14/11/2006
Τα ταξίδια τους σε σχέση με την ίδια την τέχνη και την αναγέννηση της Ελλάδας
Όπως και οι λιθογλύπτες, οι ξυλογλύπτες ήταν «πλανόδιοι καλλιτέχνες και μαζί με τα σύνεργα της τέχνης τους κουβαλούσαν παντού τις ίδιες τεχνικές και τους ίδιους διακοσμητικούς και αισθητικούς κανόνες. Για αυτό η ξυλογλυπτική παρουσιάζει ενιαίο ύφος σε ολόκληρο τον ελληνικό χώρο». Διαφοροποίηση παρατηρούμε κυρίως στον νησιωτικό χώρο, ιδιαίτερα στα Επτάνησα, όπου από τον 17ο αιώνα και μετά οι δυτικότροπες επιδράσεις είναι εμφανέστατες ακόμη και σε ορισμένα από τα τέμπλα της Ηπείρου, όπως για παράδειγμα στην Πρέβεζα.
Στο Μέτσοβο η ξυλογλυπτική τέχνη ξεκίνησε από πολύ παλιά, τους βυζαντινούς ακόμη χρόνους. «Η μεγάλη ακμή και το άνθισμα της Μετσοβίτικης λαϊκής τέχνης άρχισε μετά το 1659, με τα εξαιρετικά πολιτικά και εκκλησιαστικά προνόμια, που απέσπασε απ� την Πύλη ο Μετσοβίτης αρχιτσέλιγκας Κύργος Φλόκας και καθιστούσαν το Μέτσοβο αυτόνομη δημοκρατία. ...Τότε και η ξυλογλυπτική ξέφυγε απ� τη χειροτεχνία κι ανέβηκε στο χώρο της τέχνης με τα τέμπλα, τους δεσποτικούς θρόνους, τους άμβωνες, τα προσκυνητάρια, τα κουβούκλια των επιταφίων, τ� αναλόγια, τα μανουάλια, τα μπαγκάρια και τα τόσα άλλα ��ειδίσματα�� των εκκλησιών ... συνεχίστηκε απ� τον 17ο αιώνα ως τα σήμερα, κι έφτασε από γενιά σε γενιά στα χέρια των σημερινών ταλιαδόρων. Οι ��κομπανίες�� των ταλιαδόρων του Μετσόβου φτάνανε στις πιο αλαργινές πόλεις, για ν� αναλάβουν τα σπουδαιότερα έργα της ξυλογλυπτικής και να μεταλαμπαδεύσουν έτσι την τέχνη τους. ... Απ� τα ��τεφτέρια�� που κρατούσαν φαίνεται πως είχαν θαυμαστή συντεχνιακή οργάνωση, ενώ απ� τ� άλλα βιβλία που κουβαλούσαν συμπεραίνουμε, πως είχαν και μια εκκλησιαστική παιδεία μαζί με τη λαχτάρα στην καρδιά, σαν εκείνους τους κραδασμούς των αγιογράφων, που στον τρουβά τους υπήρχε πάντοτε κάποια ��Ερμηνεία της Ζωγραφικής Τέχνης��, αλλά και τα ��συναξάρια�� των αγίων».
Πάντως όλοι δούλευαν με μεράκι και έχοντας το ίδιο πάθος για την δουλειά: «Μεγάλοι ή μικρότεροι τεχνίτες, όλοι δούλευαν με το ίδιο πάθος και την ίδια λαχτάρα ομορφιάς. Υπήρχε σε κάθε συντροφιά ο αρχιμάστορας που φιλοτεχνούσε τα σχέδια, σκάλιζε τα δυσκολότερα μέρη και παρακολουθούσε τη δουλειά των άλλων».
Οι «σκαλιστάδες» ή «ταλιαδώροι» όπως αναφέρονται αλλού οι ξυλογλύπτες, «ήταν κι αυτοί μια ξεχωριστή ειδικότητα περιζήτητη ... Τα ξυλόγλυπτα ταβάνια και οι μεσάντρες ήταν απαραίτητο χαρακτηριστικό των αρχοντικών και πολλών νοικοκυρόσπιτων. Στα σαράγια των μπέηδων της Αλβανίας ο ξυλόγλυπτος διάκοσμος έφτανε στην υπερβολή λόγω της μεταξύ τους άμιλλας. Σκάλιζαν επίσης τέμπλα εκκλησιών σ� ολόκληρο τον ελλαδικό χώρο. Στο Τούρνοβο κατασκεύαζαν έπιπλα με ένθετο ελεφαντόδοντο, όπως για παράδειγμα κασέλες και κάναν και επαργυρώσεις. Η επαγγελματική τους οργάνωση ήταν παρόμοια με των ταβαντζήδων. Όχι μόνο δεν έμεναν ποτέ χωρίς δουλειά, αλλά τους καλύτερους τους έπαιρναν και με τη βία οι μπέηδες, αμοίβοντάς τους όμως πλούσια. Γι� αυτό μερικοί πλούτισαν, αν και στις μεγάλες δουλειές δούλευαν και 30 μαστόροι και βοηθοί. � τέτοια μεγάλη ομάδα δούλεψε στο σαράι του φύλαρχου Αμπετίν � Αγά � Σιάγου στην Πόγρανη Κορυτσάς � οι μαστόροι λεγόταν �καλφάδες� και οι βοηθοί �τσιράκια�».
Επίσης, «... για τις διάφορες ανάγκες των χωριών και των μοναστηριών καλούνται ηπειρώτες τεχνίτες, αρχιτέκτονες, μαστόροι, γλύπτες, ξυλογλύπτες (ταγιαδόροι, όπως τους έλεγαν), ζωγράφοι, που αναλαβαίνουν όλες τις δουλειές στο Πήλιο, όπως σ� ολόκληρη την Ελλάδα κι έξω απ� αυτή ... ως τα τέλη του 18ου αιώνα και αργότερα ...».
Ακόμη και σε άλλες περιοχές, όπως η Εύβοια, «...είναι διαπιστωμένη η μετακίνηση ομάδων (σιναφιών) τεχνιτών στον Ευβοϊκό χώρο, ιδιαίτερα μετά το έτος 1830, όταν τα πράγματα είχαν ηρεμήσει. Οι ομάδες (σινάφια) τεχνιτών από την Ήπειρο έχουν αφήσει σπουδαία έργα ξυλογλυτπικής, αρχιτεκτονικής, λιθογλυτπικής, γεφυροποιϊας, εθίμων, κ.ά., στην Εύβοια». Το τέμπλο του ναού της Κοιμήσεως της Θεοτόκου στο σημερινό χωριό Δάφνη (παλιά Βαρυμπόμπη) φιλοτέχνησε η κομπανία του αρχιταλιαδόρου Γ. Μέρανου από το Μέτσοβο. «Ενδιαφέρον, για τη σύνθεση του πληθυσμού της Βρύσης, παρουσιάζει η εξής πληροφορία: ��Εκ παραδόσεως λέγεται ότι το σημερινόν χωρίον κατωκήθη, μετά την Επανάστασιν του 1821 υπο 14 οικογενειών, προερχομένων εξ Ηπείρου, αίτινες είχον έλθει και ειργάζοντο ως οικοδόμοι εις την πέριξ περιοχήν��. Δεν ήσαν μόνο κτίστες, αλλά και λιθογλύπτες και ξυλογλύπτες και ζωγράφοι και άλλες ειδικότητες. Οι οικογένειες αυτές σχημάτιζαν, σίγουρα, ένα σινάφι τεχνιτών».
Δεν θα πρέπει να παραλείψουμε και τον ρόλο που έπαιξαν γενικά οι συντεχνίες και οι κομπανίες, μεταξύ των οποίων και των ξυλογλυπτών με τα ταξίδια τους, στην αναγέννηση της Ελλάδας. « ... η ταξιδιάρικη τέχνη, ο περιοδεύων βιοτεχνισμός, μεταλαμπάδευσε την εθνική συνείδησι, τις παραδόσεις και συνετέλεσε ανασχετικά στον εξισλαμισμό μεγάλων περιοχών της Βόρειας Ελλάδας, ιδίως στην Ήπειρο. Μεγαλύτερος είναι ο ρόλος του ταξιδευτού τεχνίτη, χτίστη, βαρελά (βαγενά), κασσιτερωτή (αλειφιά). Οι πρόκριτοι, οι κτηματίες, οι γεωργοί, οι άτεχνοι εξισλαμίζονταν ευκολώτερα, άλλοι για να μη εκπέσουν από την άρχουσα τάξι, άλλοι για να μη χάσουν τις μεγάλες περιουσίες και τα προνόμια, τα χωράφια και την ησυχία τους. Και οι άτεχνοι για να βρουν δουλειά. Οι περιοδεύοντες όμως τεχνίτες και διότι ήταν σκορπισμένοι, κινούμενοι, διάχυτοι σ� όλη την τουρκική επικράτεια και γιατί δεν εφοβούνταν να χάσουν κτηματικές περιουσίες � αφού κύρια περιουσία ήταν η τέχνη τους � και γιατί ακόμα, ο κατακτητής είχε την ανάγκη τους και όχι αυτοί του κατακτητή, δεν εξισλαμίσθηκαν».
Με τις μετακινήσεις αυτές σε περιοχές των Βαλκανίων αλλά και αλλού, καθώς και την δημιουργία σπουδαίων έργων, δεν είναι σπάνιο και το φαινόμενο να οικειοποιούνται έργα Ελλήνων ξυλογλυπτών άλλοι γειτονικοί λαοί. «Συνεργεία ή μεμονωμένοι καλλιτέχνες ξυλογλύπτες εκαλούντο, για να αναλάβουν τη φιλοτέχνηση μεγάλων έργων σε ορθόδοξες εκκλησίες και έξω από την Ελλάδα, όπως στη Σερβία, τη Βουλγαρία, στη Ρουμανία, όπου και σήμερα βρίσκονται έργα ελληνικής (μακεδονικής) τεχνοτροπίας ... Οι Βούλγαροι συγγραφείς θέλησαν να υποστηρίζουν, ότι τα περίφημα ξυλόγλυπτα τέμπλα, άμβωνες, αρχιερατικοί θρόνοι κ.λ.π., που βρίσκονται στις σημερινές βουλγαρικές εκκλησίες, λ.χ. της Φιλιππούπολης, του Τυρνόβου, της Στενημάχου, του Σιστόβου, του Ελβασάν και αλλού, είναι έργα αυτοδίδακτων Βουλγάρων τεχνιτών. Ωστόσο είναι βέβαιον ότι τα έργα αυτά φιλοτεχνήθηκαν από Έλληνες τεχνίτες, όπως δείχνεται από το ότι ο ίδιος ακριβώς ξυλογλυπτικός διάκοσμος των ξυλόλγυπτων της Βουλγαρίας συναντιέται και στις ελληνικές εκκλησίες, ιδίως στα ελληνικά νησιά, στη Μικρά Ασία, ακόμα και στη Συρία, όπου δεν υπήρξαν ποτέ Βούλγαροι. Οι εκκλησίες της Βουλγαρίας διακοσμήθηκαν από τις ελληνικές κοινότητες το 18ο και το 19ο αιώνα».
Το ίδιο πρόβλημα διαπιστώσαμε και σε ταξίδι που κάναμε στα σημερινά Σκόπια, όπου κυκλοφορούν ευρέως πολυτελέστατες εκδόσεις με ανάλογο περιεχόμενο σχετικά με τα τέμπλα του Μοναστηρίου και της Αχρίδας και όχι μόνο.
Σχετικά με αυτό το θέμα, δηλαδή την ελληνικότητα πολλών έργων στις περιοχές αυτές, να προσθέσουμε εμείς ότι πλήθος συμφωνητικά μεταξύ επιτροπών εκκλησιών και ξυλογλυπτών καθώς και άλλα έγγραφα των ελληνικών κοινοτήτων της περιοχής, βεβαιώνουν ότι τα ξυλόγλυπτα των περιοχών αυτών έγιναν από Έλληνες τεχνίτες που ταξίδευαν εκεί. Το ίδιο επιβεβαιώνουν και οι επιγραφές των εικόνων των τέμπλων καθώς και η ομοιότητα στην τεχνοτροπία των ξυλόγλυπτων αυτών με αντίστοιχα ελληνικά.
Ταξιδεύουν λοιπόν οι ξυλογλύπτες παντού, όπως και οι διάφορες συντεχνίες επιχειρούν ταξίδια σε κάθε γωνιά του ελλαδικού χώρου αλλά και σ� όλη τη βαλκανική χερσόνησο, τη Μικρά Ασία, τη Ρωσία και όχι μόνο, μέχρι και πρόσφατα (1950), κατασκευάζοντας περίφημα έργα για εκκλησίες και σπίτια πλουσίων μπέηδων και άλλων. Το γεγονός αυτό φανερώνει ότι η παράδοση συνεχίζεται, όπως διαπιστώνουμε να συμβαίνει μέχρι πρόσφατα με τις συντεχνίες των μαστόρων από τα μαστοροχώρια της Πυρσόγιαννης.
Σχετική Βιβλιογραφία
|