασε και πατρίδα και γονείς, έσφαξε δε και τον αδελφόν, ότε ο ανήρ ούτος, όστις ήτα δι αυτήν το παν, αποπέμπει αυτήν και μέλλει να νυμφευθή άλλην, ουδέν πλέον σκέπτεται ή εκδίκησιν. Μίαν δε μόνην εκδίκησιν κατά του Ιάσονος βλέπει, την σφαγήν των τέκνων.
Η απώλεια των τέκνων και η στέρησις της ελπίδος γεννήσεως άλλων εθεωρείτο πολύ φρικτοτέρα τιμωρία υπό των αρχαίων ή νυν υφ' ημών. Ίνα τούτο καταδειχθή, έχη δε και η Μήδεια καταφύγουν μετά τα ανοσιουργήματα, επινοείται η σκηνή του Αιγέως. Αλλ η παιδοκτονία ήτα και δι' αυτήν τρομερόν μαρτύριον. Ο αγών μεταξύ των αντιθέτων συναισθημάτων, της μητρικής στοργής και του πάθους της εκδικήσεως, μετά τοιαύτης αληθείας περιγράφεται, ώστε καίπερ φρίττοντες προ του ανοσιουργήματος αισθανόμεθα και τινά οίκτον προς την μητέρα. Αλλά πώς η Μήδεια, γυνή υπό πάντων εγκαταλελειμμένη, δύναται να περάνη την φρικαλέαν αυτής εκδίκησιν, να φονεύση και την νέαν μνηστήν του Ιάσονος και τον πατέρα αυτής; Ο Αχιλλεύς μισεί ως τον ʼιδην τον άλλα μεν φρονούντα, άλλα δε λέγοντα. Αλλ η Μήδεια είναι γυνή, και ως γυνή καταφεύγει εις τα γυναικεία όπλα, την πανουργίαν. Την υποκρισίαν ταύτην της Μηδείας, παρά την σφοδρότητα της αγρίας αυτής φύσεως να χαρακτηρίση, εν τη πονηρά προσποιήσει την διαφαινόμενην ορμήν των συναισθημάτων να υποδηλώση, τον θριαμβικόν κατόπιν χλευασμόν διά τους εξαπατηθέντας Κρέοντα και Ιάσονα εκ της φαιvομενικής αυτής υποταγής να περιγράψη, είναι όντως μέγα κατόρθωμα του ποιητού. Ουδείς άλλος ποιητής δύναται να καυχηθή, ότι εισέδυσε τόσον βαθέως εις την άβυσσον της εμπαθούς γυναικείας ψυχής, όσον ο Ευριπίδης.
Εζητήσαμεν ούτω, Κυρίαι και Κύριοι, τους σπουδαιότερους γυναικείους χαρακτήρας, τους εν ταις σωζομέναις τραγωδίαις του Ευριπίδου. Οι μεν είναι ευγενέστατοι, οι δ εμπαθέστατοι, αλλ ουδείς αυτών επλάσθη απλώς, ένεκα μίσους κατά των γυναικών. Δεικνύουσι μόνον βαθυτάτην γνώσιν της γυναικείας ψυχολογίας. Εκ τίνος λοιπόν λόγου εθεωρήθη ο Ευριπίδης μισογύνης;
Εάν τούτο ανέφεραν νεώτεροι συγγραφείς ή γραμματικοί, απλούστατα θ' απερρίπτομεν τας μαρτυρίας αυτών ασυζητητί ως μύθευμα όπως και τόσα άλλα. Αλλά είναι απολύτως βέβαιον ότι οι σύγχρονοι εθεώρουν αυτόν τοιούτον. Εάν μη τοιαύτη ήτα εσχηματισμένη κοινή περί αυτού τότε γνώμη, δεν θα εποίει ο Ευριπιδομάστιξ Αριστοφάνης όλην κωμωδίαν, τας Θεσμοφοριαζούσας, αναφερομένην εις την μισογυνίαν ταύτην του Ευριπίδου. Οσονδήποτε και αν θελήσωμεν να παραδεχθώμεν, ότι η ανειμένη κωμωδία ουδέποτε ώκνησε να προσβάλη τον ιδιωτικόν βίον των εξόχων ανδρών, ποτέ δεν είναι δυνατόν αύτη να πλάση ανύπαρκτα ελαττώματα. Έργον της κωμωδίας, ως και της γε λοιογραφίας (δεν αναφέρω τον φθόνον η την ιδιοτέλειαν ευτελών ανθρώπων) είναι να βλέπη, διά μεγεθυντικού φακού και να εξογκώνη και μικρά παραπτώματα, αλλ' ουδέποτε να πλάττη όλως ανύπαρκτα. διότι τότε δεν διεγείρει παρά τοις θεαταίς γέλωτα κατά του κωμωδουμένου, αλλά τον καταγέλωτα του ποιητού ή καλλιτέχνου.
Είναι όντως παράδοξος η προσπάθεια πολλών φιλολόγων, ασχολουμένων επί μακρόν μετά ζήλου, περί τινά ποιητήν ή και πεζογράφον ν' απαλλάξωσιν αυτούς πάσης επιρριφθείσης μομφής. Αισθάνονται πραγματικόν, ούτως ειπείν, έρωτα εκ της μακράς περί αυτούς διατριβής και δεν θέλουσι να βλέπωσιν ουδεμίαν κηλίδα, αμαυρούσαν τον βίον αυτών. Αλλ' είναι παράδοξον να είχε σχέσεις ερωτικάς ο ποιητής της γυναικείας ψυχολογίας προς γυναίκας, είναι δε αδιανόητον ν' απατήσωσι και αυτόν αι δύο γυναίκες αυτού; Δεν είναι πιθανόν να είναι αληθές ότι λέγει προς αυτόν ο Διόνυσος εν τοις Βατράχοις;
α γαρ εις τας αλλοτρίας εποίεις, αυτός τούτοις επλήγης; Αλλ οποιαδήποτε και αν είναι η αιτία, δεν δυνάμεθα να αρνηθώμεν, ότι ο Ευριπίδης δεν έτρεφε φιλικά αισθήματα προς το γυναικείον φύλον. Μαρτυρούσι τούτο κυρίως πολλαί γνώμαι, περί των γυναικών, εγκατεσπαρμέναι εν ταις τραγωδίαις αυτού, πολλάκις μάλιστα άνευ ανάγκης. Θα ήτα μακρόν και άσκοπον να απαριθμήσωμεν αυτάς. Αλλ ίνα μη απολειφθή και σκιά αμφιβολίας, επάγομαι μάρτυρα αυτόν τούτον τον κατηγορούμενον, λέγοντα εν Ιππολ. 664:
Όλοισθε. μισών δ' ούποτ' εμπλησθήσομαι
γυναίκας, ουδ' ει φησί τις μ' αεί λέγειν
αεί γαρ ουν πως εισί κακεί ναι κακαί
Ή νυν τις αυτάς σωφρονείν διδαξάτω
ή καμ' εάτω ταίσδ' επεμβαίνειν αεί.
(= να χαθείτε ποτέ δεν θα χορτάσω να μισώ τις γυναίκες, κι ας πει κάποιος ότι πάντα λέω τα ίδια: γιατί πάντα κι εκείνες θα είναι κακές. Ή τώρα κάποιος ας τις διδάξει να βάλουν γνώση ή και μένα να αφήσει πάντοτε να τις αντιμετωπίζω).
Τι λοιπόν συνάγεται εκ πάντων των ειρημένων; Ο Ευριπίδης δι' οιονδήτινα λόγον όντως υπήρξε μισογύνης εν ταις τραγωδίαις, αλλά το μίσος αυτού τούτο περιωρίζετο μόνον εις εγκατεσπαρμένας εν ταις τραγωδίαις γνώμας, δεν εθόλωσε δ ουδέποτε το ποιητικόν αυτού δαιμόνιον, και ούτω διέπλασε γυναικείους χαρακτήρας ευγενείς, υψηλόφρονας, μεγαλοψύχους, ηρωικούς.
Αλλά και αι εμπαθέσταται γυναίκες παρ' αυτώ δεν στερούνται αγρίου μεγαλείου, δια- γράφονται δε μετ' απαραμίλλου και ανεφίκτου κατανοήσεως της γυναικείας ψυχής.
Κυρίαι και Κύριοι,
Ήδη γην οράτε. Την ανίαν, ην ίσως ησθάνθητε ακούοντες, ει και υπήρξα, όσον ηδυνάμην, λακωνικός, δεν είναι ορθόν, ως και προοιμιαζόμενος είπαν, να φορτώσητε εις μόνην την ράχιν μου, αλλά δίκαιον τι μέρος να επιρρίψητε και εις το αξιότιμον Διοικητικόν Συμβούλιον της Λέσχης, εις την ευγενή πρόσκλησιν του οποίου να ομιλήσω από της θέσεως ταύτης δεν μοι επετρέπετο ν' αντιστώ».
VII. ΔΙΑΛΕΞΗ ΜΕ ΘΕΜΑ: ΤΟ ΟΜΗΡΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ
Εισαγωγικά
Στον κύκλο των διαλέξεων που πραγματοποιούνταν στη «Λέσχη Επιστημόνων ή Διανοουμένων» ανήκει και η διάλεξη αυτή του Καλούδη με θέμα «Το Ομηρικό Ζήτημα».
Είχε μελετήσει και είχε διδάξει, κατ' επανάληψη, ο Καλούδης τα Ομηρικά έπη και είχε αποκρυσταλλωμένες απόψεις για το περιβόητο Ομηρικό Ζήτημα, με το οποίο ασχολήθηκαν, επί αιώνες, γενεές φιλολόγων, χωρίς να καταλήξουν σε σύμφωνα συμπεράσματα. Αυτές τις αποκρυσταλλωμένες απόψεις εξέθεσε με τη διάλεξή του στη «Λέσχη των Επιστημόνων», προκαλώντας, κατά τον τύπο της εποχής, το θαυμασμό των ακροατών του.
Ο Καλούδης υποστηρίζει ότι ο ποιητής είναι ένας' πριν από τον ποιητή υπήρχαν μικρά ποιήματα σχετικά με θρύλους και παραδόσεις. αυτά τα ποιήματα ήταν γνωστά στον Όμηρο που ήταν και αυτός αοιδός. Οι αοιδοί ανήκαν στη μεσαία κοινωνική τάξη. Ο Όμηρος -όπως και ο ήρωάς του ο Οδυσσέας- περιηγήθηκε σε πολλές πόλεις και γνώρισε το χαρακτήρα των ανθρώπων, Σε όλο το έργο του αναπέμπεται ύμνος για τη γνώση και την εκπαιδευτική της αξία. Τα Ομηρικά 'Έπη έκαναν γνωστά σε πολλά μέρη οι Ομηρίδες, οι οποίοι ίδρυσαν πολλές σχολές' έτσι εξηγείται γιατί πολλές πόλεις ερίζουν για την πατρίδα του Ομήρου.
Τόπος γέννησης, με βάση τα Ιωνικά και Αιολικά στοιχεία που υπάρχουν στα Έπη, πρέπει να θεωρείται η Σμύρνη ή η Βολισσός της Χίου. Χρόνος γέννησης όχι πριν από το 900 π. Χ, ούτε πολύ μετά. Τυφλός ο Όμηρος δεν ήταν. η τυφλότητα αποδόθηκε στον ποιητή από παρεξήγηση με άλλους τυφλούς αοιδούς. Όσοι υποστηρίζουν ότι ο ποιητής δεν ήταν ένας, χρησιμοποιούν ως επιχειρήματα τη γραφή και τις αντιφάσεις, Αντιφάσεις, λέει ο Καλούδης, υπάρχουν και στο Σαίξπηρ. Γραφή υπήρξε πολύ πριν από τον Όμηρο.
Κλείνοντας τη διάλεξή του κάλεσε τους ακροατές να απολαύσουν την ηδονή που προκαλεί η ανάγνωση του Ομήρου να λάβουν υπόψη την επίδρασή του στους μεταγενέστερους και τις τιμές που δέχτηκε ανά τους αιώνες' να μελετήσουν, όσοι μπορούν, τον Όμηρο από το πρωτότυπο' όσοι δεν μπορούν, από μετάφραση, μετάφραση όμως ανεκτή, γιατί «ο Όμηρος δεν μεταφράζεται».
Και η διάλεξη αυτή βρέθηκε χειρόγραφη στο αρχείο του Καλούδη. Την παραθέτουμε και αυτή ολόκληρη -όπως και την άλλη περί του μισογυνισμού του Ευριπίδη- για να θαυμάσει ο αναγνώστης την επιστημονική κατάρτιση και την εμβρίθεια του Καλούδη, και να δικαιολογήσει το χαρακτηρισμό που του απέδιδε ο Χρ. Χρηστοβασίλης: «ο Αρχαίος Γυμνασιάρχης».
Η διάλεξη του Καλούδη. «Δεν με λανθάνει η δυσχέρεια του Ομηρικού ζητήματος, αφ 'ου ευφυώς τις είπεν, ότι εχύθη περισσότερα μελάνη περί αυτού ή αίμα έρρευσε προ των τειχών της Ιλίου. Αλλ' αφ 'ου επί τοσαύτα έτη εδίδαξα Όμηρον, είναι πρόδηλον ότι μετά μακράς αμφιταλαντεύσεις κατέληξα τέλος εις πεποιθήσεις εν ταις γενικαίς τουλάχιστον γραμμαίς (εν τοις καθ' έκαστον θεωρώ τούτο αδύνατον) αι οποίαι φυσικώς δεν δύνανται να αξιούν γενικήν αναγνώρισιν, και αυτάς ουχί άνευ πολλών δισταγμών, υπείκων εις την ευγενή και τόσον τιμητικήν δι εμέ πρόσκλησιν του αξιοτίμου κ. προέδρου της Λέσχης απεφάσισα ν' ανακοινώσω προς υμάς παρέχων ίσως ούτως εις πολλούς υμών αφορμήν ν' ασχοληθώσιν και να εντρυφήσωσιν εις την ανάγνωσιν του Ομήρου. Πιθανόν ούτοι να καταλήξωσιν εις διάφορα συμπεράσματα' ουδέν θαυμαστόν. Αλλ' εάν και κατ' ελάχιστον συντελέσω εις την ώθησιν των νεωτέρων προς εμβριθεστέραν εξέτασιν και έρευναν, θα θεωρήσω τούτο μεγάλην μου ικανοποίησιν. Οφείλω δε να εξομολογηθώ εις υμάς, ότι από ικανού χρόνου διά λόγους ευνοήτους δεν ηδυνήθην να παρακολουθήσω την νεωτέραν βιβλιογραφίαν. Αλλ' είμαι πεπεισμένος ότι μόνον λεπτομέρειαι τινές ίσως ηλλοιώθησαν, αι γενικαί γραμμαί μένουσιν αι αυταί, εγώ δε μόνον αυτάς είναι δυνατόν να θίξω.
Πριν να μεταβώμεν εις το κύριον θέμα της παρούσης διαλέξεως, εάν είναι εις ο ποιητής της Ιλιάδος και ποίος τις ούτος ή εάν είναι μεταγενεστέρα συρραφή και διασκευή διαφόρων ασμάτων, διά βραχυτάτων ας ίδωμεν την ανάπτυξιν της επικής ποιήσεως παρά τοις ημετέροις προγόνοις.
Η ποίησις ήτο φυσικώς κατ' αρχάς ιερατική. Δι αυτής επεκαλούντο την εύνοιαν των θεών, αλλά και εξύμνουν και τα έργα αυτών. Εν βήμα απητείτο, ίνα από των θεών μεταπηδήση εις τους άθλους των διογενών βασιλέων. Τούτο συνέβη μάλιστα εν τη ηρωική εποχή, ότε το Έθνος ώργα προς δράσιν, αι δε μετακινήσεις των φύλων ήγον εις σφοδρούς πολέμους και θαρραλέα τολμήματα. Αι μάχαι και αι ένδοξοι πράξεις των ιπποτικών εκείνων ηρώων, ως και αι κοιναί επιχειρήσεις κατά γην και κατά θάλασσαν παρείχον εις την ποίησιν υλικόν πλούσιον, καθ' όσον διήγειρον διάφορα συναισθήματα παρά τω λαώ, άτι να υπό τινός ταις μούσαις προσφιλούς εξωτερικεύοντο δι άσματος.
Ήτο δε τούτο απαύγασμα, ούτως ειπεί ν, της ψυχής του όλου λαού, και ο ποιητής αισθανόμενος τούτο έμενεν αφανής. Το άσμα αυτού ήτο δημοτικόν.
Τα ποιήματα ταύτα άτινα ο ποιητής καλεί "οίμας "( = άσματα) ήσαν προφανώς κατ' αρχάς μικρά, ανάλογα προς τα ημέτερα δημοτικά. Αλλά συν τω χρόνω ολονέν και εγίνοντο μακρότερα επί τοσούτον μάλιστα, ώστε δεν ερραψωδούντο ολόκληρα, αλλ' ο ποιητής ή ο ραψωδός εξέλεγε τμήμα του όλου.
Τούτο μανθάνομεν εκ της Οδυσσείας, (θ.500) εν η ο Δημόδοκος εκπληρών επιθυμίαν του Οδυσσέως να άση τα κατά τον δούρειον ίππον.. ...
φαίνεν αοιδήν,
ένθεν ελών, ως οι μεν ευσσέλμων επί νηών βάντες απέπλεον,
( = τραγούδι παρουσίαζε
από εδώ αρχίζοντας, μέχρις ότου εκείνοι μεν, αφού ανέβηκαν σε πλοία με όμορφα καταστρώματα, απέπλεαν).
Αλλά τα μικρά αυτά ποιήματα ήσαν εκείνα, άτινα και γλωσσικώς και μετρικώς προπαρεσκεύασαν το έδαφος εις την ποίησιν της Ιλιάδος και Οδυσσείας, αφθάστου μεγαλείου και τελειότητος. Ίσως δε αυτά είναι και τα καταδείξαντα ότι το έπος πρέπει να έχει ενότητα πράξεως. Αυτό τούτο, η ενότης της πράξεως ουχί του προσώπου, περί ης ο Αριστοτέλης ούτω κρίνει, "θεσπέσιος αν φανεί η Όμηρος παρά τους άλλους τω μηδέ τον πόλεμον καίπερ έχοντα αρχήν και τέλος επιχειρήσαι ποιείν όλον λίαν γαρ αν μέγα και ουκ ευσύνοπτον έμελλεν έσεσθαι. . . " ή ενότης, λέγω, αυτή είναι η κυριωτάτη απόδειξις ότι εις υπήρξεν ο ποιητής της Ιλιάδος.
Διότι πώς είναι δυνατόν να φαντασθώμεν, ότι εις την κεφαλήν πολλών ποιητών επήλθε να ποιήσωσι πάντες την "μήνιν του Αχιλλέως "; Ο δεκαετής Τρωίκός πόλεμος ενεί- χε πολλάς πράξεις, ίνα ποιηθώσι διάφορα έπη, διατί άρα γεπολλοί αυτών συνέπεσον εις την εκλογήν του θέματος τούτου; Αλλά και ποίου θέματος; Μόνον το ποιητικόν δαιμό- νιον του μεγίστου των ποιητών ηδύνατο να εκλέξη το επεισόδιον της έριδος Αχιλλέως και ΑΥαμέμνονος, εξ ής επήλθε το τέρμα του πολέμου, η άλωσις της Ιλίου. Ίσως και αυ- τός ο ποιητής να έπλασε τον μύθον τούτον, ή και διεσκεύασεν αυτόν ούτως.
Η Ίλιος δεν ήτο δυνατόν να κυριευθή εφ' όσον έζη ο Έκτωρ, μία των ευγενεστάτων και ηρωί"κωτάτων μορφών του έπους. Τον Έκτορα μόνον ο Αχιλλεύςήτο δυνατόν να φονεύση, αλλά και ήτο πεπρωμένο ν μετ' αυτού να πέση και αυτός. Αλλ' ουδείς προθυ- μοποιείται να φονεύση όταν είναι βέβαιος ότι μετ' ου πολύ και αυτός θα φονευθή.
Έπρεπε λοιπόν να φονευθή υπό του Έκτορος ο φίλος Πάτροκλος, ίνα κοχλάση αυριώτατον το πάθος της εκδικήσεως εν τη καρδία του ήρωος, ώστε να καταφρονήση τον επικείμενον θάνατον αυτού.
Αυτίκα τεθναίην, επεί ουκ αρ έμελλον εταίρω κτεινομένω επαμύναι
..νυν δ' ειμ' όφρα φίλης κεφαλής ολετήρα κιχείω Έκτορα". (= αυτή τη στιγμή ας πεθάνω, αφού, βέβαια, δεν μπόρεσα το φίλο μου που φονευόταν να βοηθήσω τώρα θα πάω για να συναντήσω τον Έκτορα το φονιά του αγαπημένου μου φίλου ).
Αλλ' ίνα φονευθή ο Πάτροκλος, έπρεπεν άνευ του Αχιλλέως ου ην αρματηλάτης, να καταβή εις τον αγώνα. Ενταύθα ο μύθος ανέφερεν ή η μεγαλοφυία του ποιητού επενόη- σε ν' απομακρύνη τον Αχιλλέα από των μαχών, αλλά και τούτο ουχί άνευ ισχυροτάτων ψυχολογικών λόγων.
Έγκει ται εν τη ανθρωπίνη φύσει οι κεκoσμημένoι δι' εξαιρετικών πνευματικών ή σωματικών προτερημάτων έχοντες συναίσθησιν της υπεροχής αυτών ταύτης να μη κά- μπτωσι ν ευκόλως τον αυχένα, αλλά και οι κατέχοντες την ανωτάτην αρχήν κληρονομικώ δικαιώματι να μη 'χωνεύουν" -ας μοι επι τραπή η έκφρασις αύτη- τους ατιθάσους εκείνους και δυσηνίους. Δεν αναφέρω εμήν γνώμην, αλλά του Ομήρου. Ούτως εν τη έριδι ο Αγαμέμνων δεν διστάζει να είπη προς τον Αχιλλέα.
"Έχθιστος δε μοι έσσι διοτρεφέων βασιλήων, αεί γαρ τοι έρις τε φίλη, πόλεμοι τε μάχαι τε "(= είσαι ο μεγαλύτερος εχθρός από τους θεόσταλτους βασιλιάδες, γιατί πάντα αγαπάς τον τσακωμό, τους πολέμους και τις μάχες) και μετά την συνετήν παρέμβασιν του Νέστορος: "αλλ' όδ' ανήρ εθέλει περί πάντων έμμεναι άλλων, πάντων μεν κρατέειν εθέλει, πάντεσσι δ' ανάσσειν, πάσι δε σημαίνειν, α τιν' ου πείσεσθαι oίω (= αλλά αυτός εδώ ο άντρας θέλει να υπερέχει από όλους τους άλλους, σε όλους θέλει να εξουσιάζει, σε όλους να βασιλεύει, σε όλους να υποδεικνύει αυτά που νομίζω ο ίδιος δε θέλει να πάθει). Αλλά και ο Αχιλλεύς έτι σφοδροτερον, εμπαθέστερον αποκρίνεται: "η γαρ κεν δειλός τε και ουτιδανός καλεοίμην, ει δη σοι παν έργον υπείξομαι, όττι κεν είπης". (= αλήθεια δειλός και τιποτένιοςθα ονομαζόμουν, αν υποχωρήσω σε κάθε ενέργειά σου, σε ό, τι πεις ).
Η ρήξις επήλθεν ούτω και ο Αγαμέμνων σώζων την αξιοπέπρειαν του αξιώματος αυτού αφαιρεί το γέρας του Αχιλλέως. Είναι τόσον γνωστά ταύτα, ώστε δεν αισθάνομαι την ανάγκην να μακρηγορήσω. Εν μόνον οφείλω να προσθέσω, ό, τι εκ του Ομήρου δια φαίνεται, ότι και τρυφερώτερα αισθήματα συνέδεον τον ήρωα του έπους και την Βρισήδα. Δεν ήτο άρα η προσβληθείσα φιλοτιμία μόνον, ήτις τοσούτον εξηρέθισε τον Αχιλλέα. Πόθεν συνάγεται τούτο; Η Βρισής αποδοθείσα εις τον Αχιλλέα κλαίει τον νεκρό ν Πά- τροκλον, εν τω θρήνω δε αναφέρει:
"αλλά μ' έφασκες Αχιλλήος θείοιο κουριδίην άλοχον θήσειν". (= αλλά μου έλεγες ότι νόμιμη σύζυγο του θείκού Αχιλλέα θα με κάνεις)
Ο Πάτροκλος θα εγίγνωσκε τα συναισθήματα του φίλου. 'Επειτα, ότε το πάθος της εκδικήσεως κατέχει ολόκληρον την ψυχήν του ήρωος, ανα γκάζεται ούτος ν' απείπη την μήνι ν και συνεργασθή μετά του ανωτάτου άρχοντος, αλλ'
η πλήρης συμφιλίωσις επέρχεται ότε ούτος ομνύει ιερώτατον όρκον:
"μη μεν εγώ κούρη Βρισηίδι χείρ' επένεικα, ουτ' ευνής πρόφασιν κεχρημένος ούτε τευ άλλου". (= εγώ ποτέ δεν άγγιξα την κόρη Βρισηίδα, ούτε ζητώντας αφορμή για συ- ζυγική κλίνη, ούτε για τίποτε άλλο)
Αλλ' ότι και η Βρισής δεν ήτο αδιάφορος υποδηλοί ο ποιητής ουδ' αφ' ενός όλου στίχου: "η δ' αέκουσ' άμα τοίσι γυνή κίεν (= η κόρη δε χωρίς τη θέλησή της περπατούσε) ότε απήγετο εις την σκηνήν του Α γαμέμνονος.
Τότε, αλλά τότε μόνον ρίπτει ο Αχιλλεύς εις εντελή λήθην το παρελθόν και αποκαθίστανται αι σχέσεις.
Πόσα ψυχολογικά ζητήματα δεν γεννώνται ενταύθα. Δεν ήτο λοιπόν η ακράτεια ηδονής, δι ην ο Αγαμέμνων αφήρεσεν από του Αχιλλέως την Βρισήδα, αλλ' ήθελε να αποφύγη την ταπεί νωσι ν και τηρήση το υψηλόν αυτού αξίωμα ή τουλάχιστον συνετός ων και το γενικόν συμφέρον προ οφθαλμών έχων ικανοποιηθείσης της φιλοτιμίας υπέταξε το ίδιον πάθος εις αυτό.
Μετά την ακροθι γή ταύτην εξέτασιν της οικονομίας του έπους τις είναι δυνατόν να φαντασθή ότι ουχί εις αλλά πολλοί υπήρξαν οι ποιηταί της Ιλιάδος, μάλλον δε της μήνιος του Αχιλλέως; Ενότης πράξεως, ενότης χαρακτήρων, βαθυτάτη ψυχολογία δεν βο-
ώσιν ότι εις υπήρξεν ο ποιητής; Αλλά και η μελίρρυτος γλώσσα, η μετρική τελειότης, η ενάργεια των περιγραφών, η θαυμαστή γνώσις της φύσεως, η αλήθεια και ακρίβεια των παραβολών, τα κοσμήματα του λόγου δεν επισφραγίζουσι την αλήθεια ταύτην;
Όστις συνέθεσεν εκ παλαιοτέρων, έστω, οιμών ( = ασμάτων) εις τόσον τελείαν οργανικήν ενότητα την "μήνιν του Αχιλλέως", ούτος είναι πάντως ο μέγιστος των ποιητών, ούτος δι' εμέ είναι ο Όμηρος και εάν αυτός δεν εποίησε μηδέ ένα στίχον, εάν είναι δυνατόν να υπάρξη τις, όστις να πιστεύη τοιούτον τι.
Αλλ' υπήρξεν όντως εις, ο μέγιστος των ποιητών πάντων των αιώνων, ο poeta sourano του Dante, όστις ετόλμησε το μέγιστο ν άλμα να μεταπηδήση από των δημοτικών ποιημάτων εις το τεχνικόν έπος.
Δεν υπάρχει βεβαίως ουδέν μέσον μετά 3000 περίπου έτη να αναπληρώσωμεν τας ελλειπούσας αμέσους ειδήσεις περί του προσώπου τούτου, αλλ' υπολείπεται ημί ν να προσεγγίσωμεν προς αυτό εμμέσως δι' αυτής της ποιήσεως αυτού, εν η κατοπτρίζεται η ψυχή του ποιητού. Και τούτο πάντως είναι το κυριώτατον
,
Ο Όμηρος ήτο αοιδός, εις μεταξύ πολλών άλλων ομοτέχνων, απαγγέλλων και αυτός το ποίημα αυτού εν ταις αυλαίς των βασιλέων ή προ του πλήθους, πολλά μέρη αυτού ίσως και αυτοσχεδιάζων προσαρμοζόμενος προς τους ακροατάς και την ευμενή ή δυ- σμενή αυτών παρακολούθησι ν. Α νήκον δε οι αοιδοί εις την μέσην κοι νωνικήν τάξι ν και, ενώ ουδέποτε έπαυον μετά του λαού αναστρεφόμενοι, ευρίσκοντο και εις άμεσΟΥ επα- φήν προς τ' ανώτατα κοινωνικά στρώματα. Εν τη αυλή του Αλκίνου ευρίσκομεν ως πρό- σωπον ανήκον εις αυτήν τον Δημόδοκον, οι μνηστήρες τηςΠηνελόπης αναγκάζουσι τον Φήμιον να διασκεδάζει αυτούς εν τοις συμποσίοις, ο Αγαμέμνων καταλείπει αοιδόν: "ω πόλλ'επέτελλεν Ατρείδης Τροίηνδε κιών είρυσθαι άκoιτιν (= σ' αυτόν πολλές παραγγελίες έδινε ο γιος του Ατρέα, όταν πήγε στην Τροία για να προστατέψει τη σύζυγο ).
Είναι άρα οι αοιδοί παρά τους μάντεις και τους κήρυκας ό, τι περίπου ο κλήρος εν τω μέσω αιώνι, η πνευματική τάξις και εξεπροσώπουν την επιστήμην της τότε εποχής.
Αλλά οι ασκούντες το επάγγελμα του αοιδού δεν διέμενον συνήθως εν μια πόλει, αλ- λά κατά το μάλλον και ήττον διήγον πλάνητα βίου. Εκ τούτων ήτο και ο Όμηρος και ό, τι λέγει περί τους Οδυσσέως,
."πολλών δ' ανθρώπων ίδεν άστεα και νόον έγνω τούτο ισχύει και περί αυτού. Το πλήθος των μύθων, τας περιπετείας των θεών και ανθρώπων, τας αδυναμίας, τους θρύλους, ιστορίας, δεν εύρεν ηνωμένα εν τι νί εγκυκλοπαιδεία βεβαίως, αλλ' ώφειλε να συλλέξη αυτός ακούων εκ του στόματος πολλών ανθρώπων, εν πολλαίς πόλεσιν, εν συχνοίς ταξιδίοις. Εντεύθεν εξηγείται και η θαυμαστή έκτασις των γνώσεων, την οποίαν δεικνύ- ει επί διαφόρων πεδίων και η αξία, ην απονέμει εις την γνώσιν πανταχού του έπους.
Και όντως ο Όμηρος κατέχει εκτάκτως πλουσίαν ύλην μύθων και ιστοριών, γνώσεις περί του ανθρωπίνου σώματος, των ζώων, των φυτών, των παντοειδών ασχολιών των ανθρώπων και περι γράφει, ότε η φαντασία άγει αυτόν εις τι αντικείμενου ανήκον εις τους κύκλους αυτούς, μετά σαφηνείας και εναργείας, ως ημείς ουχί άλλως αλλ' ή επιστήμην δυνάμεθα να ονομάσωμεν, ουχί επιπολαίους γνώσεις εκ των τριόδων συνειλεγμένας.
Δεν είδεν άρα πολλών ανθρώπων άστεα, αλλά και νόον έγνω, αι περιοδείαι αυτού εί- χον και εκπαιδευτικό ν σκοπόν, ή τουλάχιστον επέδρασαν εκπαιδευτικώς.
Πόσον βαθείαν γνώσίν του βίου των ζώων ο ποιητής έχει, δεικνύουσιν αι παραβολαί, ων περί τας 200 έχει η Ιλιάς. Αλλ' η εξέτασις αυτών θ' απεμάκρυνεν ημάς πολύ από του θέματος, θα απήτει πολύν χρόνου και δεν θα εγίνετο νοητή η ανάπτυξης αυτών άνευ του κειμένου. Εν μόνον λέγω. Ο μελετών παραβολήντι νά_εκ λεόντων ή εν γένει σαρκοφάγων ειλημμένην ας παραβάλη τον βίου των ζώων του Brehm, και τότε, τότε θ' αντιληφθή το δαιμόνιου του ποιητού.
Ουδέν άρα θαύμα, ότι τοιούτος ων κατέλαβεν υπερέχουσαν θέσιν μεταξύ των ομοτέχνων και μόνον αυτού το όνομα παρεδόθη ημίν και το έπος διεσώθη, απεδόθησαν μάλιστα και ξένα, κατά την συνήθειαν, εις αυτόν. Δεν είναι λοιπόν άπορο ν, ότι και ολόκληρος τάξις ανθρώπων ως επάγγελμα αυτής είχε την απαγγελίαν των ομηρικών επών, οι Ομηρίδαι, οι οποίοι ανήγον το γένος αυτών εις τον ποιητήν. Ήσαν δ' ούτοι ραψωδοί, οι οποίοι επΙ εκατονταετηρίδας ράβδου εν τη χειρί κρατούντες και εστεφανωμένοι εν πανηγύρεσιν (αγώσιν) απήγγελλον τα ποιήματα. Ο Όμηρος ούτε την λέξιν "ραψωδός " ούτε το πράγμα γι γνώσκει, παρ' αυτώ οι εν τοις συμποσίοις των ανάκτων άδοντες τα ένδοξα κατορθώματα των ηρώων καλούνται αοιδοί και φέρουσι την φόρμι γγα, ουχί την ράβδον. Επήλθε λοιπόν μεταβολή κατά την απαγγελίαν. Ας επανέλθωμεν εις τους Ομ ρίδας. Ούτοι διέδωκαν ταχέως ανά πάσαν την Ελλάδα τα έπη του Ομήρου. Τοιαύται δε σχολαί είχον ιδρυθή εν ταις πόλεσιν, αίτινες αναφέρονται ως πατρίς του Ομήρου.
Αλλά πού πιθανώς εγενήθη ο ποιητής; Αναμφηρίστως (= αναμφίβολα) εν ταις Ιωνικαίς αποικίαις, επειδή δε εν τω έπει παρά τους Ιωνικούς τύπους υπάρχουσι και πολλοί Αιολικοί, ήκασαν ότι πατρίς αυτού είναι η Βορειοτάτη Ιωνική πόλις, η Σμύρνα, ήτις άλ- λοτε κατωκείτο υπό Αιολέων ή η Βόλισσος πόλις Αιολική επ' άκρου Χίου.
Αλλά δεν πρέπει να παρασυρώμεθα και πολύ από των Αιολικών τύπων, διότι τας οί- μας εκαλλιέργησεν η φυλή αυτή μάλιστα πιθανώτατα εν τη Ευρωπαίκή έτι πατρίδι οι- κούσα, γνωστόν δε είναι ότι φυλή τις παραλαμβάνουσα είδος τι της γραμματείας παρ' άλλης μετεχειρίζετο και τύπους αυτής. (Ελεγειακή ποίησις, Δωρική χορική ποίησις ).
Ο χρόνος, καθ' ον ήκμασεν ο ποιητής, δεν εγείρει πολλάς αμφισβητήσεις, διότι δεν ήτο δυνατόν ούτε προ του 900 ούτε πολύ μετ' αυτό να έζησεν.
Εν παρεκβάσει ας θίξω και το ζήτημα της τυφλότητος. Εξ όσων ελέχθησαν ανωτέρω είναι τούτο λελυμένον. Αλλά πόθεν ο θρύλος ούτος διεδόθη; Συνετέλεσε μεν ίσως κατά τι και ότι ο Δημόδοκος ο αοιδός παρά τοις Φαίαξιν ήτο τυφλός, αλλά κυρίως ο εις Απόλλωνα ύμνος, όστις εθεωρείτο ποίημα του Ομήρου, ως και οι άλλοι Ομηρικοί και νυν λεγόμενοι ύμνοι. Εξ εκείνου θεωρήσας αυτόν γνήσιον ηπατήθη και ο Θουκυδίδης, αναφέρων ότι εν αυτώ και εαυτού δ' επεμνήσθη ο Όμηρος λέγων:
"Τυφλός ανήρ, οικεί δε Χίω ενί παιπαλοέσση 'Ό (= Τυφλός άντρας, κατοικεί στην τραχειά τη Χίο)
Και όμως ο Πρόκλος λέγει: "τυφλόν δε όσοι τούτον απεφήναντο, αυτοί μοι δοκούσι την διάνοιαν τετυφλώσθαι 'Ό
Ευφυέστατα εν τω ονομαστώ αυτού έργω "τοις ταξιδίοις του Γιούλλιβερ" ο Swift πλάττει ότι ο ήρως αυτού ήλθεν εις την νήσο ν των μάγων, οίτινες ηδύναντο ν' ανακαλέσωσι τους αποθανόντας. Μεταξύ άλλων προέτεινε να αναφανώσιν ο Όμηρος και ο
Αριστοτέλης επί κεφαλής των ερμηνευτών αυτών. Αλλ' ούτοι ήσαν τοσούτον πολ υάριθ- μοι, ώστε εκατοντάδες τινές ηναγκάσθησαν ν' αναμένωσιν εν τη αυλή και τοις εξωτερι- κοίς δωματίοις. Εγνώρισα, λέγει, και διέκρι να τους δύο, τούτους ήρωας ουχί μόνον από του πλήθους, αλλά και τον ένα από του άλλου. Ο Όμηρος ήτο χαριέστερος των δύο, εβάδιζε λίαν ευθυτενής προς την ηλικίαν και οι οφθαλμοί αυτού ήσαν οι ζωηρότατοι και διαπεραστικώτατοι ων ποτε είδον.
Ίσως αναμένει τις υμών να εξετάσω διά μακρών την υπόθεσιν του Wοlfκαι την του Lachmann. Αλλά μεθ' όσα ελέχθησαν δεν θεωρώ τούτο αναγκαίον, ολίγα τινά είναι αρκετά. Δύο είναι οι κύριοι λόγοι, εφ' ων στηρίζει ο Wolf την υπόθεσιν αυτού: 1) ότι η γραφή δεν ήτο τότε γνωστή, είναι δε τι α-διανόητον η από στόματος διάδοσις τοσούτον με- ι γάλων ποιημάτων. 2) αι αντιφάσεις. Και αντιφάσεις μεν ευρίσκονται πλείονες και κτυ- πητότεραι παρά Σαίξπηρ, το δε της γραφής σήμερον δεν έχει ουδέν κύρος. Από του 1795, ότε εξεδόθησαν τα περιώνυμα προλεγόμενα, φως άπλετον επεχύθη εις την σΚοτει νήν και άγνωστο ν τότε ιστορίαν των χρόνων εκείνων. Α νεγνώσθησαν τα ιερογλυφικά και η σφη νοειδής γραφή, εγένοντο αι ανασκαφαί του Scliemann, μάλιστα δ' εν Κρήτη του Evans, δι' ων κατεδείχθη η μεγίστη επιμειξία μεταξύ Ελλάδος και Κρήτης, Κρήτης και Αιγύ- πτου, Κρήτης και Ασιατικών κρατών, Ελλήνων και Αιγύπτου, Ελλήνων και Χεταίων και εγένοντο γνωσταί αι σχέσεις αυτών τόσον αι φιλικαί όσον και αι πολεμικαί.
Είναι λοιπόν εκ των προτέρων αδιανόητον πώς ενώ εν Αιγύπτω και Ασσυρία και Βα- βυλωνία από μιας χιλιετηρίδος και έτι πρότερον εγνώριζον να διατυπώσι τας σκέΨεις και μεταδίδωσιν αυτάς και του μέσου τούτου ευρυτάτηνεποιούντο χρήσιν, πώς, λέγω, οι Έλληνες εν τοιαύτη βαθμίδι πολιτισμού ην τα έπη προϋποθέτουσι και τα ευρήματα τα Μυκηναί"κά διά πολύ αρχαιότερον χρόνον βεβαιούσι, παρά την γνωστήν επιμειξία ν την συνδέουσα ν εκεί νας τας χώρας ή τουλάχιστον την έμμεσον επαφή ν δεν παρέλαβον την γραφήν.
Αλλ' ουδεμία ανάγκη να καταφύγη τις εις εικασίας και πιθανότητας, αφ 'ου αι επί οπτών (= ψητών)πλίνθων άνευρεθείσαι εν Κρήτη χιλιάδες επιγραφών, εν δύο μάλιστα αλφαβητικοίς συστήμασι, δυστυχώς ουχί ακόμη αναγνωσθεισών, καταδεικνύουσιν ότι η γραφή ήτο γνωστή εις τον Έλληνικόν κόσμο ν ημίσειαν χιλιετηρίδα προ του, Ομήρου. Ασφαλώς και αυτός θα εχρησιμοποίησεν αυτήν, ίνα εμπεδώση ό, τι εθεώρει αναγκαίον να υποβοηθή την μνήμην αυτού. Αλλά πρέπει να αντιληφθώμεν ότι άλλο το ζήτημα της γνώ- σεως της γραφής και άλλο της υπάρξεως αναγνωστικού κοινού, χειρόγραφα και ανα- γνώσται είναι άλλο στάδιον.
Αλλά δεν είναι δυνατόν παρά πάντα ταύτα να αρνηθή τις ότι οι ραψωδοί δεν είχον αυθεντικό ν τι κείμενον, μέρη δε μόνον του όλου έπους, ως ήδη είπομεν, αναγκαζόμενοι ν' απαγγέλλωσιν ηυρίσκοντο εις την ανάγκην και να προσθέτωσι και να μεταβάλλωσιν οπωσδήποτε το αρχέτυπον, να παραλαμβάνωσι δε εις το αρχικόν και άλλας οίμας. Δεν είναι άρα δυνατόν το αρχικόν έπος της μήνιος του Αχιλλέως να μη υπέστη και προσθήκας και μεταβολάς. Αλλά ποίας και πόσας; Η διαφωνία εν τούτω δεν θα λείψη ουδέποτε. Εκ των μεγαλυτέρων παρεμβολών ευκόλως διακρίνονται νεών κατάλογος, η Δολώνεια, η μονομαχία Αχιλλέως και Αι νείου, περί της νοθείας, των οποίων φρονώ ότι δεν θα υπάρχη μεγάλη αμφισβήτησις, αι μικρότεραι αθετήσεις δεν έχουσι σημαντικήν αξίαν.
Αλλά πάντα ταύτα δύνανται μεν να έχωσι ν αξίαν επιστημονικήν, αλλ' ουδεμίαν όσον αφορά την μεγίστη ν ηδονήν, ην αισθάνεται ο εμβαθύνων εις το έπος. Τίνα σχέσιν έχει η καρδία και τα πάθη αυτής προς την ανατομήν αυτής υπό των ιατρών; Σεις λάβετε υπ'όψιν την μεγίστην επίδρασι ν του Ομήρου επί των προγόνων, ων υπήρξεν η παίδευσις και η αγία γραφή, έχετε κατά νουν ότι απέλαυε θείων τιμών παρ' εκείνων, ρίψατε εν βλέμμα εις την "αποθέωσιν του Ομήρου ", ανάγλυφον του Αρχελάου, ου εις το κάτω μέρος της παραστάσεως ο χρόνος και η οικουμένη στεφανώνουν τον ενθρονισμένον Όμηρον, ενώ ο Μύθος και η Ιστορία θύουν προ αυτού, ακολουθούν δε λατρεύουσαι η Ποίησις, η Τραγωδία, η Κωμωδία, οπίσω από τας οποίας συνωθούνται η Αρετή, η Σοφία και άλλαι προσωποποιήσεις.
Μελετήσατε, λοιπόν, μελετήσατε οι νεώτεροι τον αναμφηρίστως μέγιστο ν των ποιητών, όσοι διηνύσατε γυμνασιακάς σπουδάς εν τω πρωτοτύπω. Βραχύς είναι ο κόπος, η πνευματική ηδονή ανέκφραστος. Αλλά και όσοι δεν δύνασθε να γίνητε Βάκχος αναγνώσατε ανεκτήν τινά μετάφρασιν τουλάχιστον. Είπον ανεκτήν, διότι ο Όμηρος δεν μεταφράζεται.
--~c
|