08/07/2008
Οι εκπαιδευτικές του περιπέτειες
Σύνδεσμος Αποφοίτων Ζωσιμαίας Σχολής Ιωαννίνων
Πηγή: Σπύρος Εργολάβος, Γεώργιος Παπακώστας, Φρίξος Πούρλης, Κώστας Καραγιαννίδης
© Δήμος Ιωαννίνων |
προεπισκόπηση εκτύπωσης
|
Η πολύχρονη και πλούσια εκπαιδευτική δράση του Καλούδη «διανθίζεται» από συχνές και χαρακτηριστικές εκπαιδευτικές περιπέτειες και περιπλανήσεις. Αυτές αρχίζουν από τα χρόνια της Τουρκοκρατίας και συνεχίζονται, με αμείωτο βαθμό, και στα χρόνια μετά την Απελευθέρωση. Στην πρώτη περίπτωση, όπως προαναφέραμε, πληρώνει τη
συγγένειά του με τους Κιγκαίους. Στη δεύτερη περίπτωση πληρώνει τη σχέση του με τον Ελευθέριο Βενιζέλο.
Ύστερα από μια διετή θητεία στη Διεύθυνση της Ζωσιμαίας Σχολής, ο Γεώργιος Καλούδης αντικαταστάθηκε το 1895, από τον Αντώνιο Τραυλαντώνη. Οι γνωστές κομματικές διαμάχες έπαιξαν και στην περίπτωση αυτή Το ρόλο τους.
Αναγκαστικά, τότε, παίρνει το δρόμο για τη Θεολογική Σχολή της Χάλκης. Οικουμενικός Πατριάρχης, εκείνη την εποχή στην Κωνσταντινούπολη, ήταν ο Ηπειρώτης Ανθιμος Τσάτσος, που είχε εκλεγεί, το 1895, ως ʼνθιμος Ζ' . Ο Ανθιμος είχε φοιτήσει στη Ζωσιμαία Σχολή Ιωαννίνων και, στη συνέχεια στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης. Υπηρέτησε ιεροδιάκονος και ιεροκήρυκας στη Μητρόπολη Ιωαννίνων' παράλληλα, από το 1868 μέχρι το 1874, υπηρέτησε ως καθηγητής των Θρησκευτικών στη Ζωσιμαία Σχολή. Κατά τον τελευταίο χρόνο της θητείας του στη Ζωσιμαία, είχε μαθητή το Γεώργιο Καλούδη, ο οποίος φοιτούσε τότε στην πρώτη τάξη της Σχολής. Είχε επίσης συνδεθεί, κατά τη διάρκεια της παραμονής του στα Γιάννινα, με την οικογένεια των Κιγκαίων. Το 1869 εκλέχτηκε Επίσκοπος Παραμυθιάς και το 1895 Οικουμενικός Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως. Κάλεσε, λοιπόν, το Γεώργιο Καλούδη, και τον διόρισε καθηγητή στη 1 Θεολογική Σχολή της Χάλκης. Η Χάλκη, ως γνωστό, είναι ένα από τα Πριγκηπόννησα, απέχει δε περίπου μια ώρα από την Κωνσταντινούπολη.
Πυρήνας της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης υπήρξε η ιστορική μονή της Αγίας Τριάδος, με ζηλευτή δραστηριότητα, πριν και μετά την άλωση της Πόλης. Ο Πατριάρχης Γερμανός Δ', κατά την πρώτη του Πατριαρχία (1842-1845) συνέλαβε την ιδέα να μετατρέψει την ερειπωμένη και διαλυμένη μονή σε κέντρο σπουδής των γραμμάτων, ιδρύοντας τη Θεολογική Σχολή της Χάλκης. Το Σεπτέμβριο του 1844, έγιναν τα εγκαίνια του ναού και της νεοσύστατης Θεολογικής Σχολής. Την ίδια περίπου εποχή ιδρύθηκαν οι πρώτες ορθόδοξες Θεολογικές Σχολές: του Πανεπιστημίου Αθηνών, το 1837, της Χάλκης, το 1844, και των Ιεροσολύμων, το 1855. Πενήντα χρόνια μετά, το 1894, σφοδρός σεισμός μετάτρεψε σε ερείπια τα πάντα εκτός από το ναό. Την εποχή που ο Γεώργιος Καλούδης βρισκόταν στη Χάλκη ως καθηγητής, ο μέγας ευεργέτης του Γένους, ο ομογενής Παύλος Σκυλίτσης Στεφάνοβικ, ανέλαβε όλα τα έξοδα για την ανοικοδόμηση του λαμπρού κτιρίου, το οποίο ολοκληρώθηκε το 1896 και διατηρείται μέχρι σήμερα.
Κατά την πρώτη περίοδο της Ιστορίας της Σχολής (1884-1919), κατά την οποία υπηρέτησε σ' αυτή ως καθηγητής, ο Γεώργιος Καλούδης, η Σχολή είχε 7 τάξεις απ' τις οποίες 4 ήταν γυμνασιακές και 3 θεολογικές. Κάθε καθηγητής κατείχε συνήθως την έδρα της ειδικότητάς του, διδάσκοντας με τη μέθοδο των διαλέξεων και των φροντιστηρίων. Ο Γ. Καλούδης (όπως φαίνεται από τον πίνακα διδασκόντων, τον οποίο παραθέτει στο βιβλίο του «Η Ιερά Θεολογική Σχολή της Χάλκης - Θεσσαλονίκη 1988», ο καθηγητής της Σχολής Βασίλειος Σταυρίδης) δίδαξε από το 1895 μέχρι το 1897 «τα Φιλοσοφικά, τα Ελληνικά και τα Λατινικά». Το πρόγραμμα των μαθημάτων του Γυμνασιακού τμήματος ήταν παρόμοιο με το πρόγραμμα των κλασικών Γυμνασίων.
Η Σχολή λειτουργούσε με βάση Κανονισμό του οποίου η επικύρωση γινόταν από την Ιερά Σύνοδο του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Ο Διευθυντής της Σχολής, που είχε και την ευθύνη για τη λειτουργία της ονομαζόταν Σχολάρχης. ʼξιοι Σχολάρχες διηύθυναν τη Σχολή, προσθέτοντας ο καθένας της σφραγίδα της δικής του προσωπικότητας.
Ο Σχολάρχης έφερε τον τίτλο του Αρχιμανδρίτη, του Επισκόπου ή του Μητροπολίτη. Την εποχή του Καλούδη Σχολάρχης της Σχολής ήταν ο Αρχιμανδρίτης Γερμανός Γρηγοράς. Είχε την τύχη ο Καλούδης να γνωριστεί και να συνδεθεί στενά με το γνωστό θεολόγο και φιλόσοφο Χρίστο Ανδρούτσο, καθηγητή της Σχολής τότε και αργότερα καθηγητή της Δογματικής και Ηθικής στο Πανεπιστήμιο των Αθηνών.
Οι μαθητές, κατά τη διάρκεια της φοίτησής τους στη Σχολή, περνούσαν τον περισσότερο καιρό στις τάξεις, ακροώμενοι τους καθηγητές τους, καθώς επίσης στα σπουδαστήρια και στην ιστορική βιβλιοθήκη της Σχολής, η οποία οργανώθηκε ήδη από τον 16o αιώνα, πλουτίστηκε με πολύτιμα χειρόγραφα και με πλούσιες επιδόσεις, ώστε, με την πάροδο του χρόνου, να καταστεί η δεύτερη πατριαρχική βιβλιοθήκη, μετά τη βιβλιοθήκη του Πατριαρχείου στην Κωνσταντινούπολη. Οι τρόφιμοι της Σχολής καταρτίζονταν στη Θεολογική επιστήμη και στην εκκλησιαστική τάξη, με πλήρη σεβασμό στην ιστορία και τις παραδόσεις της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Επί 127 χρόνια (1844-1971) η Θεολογική Σχολή της Χάλκη ς έγινε το φυτώριο της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας. εξέθρεψε δε πνευματικά αναστήματα της Εκκλησίας, της επιστήμης και της Παιδείας.
Σειρά ολόκληρη Ιεραρχών του Οικουμενικού Θρόνου και άλλων Ορθόδοξων Εκκλησιών ήταν απόφοιτοι της Σχολής.
Δυστυχώς όμως∙ το 1971 ανεστάλη η λειτουργία του Θεολογικού τμήματος της Σχολής. από το 1971 μέχρι το 1984 λειτούργησε μόνο το Λύκειο. Η αναστολή της λειτουργίας της Σχολής έγινε με απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Τουρκίας. Το σκεπτικό της αποφάσεως ήταν ότι η λειτουργία όλων των ιδιωτικών Σχολών της Ανώτατης Παιδείας, εκτός από τα Κρατικά Πανεπιστήμια και Ακαδημίες, θεωρήθηκε αντισυνταγματική. Σήμερα καταβάλλονται προσπάθειες από την πλευρά του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου για την επαναλειτουργία της Σχολής. Προσπάθειες που ίσως ευοδωθούν στα πλαίσια των θρησκευτικών και ατομικών ελευθεριών που επαγγέλλεται η τουρκική ηγεσία την περίοδο αυτή, εν όψει της ενταξιακής πορείας στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Το έτος 1897 ο Γεώργιος Καλούδης επιστρέφει στην Ελλάδα. Την εποχή 1897-1898, ως Έλλην υπήκοος -καταγόμενος, όπως είδαμε, από τον Ποταμό Κέρκυρας- μένει στην Αθήνα και στη συνέχεια προσλαμβάνεται ξανά ως καθηγητής στη Ζωσιμαία Σχολή.
11. ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΣΤΟ Α΄ ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΠΑΤΡΩΝ (1910-1912)
Το έτος 1910, ύστερα από μια δεκάχρονη περίπου πλούσια Γυμνασιαρχία στη Ζωσιμαία Σχολή, η Εφοροεπιτροπεία της πόλης των Ιωαννίνων τον απομακρύνει από τη θέση του Γυμνασιάρχη. Πρόσχημα γι' αυτή την ενέργεια ήταν η βελτίωση των εκπαιδευτικών πραγμάτων της πόλης. ʼλλοι όμως ήταν, όπως είδαμε, οι πραγματικοί λόγοι: λόγοι πολιτικοί, λόγοι κομματικοί. Ένα χρόνο πριν στις κοινοτικές εκλογές του έτους 1909, ηττήθηκε ο Δημήτριος Κίγκος και το κόμμα του. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο Γεώργιος Καλούδης ήταν γαμπρός των Κιγκαίων. Το αντίπαλο λοιπόν κόμμα έφερε ως Γυμνασιάρχη στη Ζωσιμαία το φιλόλογο Πέτρο Ρώτα και ως καθηγητές το Μαβιά και το Στίλπωνα Κυριακίδη που αργότερα έγινε καθηγητής στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου της Θεσσαλονίκης.
Έτσι ο Γεώργιος Καλούδης πήρε το δρόμο προς την Πάτρα και διορίστηκε καθηγητής στις 24-9-1910 στο «Α' Γυμνάσιονεν Πάτραις»1. Το Γυμνάσιο αυτό δεν ήταν τυχαίο, ούτε ο Γεώργιος Καλούδης προσλήφθηκε τυχαία σ' αυτό. Το «Α' Γυμνάσιον εν Πάτραις» ήταν από τα αρχαιότερα Γυμνάσια που ιδρύθηκαν στο ελεύθερο Ελληνικό Κράτος. Θεσμοθετήθηκε το 1836, επί Όθωνα, και άρχισε να λειτουργεί το 1838. Από το 1833 λειτουργούν Γυμνάσια στο Ναύπλιο και στη Σύρο. Το 1834, όταν η πρωτεύουσα του Ελληνικού Κράτους μεταφέρεται στην Αθήνα, μεταφέρεται εκεί και μετατρέπεται σε Γυμνάσιο το «Κεντρικόν Σχολείον», το οποίο είχε ιδρύσει ο Καποδίστριας στην Αίγινα. Πρόκειται για το ιστορικό Α' Γυμνάσιο στην Πλάκα, με πρώτο Γυμνασιάρχη το γνωστό Διδάσκαλο του Γένους Γεώργιο Γεννάδιο. Το 1835, ιδρύεται Γυμνάσιο στο Μεσολόγγι, το οποίο όμως δε λειτούργησε.
Το Α' Γυμνάσιο Πατρών ονομάστηκε «Βασιλικόν Γυμνάσιον Πατρώv». Πρώτοι Γυμνασιάρχες ήταν ο Αλέξανδρος Ραδινός και ο Γεώργιος Χρυσοβέργης, κορυφαίοι φιλόλογοι της εποχής εκείνης. Το 1881, ιδρύθηκε ύστερα από κοινό αίτημα, δεύτερο Γυμνάσιο στην Πάτρα, οπότε το «Βασιλικόν Γυμνάσιον Πατρώv» πήρε την ονομασία «Α' Γυμνάσιον εν Πάτραις». Το Α' Γυμνάσιο Πατρών στεγάστηκε από το 1883, με μίσθωση, στο διώροφο οίκημα της Πλατείας Όλγας, στην οδό Μαιζώνος, ανάμεσα στις οδούς Αράτου και Κολοκοτρώνη. Έτσι, η Πάτρα, από τα πρώτα χρόνια της ανεξαρτησίας βρίσκεται στην πρωτοπορία της εκπαιδευτικής δραστηριότητας. Από το Α' Γυμνάσιο Πατρών πέρασαν κατά καιρούς φωτισμένοι δάσκαλοι που ενδιαφέρθηκαν για τη μόρφωση των νέων και τη διαμόρφωση του χαρακτήρα τους. Δεν είναι, άλλωστε, τυχαίο ότι μαθητές στα θρανία αυτού του Σχολείου υπήρξαν κορυφαίες προσωπικότητες της πολιτικής, στρατιωτικής και πνευματικής ζωής του τόπου, στο διάστημα δύο περίπου αιώνων του ελεύθερου Ελληνικού βίου.
Ανάμεσα σ' αυτούς ο σημερινός Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Κωστής Στεφανόπουλος, οι διατελέσαντες πρωθυπουργοί Δημήτριος Γούναρης, Ανδρέας Μιχαλακόπουλος, Παναγιώτης Κανελλόπουλος, οι λογοτέχνες Ανδρέας Καρκαβίτσας, Ηλίας Βουτιερίδης, Μιλτιάδης Μαλακάσης, οι επιστήμονες Ηρακλής και Κώστας Μητσόπουλος, ο Γεώργιος Αθανασιάδης, ο Καίσαρας Αλεξόπουλος, ο Παναγιώτης Βαρώτσος κ.ά.
Ο Γεώργιος Καλούδης βρέθηκε καθηγητής στην Πάτρα σε μια ευτυχή εθνική συγκυρία. Ένα χρόνο πριν -το 1909- είχε εκδηλωθεί, από μέλη του Στρατιωτικού Συνδέσμου, το Κίνημα στο Γουδί, με επικεφαλής το συνταγματάρχη Νικόλαο Ζορμπά, το οποίο άνοιξε το δρόμο για το μεγάλο πολιτικό ηγέτη, τον Εθνάρχη Ελευθέριο Βενιζέλο, με τον οποίο συνδέθηκε στενά ο Γεώργιος Καλούδης. Ακολούθησε, τα χρόνια αυτά, η πυρετώδης προετοιμασία για τους νικηφόρους Βαλκανικούς πολέμους στους οποίους οφείλει την απελευθέρωσή της η Ήπειρος. Αυτά τα δυο χρόνια στην Πάτρα ο Γεώργιος Καλούδης έζησε όλο τον εθνικό παλμό∙ όλοι μαζί οι καθηγητές, προσπαθούσαν να μεταλαμπαδεύσουν στους μαθητές τους τα πανανθρώπινα αγαθά της δημοκρατίας, της ειρήνης και της ελευθερίας. Μαζί με τον Καλούδη, με την έναρξη του σχολικού έτους 1910-1911, τοποθετείται Γυμνασιάρχης στο Α' Γυμνάσιο Πατρών, ο Κων/νος Πουρναράς, η Γυμνασιαρχία του οποίου θεωρείται μια απ' τις πιο σημαντικές στην ιστορία του σχολείου αυτού.
Εκείνη ακριβώς την εποχή βρέθηκε, ως μαθητής στην Πάτρα, και ο γνωστός ποιητής και πεζογράφος, με το πληθωρικό λογοτεχνικό του έργο, Γιάννης Σκαρίμπας. Κατά το σχολικό έτος 1908-1909 αποφοίτησε από το «εν Πάτραις Ελληνικόν Σχολείον». το Σεπτέμβριο του 1909 δίνει εισιτήριες εξετάσεις στο Β' Γυμνάσιο και γίνεται δεκτός στην Α' τάξη. Δυο μήνες αργότερα όμως αποβάλλεται από το Β' Γυμνάσιο διότι «εφωράθη κλέπτων βιβλία συμμαθητών του» και μετεγγράφεται στο Α' Γυμνάσιο Πατρών στο οποίο και φοιτά κατά τα τρία επόμενα σχολικά έτη 1909-1912. Μαθητής, λοιπόν, του Γεωργίου Καλούδη υπήρξε και ο Γιάννης Σκαρίμπας.
Με το τέλος του σχολικού έτους 1911-1912 λήγει και η θητεία του Γεώργιου Καλούδη στην Πάτρα. Το Σεπτέμβριο του 1912 προσλαμβάνεται ξανά Γυμνασιάρχης στη Ζωσιμαία Σχολή Ιωαννίνων. Δεν προλαβαίνει όμως να επιστρέψει στα Γιάννινα, γιατί ξεσπάει στο μεταξύ ο Α' Βαλκανικός Πόλεμος. έτσι ο Καλούδης, διορισμένος ήδη Γυμνασιάρχης της Ζωσιμαίας, παραμένει στην Πάτρα μέχρι τη μεγάλη ημέρα της 21 ης Φεβρουαρίου 1913. Την ίδια μέρα πανηγυρίζεται στο Α' Γυμνάσιο της Πάτρας το σημαντικό αυτό γεγονός της κατάληψης της Ηπειρωτικής πρωτεύουσας. Ο Γυμνασιάρχης Κων/νος Πουρναράς και οι καθηγητές συγκέντρωσαν τους μαθητές στις τάξεις, εκφώνησαν λόγους ενθουσιαστικούς και έψαλαν εθνικά άσματα της εποχής. Μέσα σ' αυτό το πανηγυρικό κλίμα ο Γ. Καλούδης επιστρέφει στα λαμπροστολισμένα Γιάννινα. Συνδέθηκε, έτσι, με την Απελευθέρωση των Ιωαννίνων και πολιτογραφήθηκε στην παράδοση της πόλης ως ο Γυμνασιάρχης της Απελευθέρωσης.
III. ΑΠΟΣΠΑΣΗ ΣΤΗ ΣΙʼΤΙΣΤΑ (1921)
Στα τέλη του 1920 ο Βενιζέλος, λίγους μήνες μετά τη θριαμβευτική υπογραφή της Συνθήκης των Σεβρών, χάνει τις εθνικές εκλογές. Στις αρχές του 1921, ο Καλούδης παίρνει απόσπαση δυσμενή για τη Σιάτιστα. Επαναλαμβάνεται, σε διαφορετικό πλάνο, αυτό που έγινε το 1910. Το 1909 ο Δημήτριος Κίγκος χάνει στις κοινοτικές εκλογές στα Γιάννινα. Το 1910 ο Καλούδης απομακρύνεται από τη Ζωσιμαία.
Στις 8 Ιανουαρίου 1921, ύστερα από την 53330 διαταγή του Υπουργείου Παιδείας ο Καλούδης παραδίνει στον αρχαιότερο καθηγητή της Ζωσιμαίας, Ι. Στούπη, «το αρχείον και εν γένει τα του Γυμνασίου».
Από έρευνα που διενεργήσαμε στο αρχείο του Γυμνασίου Σιάτιστας, διαπιστώθηκε ότι ο Γ. Καλούδης δεν εμφανίστηκε στη Σιάτιστα για να αναλάβει υπηρεσία. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από το βιβλίο Πρωτοκόλλου που υπάρχει στο αρχείο του Γυμνασίου, ο Γενικός Επιθεωρητής της 11 ης Εκπαιδευτικής Περιφέρειας, ζητεί, με έγγραφό του, πληροφορίες για ορισμένους καθηγητές που είχαν τοποθετηθεί στο Γυμνάσιο Σιάτιστας. ανάμεσα σ' αυτούς και για το Γ. Καλούδη. Ο Διευθυντής του Γυμνασίου με έγγραφό του προς το Γενικό Επιθεωρητή και προς το Υπουργείο Παιδείας (αριθ. 277/23- 1-1921) αναφέρει ότι οι καθηγητές Γαβαλάς... και Καλούδης δεν προσήλθαν στο Γυμνάσιο για να αναλάβουν υπηρεσία. Η απόσπαση εκείνη στο Γυμνάσιο της Σιάτιστας δεν πραγματοποιήθηκε. Αυτό επιβεβαιώνεται και απ' το γεγονός ότι με άλλη απόφαση του Υπουργείου Παιδείας, τοποθετήθηκε το Φλεβάρη του 1921 (Αριθ. 9471/26-2-1921) στο Γυμνάσιο Ληξουρίου. Στο Ληξούρι επίσης δεν υπηρέτησε ο Γ. Καλούδης. Στα αρχεία του Γυμνασίου Ληξουρίου στα οποία ανατρέξαμε, δεν υπάρχουν στοιχεία για την εκεί μετάβασή του. ʼλλωστε λίγες μέρες αργότερα, στις αρχές Μαρτίου, τον βρίσκουμε να αναλαμβάνει Γυμνασιάρχης στο Γυμνάσιο Αγρινίου.
IV. ΓΥΜΝΑΣΙΑΡΧΗΣ ΣΤΟ ΑΓΡΙΝΙΟ (1921-1923)*
Το Μάρτιο, λοιπόν, του 1921 ο Καλούδης βρίσκεται στο Αγρίνιο και παραλαμβάνει από τον προκάτοχό του Γυμνασιάρχη, Ιωάννη Κατσουρό, τη Διεύθυνση του Γυμνασίου. Στην 20η πράξη της 22-3-1921 διαβάζουμε:
«Εν Αγρινίω σήμερον τη εικοστή δευτέρα του μηνός Μαρτίου του χιλιοστού ενακοσιοστού εικοστού πρώτου έτους, ημέρα της εβδομάδος Δευτέρα, ώρα ενδεκάτη προ μεσημβρίας, ο Γυμνασιάρχης Ιωάννης Β. Κατσουρός, μετατεθείς δυνάμει του από 2ας Μαρτίου 1921 υπ' αριθ. 10934 εγγράφου του επί των εκκλησιαστικών και της δημοσίας εκπαιδεύσεως υπουργείου εις το εν Μυτιλήνη Γυμνάσιον, παρέδωκεν εις τον εκ Ληξουρίου εις Αγρίνιον μετατεθέντα Γυμνασιάρχην κ. Γεώργιον Στ. Καλούδην τα εν τη εβδομηκοστή τετάρτη πράξει αναφερόμενα, ως και δύο υπό του ταμίου Τριχωνίας τεθεωρημένους πίνακας των εισπραχθέντων εμπροθέσμων και εκπροθέσμων ανανεώσεων εγγραφών εκπαιδευτικών τελών προσηρτημένους εις το μαθητολόγιον του Γυμνασίου. Η παράδοσις εγένετο επί παρουσία και του κ. ταμίου της Σχολικής Επιτροπής Ιωάννου Κυλπάση».
Τη μετάθεσή του από το Ληξούρι στο Αγρίνιο φαίνεται πως την επιδίωξε ο ίδιος ο Καλούδης. και αυτό ήταν εύλογο, αφού το Αγρίνιο βρίσκεται σε μικρή, σχετικά, απόσταση από τα Γιάννινα. Ήταν, και εκείνη την εποχή, το Αγρίνιο μια απ' τις πιο πλού σιες και τις πιο ακμαίες πόλεις του νομού Αιτωλίας και Ακαρνανίας, πρωτεύουσα άλλοτε της επαρχίας Τριχωνίας. Αποτελούσε, απ' την αρχαιότητα, την επικράτεια των Αγραίων, ενός φύλου Ελληνικού που αναφέρεται στο Θουκυδίδη. Η αρχαία πόλη Αγρίνιο, τοποθετείται λίγα χιλιόμετρα βορειοδυτικά της σημερινής πόλης, ακολουθεί την παρακμή των υπόλοιπων Αιτωλικών και Ακαρνανικών πόλεων και εξακολουθεί να κατοικείται συνεχώς στα βυζαντινά και στα νεότερα χρόνια. Με το όνομα Βραχώρι -γνωστό από το 14ο ή 15ο αιώνα- απελευθερώνεται το 1832 και το 1836 μετονομάζεται σε Αγρίνιο. Η ευνοϊκή γεωγραφική του θέση και το εύφορο έδαφος κατέστησαν, σύντομα, το Αγρίνιο αξιόλογο, παραγωγικό και εμπορικό κέντρο. Έγινε γνωστό, στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, ως κέντρο παραγωγής και εμπορίας καπνού, με τις μεγάλες καπνοβιομηχανίες των αδερφών Παπαστράτου, Παναγόπουλου και Παπαπέτρου.
Ευτύχησε μάλιστα το Αγρίνιο, κατά τα τέλη του 19ου αιώνα, να αποχτήσει ένα δημιουργικό και φιλόπολη δήμαρχο, το Μιχαήλ Μπέλλο, που εργάστηκε με στοργή και αυταπάρνηση, και δημιούργησε μια σημαντική, για τα δεδομένα της εποχής, πόλη με ρυμοτομία, νοσοκομεία, σχολεία και αγροτικούς δρόμους..
Όπως σε ολόκληρη την Ελληνική επαρχία, έτσι και στο Αγρίνιο, η Παιδεία, μέχρι το 1870, παρουσίαζε αρκετή καθυστέρηση. Αμέσως μετά την απελευθέρωση άρχισαν να λειτουργούν στην πόλη, διαδοχικά, τετρατάξια Δημοτικά Σχολεία και το έτος 1836 ιδρύθηκε τριτάξιο «Ελληνικό Σχολείο», γνωστό ως Σχολαρχείο. Κατά το έτος 1887, επί δημαρχίας Μιχ. Μπέλλου, ιδρύθηκε στην πόλη μονοτάξιο δημοσυντήρητο Γυμνάσιο. Λίγα χρόνια αργότερα, το 1892, πέθανε ο μεγάλος δωρητής του Αγρινίου, Δημήτρης Στάικος και άφησε στο Δήμο την ακίνητη περιουσία του για να δημιουργηθεί πλήρες Γυμνάσιο.
Εκδόθηκε μάλιστα σχετικό διάταγμα το οποίο προήγαγε το μέχρι τότε δημοσυντήρητο Γυμνάσιο Αγρινίου σε Γυμνάσιο ισότιμο με τα άλλα κρατικά Γυμνάσια και ρύθμιζε, σύμφωνα με τη βούληση του διαθέτη, τη διοίκηση και τη λειτουργία του κληροδοτήματός του.
Στο διάταγμα αυτό αναφέρεται: «Το ήδη εν Α γρινίω δημοσυντήρητον Γυμνάσιον ονομάζεται Γυμνάσιον Δημητρίου Στάικου, ισοδύναμον τοις Γυμνασίοις του Κράτους. Η οικία του αειμνήστου Δημ. Στάικου θα χρησιμεύση ως δι- δακτήριον του Γυμνασίου, αι δε πρόσοδοι της περιουσίας αυτού θα δαπανώνται προς συντήρησιν αυτού».
Στην οικία, λοιπόν, του Δημ. Στάίκου, στεγάστηκε αρχικά το Γυμνάσιο του Αγρινίου. Σ' αυτό το κτίριο, στην οδό Βλαχοπούλου και Προυσιωτίσσης, λειτουργούσε το Γυμνάσιο όταν ο Γ. Καλούδης ανέλαβε τη Διεύθυνσή του. Αργότερα το κτίριο αυτό κατεδαφίστηκε και στη θέση του δημιουργήθηκε και λειτουργεί μέχρι σήμερα, ο 6ος Παιδικός Σταθμός.
Οι συνθήκες, κάτω από τις οποίες ο Καλούδης ανέλαβε τη Διεύθυνση του Γυμνασίου
δεν ήταν και τόσο ευνοϊκές. Το κτίριο στο οποίο στεγαζόταν το Γυμνάσιο δεν επαρκούσε για τις ανάγκες του. Την κατάσταση αυτή έρχεται να επιδεινώσει, ακόμα περισσότερο, κατά το 1922, η Μικρασιατική Καταστροφή. Αρκετοί πρόσφυγες είχαν καταφύγει στο Αγρίνιο, όπως άλλωστε και σε ολόκληρη την Ελλάδα. Ο διδακτικός σύλλογος του Γυμνασίου και οι διδάσκοντες στο Β' Ελληνικό Σχολείο, σε κοινή συνεδρίαση (πράξη 12/14-10-1922) αποφάσισαν «να λειτουργήση εν τρισίν αιθούσαις του Γυμνασίου, εφ' όσον το ίδιον διδακτήριον διατελεί κατειλημμένον υπό των προσφύγωv».
Το διδακτικό προσωπικό του Γυμνασίου είναι αρκετά περιορισμένο και δεν είναι σε θέση να καλύψει ούτε τις βασικές ανάγκες. Καθηγητές διορίζονται, αλλά δεν προσέρχονται να αναλάβουν υπηρεσία, με αποτέλεσμα, κάθε τόσο, να γίνεται νέα διανομή των μαθημάτων και να γίνεται περικοπή του προβλεπόμενου για κάθε μάθημα προγράμματος, πράγμα που αποβαίνει προς ζημία των μαθητών και καθιστά δύσκολη την αποστολή του διδακτικού προσωπικού. Ο ίδιος ο Γυμνασιάρχης, εκτός από τα αυξημένα διοικητικά καθήκοντα, από τον έλεγχο και την εποπτεία για την ομαλή λειτουργία του Σχολείου και την εφαρμογή του προγράμματος, αναγκάζεται να διδάσκει δώδεκα ώρες την εβδομάδα, δέκα ώρες Ελληνικά και δύο ώρες Λογική, Το 1921 ψηφίζεται νέος νόμος για τα μαθήματα που πρέπει να διδαχτούν κατά το σχολικό έτος 1921-1922.
Σε αλλεπάλληλες συνεδριάσεις ο διδακτικός σύλλογος αποφασίζει για τα βιβλία που πρέπει να διδαχτούν στο Γυμνάσιο. Εδώ η μακρόχρονη εκπαιδευτική πείρα και η πλατιά μόρφωση του Καλούδη έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο.
Σημαντικά προβλήματα δημιουργούνται επίσης στον τομέα της επιμέλειας και της διαγωγής των μαθητών. Η προέλευση των μαθητών που φοιτούν στο Γυμνάσιο του Αγρινίου είναι ποικίλη∙ οι συνθήκες της διαβίωσής τους όχι ευνοϊκές, Συχνά παρατηρούνται αδικαιολόγητες απουσίες, επιδεικνύεται αμέλεια εκ μέρους ορισμένων μαθητών και παρουσιάζονται κρούσματα κακής συμπεριφοράς τους. Στο θέμα των υποχρεώσεων Ι των μαθητών απέναντι στο Σχολείο και στους γονείς τους, ο Καλούδης είναι αμείλικτος. Η μακρόχρονη θητεία στη Ζωσιμαία Σχολή Ιωαννίνων και οι απόψεις του για το ρόλο της εκπαίδευσης στο γενικότερο εθνικό βίο, τον κάνουν, όταν οι ανάγκες το επιβάλλουν, να εισηγείται στο σύλλογο των καθηγητών και τις ανάλογες αποφάσεις. Έτσι μαθητή «όστις δε φοιτά μεν εις την σχολήν, θαμίζει (=συχνάζει) δ' εις απηγορευμένα κέντρα παντάπασιν επιλήσμων των μαθητικών υποχρεώσεων και καθηκόντων, ει και ανενέωσε την εγγραφήν, προς παραδειγματισμόν αποβάλλει αυτόν επί μίαν εβδομάδα», ʼλλος μαθητής πάλιν αποβάλλεται «επί οκτώ ημέρας διά διαγωγήν απάδουσαν εις το μαθητικόν αξίωμα».
Ο ίδιος όμως ο Καλούδης δε διστάζει να εισηγηθεί στο διδακτικό σύλλογο αναθεώρηση προηγούμενων αυστηρών αποφάσεων. Έτσι «ο καθηγητικός σύλλογος πεισθείς ότι η επιβληθείσα ποινή ήτο υπέρ το αμάρτημα αυτών, περιορίζει την αποβολήν αυτών εις δύο ημέρας». Σε άλλη περίπτωση επίσης που αφορούσε διαγωγή μαθητή προς καθηγητή «ο καθηγητικός σύλλογος, λαμβάνων υπ' όψιν, ότι «ο μαθητής ούτος από τριών εξαμήνων έχει επαισθητήν βελτίωσιν εις την διαγωγήν αυτού, ουδεμίαν εν τω χρόνω τούτω αφορμήν παραπόνων παρασχών, αποδίδων δε την νυν ανάρμοστον συμπεριφοράν αυτού εις παροδικήν κουψόνοιαν και νοσηράν νευρικότητα επιεικέστατα επιβάλλει εις αυτόν ποινήν οκταημέρου αποβολής».
Με τη δέουσα σοβαρότητα αντιμετώπισε ο Γ. Καλούδης και το διδακτηριακό πρόβλημα όχι μόνο του Γυμνασίου, αλλά και όλων των σχολικών μονάδων που λειτουργούσαν στο Αγρίνιο. Είχε διαπιστώσει ότι η Δημοτική και εν μέρει η Μέση Εκπαίδευση στην πόλη αυτή, ήδη από το 1892, ήταν προσφορά της ιδιωτικής πρωτοβουλίας. Η συγκυρία ήταν αρκετά ευνοϊκή και την εκμεταλλεύτηκε, με μαεστρία, ο Καλούδης. Στο Αγρίνιο υπήρχαν, εκείνη την εποχή, οι μεγάλοι έμποροι καπνού, οι αδελφοί Παπαστράτου. Αυτοί φάνηκαν αρκετά πρόθυμοι για την επίλυση του στεγαστικού προβλήματος της Εκπαίδευσης στο Αγρίνιο. Με τους αδελφούς Παπαστράτου ήρθε σε επικοινωνία ο Καλούδης. Τα γεγονότα όμως που ακολούθησαν, ιδιαίτερα δε η Μικρασιατική Καταστροφή, δεν επέτρεψαν την υλοποίηση αυτού του μεγαλεπήβολου σχεδίου, κατά το σύντομο διάστημα της παραμονής του Καλούδη στο Αγρίνιο. Αυτό το σχέδιο όμως δεν το λησμόνησε ο Καλούδης. Έτσι, αργότερα, κατά τη λαμπρή για την εκπαίδευση περίοδο 1928-1932, ως βουλευτής πλέον ο Καλούδης με πρωθυπουργό τον Ελευθέριο Βενιζέλο και Υπουργό Παιδείας το Γ. Παπανδρέου, δε λησμόνησε το Αγρίνιο. Πρόσφερε τις προσωπικές του υπηρεσίες και συνήργησε ώστε το μεν Κράτος να αναλάβει την ανέγερση τριών διδακτηρίων, οι δε αδελφοί Παπαστράτου την ανέγερση του Γυμνασίου και του 5ου Δημοτικού Σχολείου. Το 1933, το Γυμνάσιο μεταστεγάζεται από την οικία Στάικου στα Παπαστράτεια Εκπαιδευτήρια.
Δεν ήταν όμως μόνο προβλήματα σχετικά με τη λειτουργία του Γυμνασίου που απασχόλησαν τον Καλούδη κατά τη διετή παραμονή στο Αγρίνιο. Σ αυτά τα προβλήματα είχε τη δυνατότητα να δίνει, κάθε φορά, την ενδεδειγμένη λύση. Συμμετείχε ενεργά στην πνευματική και κοινωνική ζωή της πόλης, που είχε ήδη κάνει την εμφάνισή της, όπως αυτό γίνεται φανερό και από τον τύπο της εποχής. Είχε αφήσει τα ίχνη του στο Αγρίνιο -όπου γεννήθηκε το 1868.,.. ο Κώστας Χατζόπουλος, από τους πρωτοπόρους του δημοτικισμού, που προσπάθησε να συνδέσει τον αγώνα του δημοτικισμού, με τη σοσιαλιστική ιδεολογία. Και άλλοι αξιόλογοι λογοτέχνες, όπως ο Αθανάσιος Κυριαζής, ο Δημήτριος Γιάκος, είχαν βάλει το δικό τους λιθαράκι στην πνευματική ζωή του Αγρινίου. Στα χρόνια της Γυμνασιαρχίας του Καλούδη ήταν μαθήτρια στο Αγρίνιο η Μαρία Δημάδη, η γνωστή, αργότερα, αγωνίστρια της Εθνικής μας Αντίστασης, που υπήρξε, δυστυχώς, και αυτή θύμα του εμφυλίου σπαραγμού.
Βρέθηκε ο Καλούδης στο Αγρίνιο Γυμνασιάρχης σε μια κρίσιμη, για την ίδια την πόλη, αλλά και για ολόκληρο το Έθνος, περίοδο∙ μόλις πριν λίγους μήνες ο Ελευθέριος Βενιζέλος -το Νοέμβριο του 1920- είχε χάσει στις εθνικές εκλογές. Η Μικρασιατική Εκ στρατεία, την οποία αυτός είχε σχεδιάσει, οραματιζόμενος την πραγματοποίηση της Μεγάλης Ιδέας, βρισκόταν σε εξέλιξη. Ήδη τα πρώτα σημάδια που προοιώνιζαν και το δραματικό τέλος άρχισαν να εμφανίζονται στον ορίζονται από τους πρώτους μήνες της Γυμνασιαρχίας του Καλούδη στο Αγρίνιο.
Η Μικρασιατική Καταστροφή άφησε ζωηρά τα ίχνη της και στο Αγρίνιο. Στη Σμύρνη είχαν ανοίξει υποκατάστημα οι αδελφοί Παπαστράτου, μόλις ο Ελληνικός στρατός την απελευθέρωσε. Εκεί έπαθαν, όταν επήλθε η Μικρασιατική Καταστροφή, την πρώτη μεγάλη ζημιά, που είχε συνέπειες και στην οικονομική ζωή του Αγρινίου. Οι συνέπειες όμως έγιναν αρκετά αισθητές στο Αγρίνιο με την άφιξη εκεί των προσφύγων. Η πραγματικότητα γι' αυτούς ήταν σκληρή αφού η κρατική μέριμνα ήταν σχεδόν ανύπαρκτη. Η βοήθεια που πρόσφεραν οι τοπικές αρχές ήταν αισθητά περιορισμένη∙ δεν έλειπαν μάλιστα και φαινόμενα αντιμετώπισης με πνεύμα ρατσιστικό. Στον προσφυγικό οικισμό του Αγ. Κωνσταντίνου σχολεία δεν υπήρχαν. Οι πρόσφυγες με δυσκολία εξασφάλιζαν, περιοδικά, μερικά μεροκάματα για να μπορέσουν να επιβιώσουν. Σε όλη αυτή την προσπάθεια για την αντιμετώπιση του προσφυγικού προβλήματος στο Αγρίνιο, ο Καλούδης έδωσε το μεγάλο «παρών». Είχε μάλιστα ο ίδιος, πέρα από την εθνική ευαισθησία, δεσμούς ψυχικούς, πνευματικούς και ηθικούς, με το Μικρασιατικό Ελληνισμό. Είχε διατελέσει κατά τη διετία 1895-1897 καθηγητής στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης. Είχε επισκεφθεί το 1909, ως Γυμνασιάρχης της Ζωσιμαίας Σχολής τη Μητρόπολη του Μικρα σιατικού Ελληνισμού, τη Σμύρνη, και είχε τύχει λαμπρής υποδοχής. Αυτά όλα τον έκαναν να σκύψει με αφοσίωση στο προσφυγικό πρόβλημα που δημιουργήθηκε, κατά τα χρόνια της Γυμνασιαρχίας του στο Αγρίνιο, και να βοηθήσει, με όλες του τις δυνάμεις, στην αντιμετώπισή του. Το ενδιαφέρον του αυτό φάνηκε και απ' το γεγονός ότι, το 1932, ως βουλευτής, συνόδευσε τον υπουργό της Παιδείας στο Αγρίνιο, όπου έγιναν τα εγκαίνια των νέων εκπαιδευτηρίων∙ ανάμεσα σ' αυτά και το Δημοτικό Σχολείο στον προσφυγικό οικισμό του Αγίου Κωνσταντίνου' στην ομιλία του, κατά τα εγκαίνια, ο Γ. Παπανδρέου τόνισε: «Σας παραδίδω έναν νέον Παρθενώνα».
Το Μάρτιο του 1923, ύστερα από διετή θητεία, λήγει η Γυμνασιαρχία του Καλούδη στο Αγρίνιο. Στις 16 Μαρτίου 1923 (σύμφωνα με την 19/16-3-1923 Πράξη) «ο Γυμνασιάρχης Γ. Καλούδης παρέδωκεν εις τον αρχαιότερον των καθηγητών κ. Γ. Παπαχρίστον...».
Μια ακόμα αποδοτική εκπαιδευτική θητεία, αλλά και μια εκπαιδευτική περιπέτεια του Καλούδη, έφτανε στο τέλος της.
V. ΓΥΜΝΑΣIΑΡΧΗΣ ΣΤΟ ΛΕΩΝΙΔΙΟ (1925-1927)
Την πολιτική αστάθεια που επικράτησε, μετά την ανακήρυξη της Δημοκρατίας, το 1924, εκμεταλλεύτηκε ο στρατηγός Πάγκαλος και τον Ιούνιο του 1925 εγκαθίδρυσε τη δικτατορία στη χώρα μας. Μέσα στο κλίμα της αναταραχής και της σύγχυσης που επικράτησε, άρχισαν, όπως ήταν αναμενόμενο, και οι σχετικές διώξεις. Ένα χρόνο πιο πριν, το Μάιο του 1924, οι δημόσιοι υπάλληλοι είχαν δώσει όρκο πίστης στη Δημοκρατία. Στην ανακήρυξή της είχε συντελέσει και ο Γεώργιος Καλούδης, ως πληρεξούσιος στη Δ' Εθνοσυνέλευση του 1924. Και ο Καλούδης έπρεπε να πληρώσει. Με απόφαση του Υπουργείου Παιδείας (Αριθ. 56227/1925) τοποθετήθηκε Γυμνασιάρχης στο νεοσύστατο Γυμνάσιο του Λεωνιδίου.
Το Λεωνίδιο ήταν, εκείνη την εποχή, μια μικρή κωμόπολη της ΝΑ Πελοποννήσου, πρωτεύουσα της επαρχίας Κυνουρίας, που είναι η ορεινότερη περιοχή της Αρκαδίας, και ειδικότερα της περιοχής Τσακωνιάς, με το ιδιαίτερο γλωσσικό ιδίωμα. Σήμερα το Λεωνίδιο είναι έδρα του ομώνυμου Δήμου. Η ιστορία αυτής της περιοχής ξεκινάει από τα αρχαία χρόνια, οπότε βρισκόταν σε άμεση εξάρτηση από τη Λακωνία. Το Λεωνίδιο αναφέρεται σε βυζαντινά χρυσόβουλα, όμως η ανάπτυξή του άρχισε από την επανάσταση του 1821, όταν κατέφυγαν σε αυτό οι κάτοικοι του Πραστού, κέντρου ως τότε της περιοχής που το έκαψαν οι στρατιώτες του Ιμπραήμ. Η ονομασία του σχετίζεται με το μάρτυρα της Κορίνθου Λεωνίδη, το μαρτύριο του οποίου είχε συγκινήσει ευρύτατα την περιοχή, κατά το ΙΓ' αιώνα. προς τιμή του χτίστηκε ο ναός του Αγίου Λεωνίδη και ο εγγύτερος προς το ναό οικισμός έλαβε το όνομα του τιμώμενου Αγίου. Στενό και ιδιόμορφο το φυσικό και κοινωνικό περιβάλλον∙ πλούσιο όμως σε φυσικές ομορφιές, ποικιλίες και αντιθέσεις∙ από αυτό το περιβάλλον είναι διαποτισμένο και το έργο του ποιητή Κώστα Ουράνη, Τσάκωνα στην καταγωγή και στην ψυχή. Το Λεωνίδιο έχει αγκαλιάσει την ψυχή του' τον ακολουθεί παντού και, σε στιγμές νοσταλγικές, του αφιερώνει τους στίχους:
«Λενίδι, όσο τα χρόνια μου περνάνε και γυρνάω
σ' αποζητώ σαν ήρεμο, καλόβολο λιμάνι».
Σ' αυτή τη μικρή κοινωνία του Λεωνιδίου βρέθηκε Γυμνασιάρχης ο Καλούδης τα δύσκολα, και γεμάτα αναστάτωση, χρόνια που περνούσε η πατρίδα μας. Μια κοινωνία, όπως άλλωστε όλες οι κοινωνίες της Ελληνικής επαρχίας, γεμάτη συντηρητισμό, με αυστηρά οικογενειακά και κοινωνικά ήθη και έθιμα, με αυστηρή εκπαιδευτική αγωγή και τα ανάλογα κουτσομπολιά. Την εικόνα αυτής της κοινωνίας μας τη δίνει, με επιστολή του -γραμμένη στις 6-6-1929- προς το Γ. Καλούδη, ο καθηγητής του Γυμνασίου Λεωνιδίου, Παρτσάλης. Ζητάει από τον πριν δυο χρόνια Γυμνασιάρχη του και τότε βουλευτή Καλούδη να μεσολαβήσει για την όσο το δυνατό καλύτερη μετάθεσή του από το Λεωνίδιο. Βρίσκει, έτσι, την ευκαιρία να του δώσει μια σύντομη -αλλά χαρακτηριστική- εικόνα της κοινωνικής ζωής της τσακωνικής αυτής πόλης και του γράψει:
«Και τώρα ας έλθωμεν και στα νέα του Λεωνιδίου. Ο υπαλληλικός κόσμος βρίσκεται στην κατάσταση που τον αφήσατε∙ προσετέθησαν μόνον μερικοί νέοι, ως ο Δασάρχης, μετατεθείσης της έδρας του Δασαρχείου εκ Ναυπλίου∙ αντικαταστάτης του κ. Μητζαξή εκ Τριπόλεως, ο Ταμίας και ο αντικαταστάτης του κ. Παναγοπούλου εκ Καλύμνου, τοποθετηθείς εις το Ελληνικόν Σχολείον και συνεπώς υφιστάμενος του υποφαινομένου. Το προσκλητήριο και το κουτσομπολιό γίνεται ως συνήθως, στου Φραγκίσκου, σε τέτοιο όμως, τελευταία, βαθμό, ώστε αναγκάσαμε μερικές ψυχές να μην περνούν απ' εκεί, αλλ' από το γύρο για να αποφύγουν το κουτσομπόλεμά τους.
Στο Γυμνάσιο τέλειο ξεχαρβάλωμα πλέον∙ ο αντικαταστάτης σας προγκάρεται συχνά - πυκνά από τους μαθητάς και κάθε ένας κάμνει ό, τι του καπνίσει. Ο κουμπάρος μου παίζει ρόλο Υποδιευθυντού, όπου βλέπει όμως τα σκούρα πάει πάσσο. Είναι αλήθεια όμως ό, τι κάμνουν οι καθηγηταί, ο προϊστάμενος με μια γκάφα του το γκρεμίζει. Μαζί δεν τάχουμε και τόσο καλά με τον διάδοχό σας και ιδίως αφ' ης συνευρισκόμεθα εις το αυτό οίκημα, πάντως όμως δεν τον αφήνω σε χλωρό κλαρί, σαν πνεύμα αντιλογίας που με αποκαλεί...».
Χαρακτηριστική είναι η εικόνα της κοινωνίας του Λεωνιδίου, όπως προκύπτει από την παραπάνω επιστολή. Αυτή την κοινωνία ήρθε να υπηρετήσει ο Καλούδης και να εξυψώσει το νεοσύστατο Γυμνάσιο. Η ίδρυσή του ήταν «προαιώνιος πόθος των Λεωνιδιωτώv», όπως είχε τονίσει σε συνεδρίαση του Κοινοτικού συμβουλίου, το 1922, ο Κοινοτάρχης Λεωνιδίου, γιατρός και έπειτα βουλευτής Αριστόνης Τροχάνης. Και ο προαιώνιος αυτός πόθος πραγματοποιήθηκε το 1923. Με το βασιλικό διάταγμα 5050/21-1-1923, ιδρύθηκε το Γυμνάσιο Λεωνιδίου. Στο διάταγμα αυτό αναφέρεται:
«Ιδρύεται Α' τάξις τετραταξίου γυμνασίου εν Λεωνιδίω, ήτις θα λειτουργήση από του τρέχοντος σχολικού έτους 1922-1923, υπό τον όρον όπως η Κοινότης Λεωνιδίου παράσχη κατάλληλον οίκημα διά το διδακτήριον και εφοδιάση αυτό διά των απαραιτήτων σχολικών επίπλων και εποπτικών μέσων. διδασκαλίας...».
Ήταν τότε το μοναδικό στην επαρχία Κυνουρίας, Πρώτος καθηγητής που ανέλαβε σ' αυτό υπηρεσία, το Σεπτέμβριο του 1923, ήταν ο Αθ, Παπαϊωάννου, με μετάθεση από το Γυμνάσιο Ναυπλίου, Ο ίδιος έκανε χρέη Γυμνασιάρχη, μέχρις ότου, το Δεκέμβριο του 1925, τοποθετήθηκε Γυμνασιάρχης, ο Γ. Καλούδης, ο οποίος ανέλαβε υπηρεσία στις 22 Δεκεμβρίου του 1925. Ανάμεσα στους Γυμνασιάρχες που υπηρέτησαν στο Λεωνίδιο, μετά τον Καλούδη, ήταν και ο Νικόλαος Τζουφης από την περιοχή των Ιωαννίνων.
Το Γυμνάσιο στεγάστηκε σε ένα νεοκλασικό κτίριο, που χτίστηκε το 1865 και δωρήθηκε στην κοινότητα Λεωνιδίου, το 1920, από τον Αντώνιο Καλαντζή, Αρχικά το κτίριο αποτελούνταν από το ισόγειο και έναν όροφο. Καθώς όμως ο αριθμός των μαθητών αυξανόταν, κρίθηκε αναγκαία η προσθήκη ενός ακόμα ορόφου. Προς αυτή την κατεύθυνση έστρεψε την προσπάθειά του ο Γ. Καλούδης. Έτσι, στα 1926, με ενέργειες και χρηματοδότηση του «Παρά του εν Πειραιεί Συλλόγου ΤΟ ΛΕΩΝΙΔΙΟΝ» το κτίριο ανακαινίστηκε και προστέθηκε σ' αυτό και δεύτερος όροφος, Το κτίριο αυτό χρησιμοποιήθηκε ως Γυμνάσιο μέχρι τα 1971, οπότε ανεγέρθηκε καινούριο κτίριο. Σήμερα χρησιμοποιείται από τον Πολιτιστικό Σύλλογο Λεωνιδίου. Ο ίδιος Σύλλογος ενίσχυσε γενναιότατα το Γυμνάσιο και το βοήθησε να ορθοποδήσει στα πρώτα του βήματα: κατασκεύασε θρανία και πίνακες, λειτούργησε συσσίτια, φρόντισε για μισθούς καθηγητή απαραίτητου στο σχολείο, προμηθεύτηκε τα αναγκαία στο Γυμνάσιο όργανα Φυσικής και Χημείας από το Βερολίνο. Σημαντική, σε όλη αυτή την προσπάθεια, ήταν η συμβολή του Καλούδη.
Δεύτερο βασικό μέλημα του Καλούδη ήταν η οργάνωση του Σχολείου. Εδώ οι δυσκολίες δεν ήταν λίγες. Το Σχολείο είχε ιδρυθεί μόλις πριν δύο χρόνια. Προσωπικό που να ανταποκρίνεται στις ανάγκες του Σχολείου δεν υπήρχε. Η αστάθεια των πολιτικών πραγμάτων είχε τις επιπτώσεις της και στα εκπαιδευτικά πράγματα. Το Λεωνίδιο, με τα μέσα συγκοινωνίας που διέθετε εκείνη την εποχή, ήταν απομονωμένο από την υπόλοιπη χώρα και, όπως όλη η επαρχία, αρκετά οπισθοδρομικό. Οι μαθητές και οι μαθήτριες -ελάχιστες σε αριθμό- προέρχονταν από τη νότια Κυνουρία, από τα νησιά Ύδρα, Σπέτσες, από την επαρχία της Επιδαύρου και Λακωνίας. Η φτώχια και η ανέχεια ήταν κοινό γνώρισμα των περισσότερων μαθητών και μάλιστα των χωριατόπαιδων. Για να μπορέσουν οι μαθητές να ανταποκριθούν σ' αυτές τις σκληρές συνθήκες και να συναγωνιστούν τους μαθητές των μεγάλων πόλεων, με τα φροντιστήρια και τις πλούσιες βιβλιοθήκες, έπρεπε να διαθέτουν θέληση για μάθηση, επιμέλεια και ψυχικό δυναμισμό. Και μαζί με όλα αυτά έπρεπε να έχουν τη συμπαράσταση των καθηγητών τους. Σ' αυτό ακριβώς το σημείο αποδείχτηκε ασυναγώνιστος ο Καλούδης.
Γυμνασιάρχης με πλούσια εκπαιδευτική και διδακτική πείρα, άνθρωπος με πλατιά μόρφωση και πολιτική συνείδηση, έσκυψε, απ' την πρώτη στιγμή που βρέθηκε -κυνηγημένος- στο μακρινό Λεωνίδιο, στα προβλήματα του νεοσύστατου Γυμνασίου και της κοινωνίας της Κυνουρίας. Αντιμετώπισε τους μαθητές του με αγάπη και, όπου χρειαζόταν, με αυστηρότητα. Τα πρακτικά του καθηγητικού συλλόγου του Γυμνασίου του Λεωνιδίου -που είχε την καλοσύνη να μας θέσει υπόψη κατά την επίσκεψή μας στο Λεωνίδιο ο Αριστείδης Κορολόγος, διευθυντής του τοπικού αρχείου Λεωνιδίου- είναι αρκούντως αποκαλυπτικά. Δε δίσταζε να εισηγηθεί στον καθηγητικό σύλλογο αυστηρές τιμωρίες στους μαθητές του Γυμνασίου, και να αποβάλει αυτούς επί αρκετές ημέρες για «διαγωγή ανάρμοστη σε μαθητές». για «συμπεριφορά αυθάδη και ανευλάβεια προς καθηγητές». Όμως, με μεγάλη προθυμία, απευθυνόταν προς τη Σχολική Επιτροπή του Γυμνασίου και την παρακαλούσε «να συνδράμη την άπορον και χρηστήν και επιμελή μαθήτριαν της Γ' Τάξεως ... παρέχουσα αυτή προς αγοράν βιβλίων και γραφικής ύλης» το αναγκαίο ποσόν.
Με τον ίδιο ζήλο ο Καλούδης ασχολήθηκε και με τα προβλήματα της γύρω περιοχής που είχαν, άλλωστε, επιπτώσεις και στη λειτουργία του Γυμνασίου. Ένα τέτοιο πρόβλημα είχε σχέση με την Τσακωνική διάλεκτο. Ήταν ο Καλούδης, απ' τα φοιτητικά του χρόνια βαθύς γνώστης των αρχαίων διαλέκτων και της εξέλιξής τους ανά τους αιώνες. 'Ήξερε πως η νεότερη Τσακωνική διάλεκτος που χρησιμοποιούνταν τον καιρό που ήταν Γυμνασιάρχης στο Λεωνίδιο, σ' εκείνη την περιοχή, δεν προερχόταν, όπως οι υπόλοιπες, από την Αττική διάλεκτο, αλλά από τη Λακωνική - Δωρική, της οποίας αποτελούσε συνεχή και αδιάκοπη εξέλιξη. Ήξερε επίσης, όπως αυτό αποδεικνύεται από σημειώσεις που υπάρχουν στο αρχείο του, ότι ο γνωστός Γερμανός νεοελληνιστής φιλόλογος, αρχαιολόγος και γλωσσoλόγoς Μιχαήλ Δέφνερ, ασχολήθηκε με την περιοχή της Τσακωνίας στην επαρχία Κυνουρίας, μελέτησε τα ήθη και τα έθιμα των κατοίκων της και την Τσακωνική διάλεκτο και με βάση επιτόπια έρευνα για λογαριασμό της Ακαδημίας του Βερολίνου εξέδωκε το 1923 τη μελέτη του «Λεξικού της Τσακωνικής διαλέκτου».
Αυτά που γνώριζε ο Καλούδης από τις σπουδές και από μελέτες, τώρα τα ζούσε στο Λεωνίδιο, καθώς συναναστρεφόταν τους ίδιους τους Τσάκωνες και τους άκουγε να μιλούνε την Τσακωνική διάλεκτο, όπως αυτή διαμορφώθηκε ανά τους αιώνες, εξελίχτηκε σύμφωνα με τις ανάγκες αυτών που τη μιλούσαν, κράτησε όμως αρκετά στοιχεία από την αρχαία Δωρική διάλεκτο, απ' την οποία προερχόταν. Είχε αρχίσει, ήδη στις μέρες που αυτός βρισκόταν στην Τσακωνία, κάτω από την επικοινωνία των ανθρώπων, τους
νέους τρόπους ζωής και τη συστηματική εκμάθηση της νεοελληνικής γλώσσας στα Σχολεία, η υποχώρησή της που προετοίμασε το έδαφος για την παραπέρα εξαφάνισή της.
Δε συμπλήρωσε δυο χρόνια παραμονής του στο Λεωνίδιο ο Καλούδης. Στις 22-12- 1925 ανέλαβε υπηρεσία, στις 31-10-1927 παρέδωκε την υπηρεσία στον νέο Γυμνασιάρχη Λεωνιδίου Γρ. Γρηγορόπουλο «μετατεθείς εις ʼρταν». Στην ʼρτα, βέβαια, δεν υπηρέτησε. στις αρχές του 1928 τον βρίσκουμε Γυμνασιάρχη στο Ναύπλιο.
Κατά το σύντομο διάστημα της παραμονής του στο Λεωνίδιο ο Καλούδης με τη δράση του μέσα και έξω από το Σχολείο, με το ενδιαφέρον που έδειξε για τους μαθητές του και για τους κατοίκους της περιοχής, με τη συνεργασία που είχε με τον «εν Πειραιεί Σύλλογον το Λεωνίδιον», έθεσε τις βάσεις, ώστε το Γυμνάσιο να καταστεί «κέντρο πνευμα τικό και εκπολιτιστικό για το οπισθοδρομημένο τότε Λεωνίδιο» και να δημιουργήσει λαμπρή παράδοση που συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Λίγα χρόνια αργότερα, ο Γιάννης Κορολόγος, μαθητής στο Γυμνάσιο Λεωνιδίου, και εκπαιδευτικός ο ίδιος, θα αποτυπώσει τις αξέχαστες νοσταλγικές του αναμνήσεις, με τούτες τις χαρακτηριστικές φράσεις:
«Όνειρα και φιλοδοξίες τόσων παιδιών πήραν σάρκα και οστά σ' αυτό το Γυμνάσιο. Φιλόπονοι οι καθηγητές, έδιναν όλον τον εαυτό τους για να μας εφοδιάσουν με τις απαραίτητες γνώσεις σε μια εποχή γεμάτη στερήσεις και αγωνία. Βρίσκομαι μπροστά σ' ένα πνευματικό φάρο που το φως του, το φως των γνώσεων, έδινε σωστή κατεύθυνση σε εφήβους καραβοκύρηδες και τους οδηγούσε στο απάνεμο λιμάνι του προορισμού τους».
Στο στήσιμο αυτού του πνευματικού φάρου, και μάλιστα στα θεμέλιά του, συνέβαλε και ο Καλούδης.
νι. ΓΥΜΝΑΣΙΑΡΧΗΣ ΣΤΟ ΝΑΥΠΛΙΟ (1928)
Στις αρχές του 1928 τοποθετείται Γυμνασιάρχης στο Ναύπλιο. Εκεί θα παραμείνει μέχρι τις 2 Αυγούστου 1928, οπότε παραιτείται προκειμένου να ασχοληθεί, κατά την τετραετία 1928-1932, με την πολιτική. Το Γυμνάσιο Ναυπλίου διατηρούσε ακόμα τη φήμη που είχε από την ίδρυσή του. Τα εκπαιδευτικά πράγματα του Ναυπλίου -πρώτης πρωτεύουσας της Ελλάδας- αρχίζουν την ανοδική τους πορεία με την εκπαιδευτική πολιτική του Καποδίστρια. Ακολουθεί η περίοδος της Αντιβασιλείας του Όθωνα. οργανωτής του εκπαιδευτικού συστήματος της Μέσης Εκπαίδευσης ήταν ο Μάουερ, μέλος της αντιβασιλείας. Χωρίς να μεταβάλει τίποτε από τα εκπαιδευτικά πράγματα τα οποία είχε αφήσει ο Καποδίστριας, έλαβε την απόφαση να ιδρύσει σχολεία Μέσης Εκπαιδεύσεως στις πρωτεύουσες των νομών και να επεκτείνει την ίδρυση των αλληλοδιδακτικών σχολείων στις πρωτεύουσες όλων των δήμων. Ήταν, λοιπόν, φυσικό να ιδρυθεί το πρώτο σχολείο Μέσης Εκπαιδεύσεως στο Ναύπλιο, το οποίο τότε δεν ήταν μόνο πρωτεύουσα νομού, αλλά και πρωτεύουσα του Κράτους. Το σχολείο αυτό που ιδρύθηκε στο Ναύπλιο, το Νοέμβριο του 1833, ονομάστηκε «Γυμνάσιοv». Ταυτόχρονα, με το ίδιο διάταγμα ιδρύθηκε στο Ναύπλιο και κατώτερο σχολείο Μέσης Εκπαιδεύσεως, το οποίο ονομάστηκε «Ελληνικόν Σχολείοv».
Ο αναφερόμενος στο διάταγμα ως Διευθυντής του Γυμνασίου και του Ελληνικού Σχολείου Ναυπλίου, Κων/νος Ασώπιος, καταγόμενος απ' το Γραμμένο Ηπείρου, δεν προσήλθε να αναλάβει τη Διεύθυνση των σχολείων αυτών, γιατί διορίστηκε καθηγητής στην Ιόνια Ακαδημία Κερκύρας και, στη συνέχεια, τακτικός καθηγητής της Αρχαίας Ελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Απ' τη Νικόπολη της Ηπείρου καταγόταν και ο καθηγητής της «παλαιάς και νέας Ελληνικής» Ιωσήφ Γκινάκας, ο οποίος μνημονεύεται στο ιδρυτικό διάταγμα.
Απ' την πρώτη στιγμή της ίδρυσής τους συνέρρεαν, στο Γυμνάσιο και στο Ελληνικό Σχολείο Ναυπλίου, μαθητές από όλα τα μέρη της Ελλάδας. Συνέβαινε και με το Γυμνάσιο Ναυπλίου, κάτι παρόμοιο με αυτό που συνέβαινε, στα Γιάννινα, με τη Ζωσιμαία Σχολή.
Στο Γυμνάσιο Ναυπλίου υπηρέτησαν, κατά καιρούς, λαμπροί Γυμνασιάρχες, οι οποί- οι έθεσαν τις βάσεις για την αποδοτική και απρόσκοπτη λειτουργία του' αυτό το πέτυχαν πρώτα γιατί, τα χρόνια εκείνα, οι Γυμνασιάρχες είχαν ευρύτατη δικαιοδοσία, και έπειτα γιατί οι ίδιοι διακρίνονταν για την ευρύτητα του πνεύματος και τα οργανωτικά τους προσόντα.. Ήταν μεγάλες οι προσπάθειες που κατέβαλαν για να καταστήσουν το Γυμνάσιο αυτό πρότυπο σχολείο της Μέσης Εκπαιδεύσεως. Όσοι τελείωναν την τρίτη τάξη του Γυμνασίου είχαν το δικαίωμα να φοιτήσουν στο Πανεπιστήμιο, χωρίς εισιτήριες εξετάσεις.
Ανάμεσα στους Γυμνασιάρχες του Γυμνασίου Ναυπλίου αναφέρεται και ο Γεώργιος Καλούδης. Σύντομη, ασφαλώς, η Γυμνασιαρχία του. Όμως κατά το σύντομο αυτό διάστημα άφησε ίχνη της εκεί διαβάσεώς του, όπως διαπιστώνουμε από το αρχείο του Γυμνασίου το οποίο σήμερα βρίσκεται στα ιστορικά αρχεία του Ναυπλίου. Στα πρακτικά του Γυμνασίου αναγράφεται ως Γυμνασιάρχης, για πρώτη φορά, στις 31 Μαρτίου 1928. Τον Ιούλιο του 1928, λόγω των θερινών διακοπών, παρέδωσε το αρχείο του σχολείου στον αρχαιότερο καθηγητή, Θ. Παρασκευά. Μεσολάβησε η παραίτησή του στις 2 Αυγούστου του 1928, όπως αυτό βεβαιώνεται από το «ΒιβλίονΚαταστάσεως Δημοσίων Υπαλλήλων» το οποίο βρίσκεται στο αρχείο του Σχολείου.
Η Γυμνασιαρχία στο Γυμνάσιο Ναυπλίου επισφραγίζει και την πολύχρονη εκπαιδευτική σταδιοδρομία του Γεώργιου Καλούδη. Και μαζί μ' αυτή λήγουν οι πολλές -και αδικαιολόγητες- περιπέτειές του. Ανοίγει το 1928 ο δρόμος για τη δεύτερη, μετά το 1924, πολιτική του σταδιοδρομία, για την οποία γίνεται λόγος στο επόμενο κεφάλαιο.
|