08/07/2008
Συνταξιούχος στα Γιάννινα (1932-1952)
Σύνδεσμος Αποφοίτων Ζωσιμαίας Σχολής Ιωαννίνων
Πηγή: Σπύρος Εργολάβος, Γεώργιος Παπακώστας, Φρίξος Πούρλης, Κώστας Καραγιαννίδης
© Δήμος Ιωαννίνων |
προεπισκόπηση εκτύπωσης
|
Με τη λήξη της βουλευτικής του θητείας (1928-1932) επανέρχεται, το 1932, στα Γιάvνινα όπου μένει πια ως συνταξιούχος με τη σύζυγό του και τις δυο θυγατέρες του. Είχε συμπληρώσει ήδη -όπως προκύπτει από αναφορά του στο Ελεγκτικό Συνέδριο- συντάξιμο χρόνο υπηρεσίας του 37 έτη, 10 μήνες και 19 ημέρες. Αυτή την περίοδο δέχεται το πρώτο πλήγμα στη ζωή του, με το θάνατο της συζύγου του Ειρήνης.
Ως συνταξιούχος όμως δε μένει αδρανής. Συμμετέχει, ενεργά μάλιστα, στην πνευματική και κοινωνική ζωή της πόλης. Το έτος της συνταξιοδότησής του συμπίπτει με την ίδρυση στα Γιάννινα της «Λέσχης Επιστημόνων ή Διανοουμένων», στις εκδηλώσεις της οποίας συμμετέχει ενεργά. Εκεί θα δώσει και τις δυο αξιόλογες διαλέξεις για το «Μισογυνισμό του Ευριπίδη» και το «ομηρικό Ζήτημα» που εξετάσαμε σε προηγούμενο κεφάλαιο.
Η πνευματική και κοινωνική ζωή της πόλης ενισχύεται σημαντικά από τα περίφημα «Συμπόσια» ή «ΔΕΙΠΝΑ» που οργανώνονται συχνά, κατά τα πρότυπα των αρχαίων συμποσίων. Αυτά τα συμπόσια ο Καλούδης τα αποκαλούσε «πλατωνικά», γιατί γίνονταν σ' αυτά συζητήσεις γύρω από σοβαρά φιλολογικά, φιλοσοφικά και εθνικά θέματα. Κατά τη διάρκεια των συμποσίων, με αφορμή διάφορα επίκαιρα περιστατικά, γράφονταν στίχοι ποιητικοί και σατιρικοί. Ενδεικτικό είναι το περιεχόμενο «Αναμνηστικής Δέλτου» την οποία στέλνει ο «συμποσίαρχος Σ. Ζούμπος προσκαλώντας το Γ. Καλούδη σε «ΜΕΓΑ ΩΣ ΕΙΘΙΣΤΑΙ ΔΕΙΠΝΟΝ» (Συμπόσιον Νέων Ελλήνων μιμητών των προγόνων αυτών), με τη χαρακτηριστική φράση:
«ΤΩ ΤΩΝ ΗΜΕΤΕΡΩΝ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΙ ΧΡΩΜΕΝΟΙ
ΔΕΙΠΝΟΥΜΕΝ ΑΝΔΡΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΖΗΛΩΤΑΙ
ΦΙΛΟΣΟΦΟΥΝΤΕΣ ΚΑΙ ΣΠΟΥΔΑΖΟΝΤΕΣ»
Και από κάτω, σε αρχαίο Eλληνικό λόγο, η ημερομηνία:
«ΜΗΝΙ ΠΟΣΕΙΔΕΩΝΙ ΤΗ ΚΣΤ ΗΜΕΡΑ ΑΥΤΟΥ,
ΕΤΕΙ ΤΕΤΑΡΤΩ ΚΑΙ ΤΡΙΑΚΟΣΤΩ ΚΑΙ ΕΝΑΚΟΣΙΟΣΤΩ ΚΑΙ ΧΙΛΙΟΣΤΩ»
(26 Δεκεμβρίου 1934)
Παρακολουθεί, παράλληλα, με ζωηρό ενδιαφέρον, την εξέλιξη της εθνικής μας ζωής, κατά την ταραγμένη αυτή περίοδο. Είχε ζήσει, ως ενεργός πολιτικός και εκπαιδευτικός, τις δυο δικτατορίες του Παγκάλου (1925) και του Κονδύλη (1926). Τώρα ως συνταξιούχος ζει και την τρίτη δικτατορία του Μεταξά. Είχε πρωτοστατήσει, ως πληρεξούσιος των Ιωαννίνων, το 1924, στην, κατάργηση της βασιλείας και στην ανακήρυξη της Δημοκρατίας. Τώρα βλέπει τη Δημοκρατία να καταργείται, να ταπεινώνεται και να ευτελίζεται. Και δίπλα στο ντόπιο φασισμό έρχεται να προστεθεί ο ξένος φασισμός, ο Ιταλικός και ο Γερμανικός. Ζει από κοντά τους νικηφόρους αγώνες του Ελληνικού λαού ενάντια στον Ιταλικό φασισμό και η ψυχή του πάλλεται από εθνική αγαλλίαση. Για τον Καλούδη, όπως και για την πλειοψηφία του λαού μας, ο πόλεμος -και το έπος- της Αλβανίας είχε, απ' την πρώτη στιγμή, διπλό νόημα: Το νόημα ενός πολέμου αντιφασιστικού και πατριωτικού συνάμα. Μ' αυτόν τον αγώνα οι έννοιες της πατρίδας και του Έθνους ξαναβρίσκουν το παλιό τους, γνώριμο στον Έλληνα, μεγαλείο, που τόσο είχε καταρρακώσει η «εθνικοφροσύνη» της μεταξικής δικτατορίας. Σκληρός και ανελέητος ο Ιταλικός φασισμός καταστρέφει ό,τι συναντήσει μπροστά του. Ζει, από κοντά, ο Καλούδης αυτό το δράμα. Βλέπει την περίφημη Μαρουτσαία Σχολή, αυτή που την ανέδειξε, με τη διδασκαλία του και το κύρος του, ο Ευγένιος Βούλγαρης, να ισοπεδώνεται. Βλέπει την αγα πημένη του Ζωσιμαία Σχολή, στην ανέγερση της οποίας ο ίδιος συνέβαλε, να βομβαρδίζεται και να μένει, επί χρόνια ερειπωμένη. Βλέπει τα αγαπημένα του Γιάννινα να παραδίνονται στα νύχια της διπλής Κατοχής. Ζει όλο το δράμα της βάρβαρης Κατοχής, τις διώξεις των συναδέλφων του, τις στερήσεις και τα βασανιστήρια του λαού. Μαζί όμως χαίρεται και το μεγάλο αντιστασιακό όραμα με πράξεις και ηρωισμούς που ενέπνεαν και φρονημάτιζαν όλες τις γενιές, όλες τις κοινωνικές τάξεις. Παρακολουθούσε τα ενθουσιαστικά μηνύματα για το ξεσήκωμα του λαού και της νεολαίας μας. Σ' αυτό το ξεσήκωμα, με επίκεντρο τα Γιάννινα, η Ήπειρος έδωσε τo μεγάλo «παρών». Αυτό χαροποιούσε ιδιαίτερα τον Καλούδη.
Με αγωνία παρακολουθούσε την εξέλιξη του Βορειοηπειρωτικού ζητήματος, το οποίο είχε ζήσει, επί δεκαετίες, ως πολιτικός και ως εκπαιδευτικός. Είχε πιστέψει, για λίγο όμως, στην οριστική απελευθέρωση της Βορείου Ηπείρου. Γρήγορα όμως είδε τα όνειρά του να συντρίβονται στα βράχια της σκληρής -πολιτικής και διπλωματικής- πραγματικότητας. Όλοι μιλούσαν για την «αδικοχαμένη αδελφή μας», ο Καλούδης, σαφής γνώστης του θέματος, μιλούσε για τη «χαρισμένη».
Στο δράμα της Kατoχής, ύστερα από μια σύντομη αναλαμπή, ήρθε να πρoστεθεί ένα άλλο εθνικό δράμα, πιο οδυνηρό, πιο τραγικό: πρόκειται για το δράμα Εμφυλίου και αυτό το δράμα σημάδεψε τη ζωή του Καλούδη, που μιλούσε με πολύ πόνο στους συνομιλητές του. Όλα αυτά τα δύσκολα χρόνια του πολέμου της Κατοχής δεν έπαψε να προσφέρει τις υπηρεσίες στο χώρο τον οποίο υπηρέτησε σε όλη τη ζωή του: στο χώρο της Εκπαίδευσης από μια άλλη θέση, βέβαια, από τη θέση του Προέδρου της Σχολικής Εφορείας της Ζωσιμαίας Σχολής. Συνεργάζεται αρμονικά με το διάδοχό του στη Ζωσιμαία, το Γυμνασιάρχη Χρίστο Σούλη, φροντίζει για τη διευθέτηση των περιορισμένων χώρων της Σχολής, για τη δημιουργία αιθουσών συσσιτίου και διδασκαλίας, για την επίλυση τρεχόντων υπηρεσιακών προβλημάτων.
Παρακολουθεί, αμέσως μετά τον Εμφύλιο, τη διαμάχη που ξέσπασε γύρω από την τύχη του βομβαρδισμένου κτιρίου -στην οδό Ζωσιμάδων- της Ζωσιμαίας Σχολής. ʼλλοι υποστήριζαν πως έπρεπε αμέσως να επισκευαστεί το κτίριο και εκεί να εγκατασταθεί η Σχολή. ʼλλοι αντίθετα υποστήριζαν πως πρέπει να ανεγερθεί νέο κτίριο στο οποίο να στεγαστεί η Σχολή. Την άποψη αυτή υποστήριζε ο τότε Αρχιεπίσκοπος -και πρώην Μητροπολίτης Ιωαννίνων- Σπυρίδων. Σε συνέντευξη μάλιστα που παραχώρησε στα Γιάννινα, το Νοέμβριο του 1951, επισήμανε:
«Η άποψίς μου και ο πόθος μου είναι η ανέγερσις νέου κτιρίου εις την Πλατείαν Ευεργετών. Τα σχέδια διά την νέαν Ζωσιμαίαν Σχολήν είναι έτοιμα και η έναρξις της ανεγέρσεως θα συμπέσει με τας αρχάς της ανοίξεως του επομένου έτους. Το παλαιόν κτίριον θα επισκευασθή χωρίς να χάση τίποτε από την γνώριμον αρχιτεκτονικήν του εμφάνισιv».
Με την άποψη αυτή για την ανέγερση νέου κτιρίου, κοντά μάλιστα στο σπίτι του, είχε ταχθεί και ο Καλούδης. Είχε διαπιστώσει και αυτός ότι το παλαιό κτίριο της Ζωσιμαίας είχε μεν εξωτερικά ωραία εμφάνιση, εσωτερικά όμως δεν είχε την απαραίτητη για Σχολείο πρακτικότητα. Ζούσε ακόμα ο Καλούδης, όταν άρχισαν οι εργασίες για τη διευθέτηση του χώρου στην πλατεία Ευεργετών, και γίνονταν οι προετοιμασίες για την ανέγερση της νέας Ζωσιμαίας. Δεν πρόλαβε όμως να παραστεί στην επίσημη τελετή της θεμελίωσης της Νέας Ζωσιμαίας Σχολής, που έγινε στις 8-11-1952. Πέθανε λίγες μέρες πιο πριν, στις 5 Οκτωβρίου 1952, σε ηλικία 88 ετών.
|