14/11/2006
Η τεχνοτροπία και το ύφος των έργων τους
Τριαντάφυλλος Σιούλης
© Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Ιωαννίνων
|
|
Αυστηρά παραδοσιακοί στα πρώτα τους έργα ακολουθούν ως προς το ύφος και την τεχνοτροπία βυζαντινά πρότυπα παλαιολόγειας και κρητικής ζωγραφικής. Οδηγός τους η «Ερμηνεία» του Διονυσίου.
Οι αγιογράφοι ακολουθούν την ορθόδοξη παράδοση όσον αφορά το εικονογραφικό πρόγραμμα (για παράδειγμα τοποθετεί την Πλατυτέρα στην κόγχη του ιερού, τους αγίους της Εκκλησίας στους τοίχους του κύριου ναού, την παράσταση της Δευτέρας Παρουσίας στο νάρθηκα κ.λ.π.), αλλά και ως προς την απόδοση των θεμάτων (π.χ. στη μονή ʼβελ 1770).
Έχουν αξιολογότατη τεχνική κατάρτιση και χρησιμοποιούν χρώματα φωτεινά και έντονα. Δεν παριστάνουν τα διάφορα πρόσωπα ανέκφραστα και ακίνητα, αν κρίνουμε για παράδειγμα από τις πολυπρόσωπες σκηνές του Δωδεκαόρτου, που βλέπουμε στην πάνω ζώνη των τοιχογραφιών του κύριου ναού. Γενικά παρατηρούμε ισορροπία ανατομική με ανάδειξη των λεπτομερειών, συνθέσεις όχι ταραγμένες, διακόσμηση ζωηρή (παράδειγμα στα ρούχα, τα κτήρια κ.α.) και έντονες χρωματικές αντιθέσεις, χωρίς όμως υπερβολές.
Οι ολόσωμοι άγιοι, άνδρες και γυναίκες, που υπάρχουν στην κάτω ζώνη του κύριου ναού, είναι εντυπωσιακοί. Παράστημα επιβλητικό αλλά και ασκητικό, τονώνει την πίστη τους, παράλληλα δε εμπνέει θάρρος και διάθεση για αγωνιστικότητα και αντίσταση στα δύσκολα χρόνια της Τουρκοκρατίας.
Όλα αυτά τα στοιχεία παραπέμπουν σε τεχνοτροπία συγκεκριμένης σχολής αγιογράφων, αυτή της βορειοδυτικής Ελλάδας.
Ειδικότερα, προς τα τέλη του18ου αιώνα οι μπαρόκ και ροκοκό επιδράσεις είναι έντονες, αλλά μετριάζονται από το τοπικό βυζαντινό χρώμα.
Με το πέρασμα των χρόνων και τις κοινωνικοπολιτικές και οικονομικές αλλαγές που προαναφέρθηκαν, ιδιαίτερα μετά την απελευθέρωση του ελληνικού κράτους (1821), αλλάζουν τα δεδομένα. Οι διάφορες επιρροές από την Ευρώπη είναι εμφανείς, τα πολλά χαρακτικά πρότυπα που κυκλοφορούν παίζουν και αυτά το ρόλο τους, ενώ οι ίδιοι υπακούουν στις επιταγές των πελατών.
Το ύφος, τα χρώματα και οι συνδυασμοί των, τα πρόσωπα και οι πτυχώσεις των ενδυμάτων, το φόντο και τα διάφορα άνθινα μοτίβα, φανερώνουν το γεγονός αυτό. Τα πρόσωπα είναι φωτεινά με γλυκιά και φιλάνθρωπη έκφραση. Παρατηρείται μια προσπάθεια απόδοσης σύμφωνα με τα βυζαντινά πρότυπα, όμως με έντονο ρεαλισμό και φυσιοκρατία. Οι επιδράσεις της ιταλικής και ρωσικής ζωγραφικής πλέον είναι βαθύτατες. ʼλλωστε αυτό δεν το αρνούνται και οι ίδιοι οι Χιονιαδίτες ζωγράφοι. Το ʼγιο Όρος επηρεάζεται όλο και βαθύτερα από τη νεορωσική αγιογραφική σχολή. Αυτό με τη σειρά του επηρεάζει αποφασιστικά το ζωγραφικό ύφος της ελληνικής αγιογραφίας. Τα πολύχρονα δε ταξίδια των Χιονιαδιτών αγιογράφων στο ʼγιο Όρος είναι πασίγνωστα.
Παράδειγμα αναφέρουμε τις Δεσποτικές εικόνες του ναού Αγίου Δημητρίου στο Κομπότι (1876), όπου οι Ρωσικές επιδράσεις είναι φανερές. Στα αντίγραφα πάντως μπορούμε να διακρίνουμε το προσωπικό ύφος του αγιογράφου. Παρατηρούμε για παράδειγμα διαφορές στους χρωματικούς συνδυασμούς, οι οποίοι είναι λιγότερο αυστηροί και με πιο απαλούς τόνους, ενώ μια προσεκτικότερη ματιά στα πρόσωπα, για παράδειγμα στο βλέμμα και στις πτυχώσεις των ενδυμάτων φανερώνει ότι οι εικόνες στις λεπτομέρειες και στην τεχνοτροπία, διαφέρουν. Εδώ παρατηρούμε περισσότερη φυσικότητα και λιγότερη σχηματοποίηση και ασκητικότητα.
Επίσης στις Δεσποτικές εικόνες του ναού Μεταμορφώσεως του Σωτήρος στο Βοτονόσι (1900), διαπιστώνουμε την άριστη τεχνική κατάρτιση που έχει ο αγιογράφος, πλήρως εκφραστική, ήδη τελειοποιημένη. Στις μορφές του κυριαρχεί βέβαια η φυσιοκρατία, ενώ η καθαρότητα στα χρώματα και στα χαρακτηριστικά των προσώπων, η λεπτότητα και η γραμμικότητα που φαίνεται καθαρά στις πτυχώσεις των ενδυμάτων, είναι στοιχεία που φανερώνουν τεχνίτη με καλαισθησία. Καταπληκτικής τέχνης είναι η εικόνα του Αγίου Γεωργίου. Εδώ συνταιριάζονται αρμονικά οι πάρα πολύ όμορφοι παστέλ χρωματικοί, οι οποίοι παραπέμπουν στη βυζαντινή παράδοση, με τη ρεαλιστική απόδοση των μορφών. Στην εικόνα με τον ʼγιο Γεώργιο θαρρείς ότι το άλογο θα πεταχτεί έξω με τον ʼγιο καβάλα. Τα πρόσωπα, ακόμη και στις πολυπρόσωπες συνθέσεις, όπως στην εικόνα της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος στο Βοτονόσι είναι ήρεμα, όχι ταραγμένα και εκπέμπουν μια γλυκιά φιλανθρωπία. Ακόμη και η μορφή του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου παρουσιάζεται χωρίς καμία αυστηρότητα. Κυριαρχούν τα απαλά χρώματα, χωρίς έντονες χρωματικές αντιθέσεις. Λογιοσύνη διακρίνεται στις μορφές του αγιογράφου.
Στην Αγία Παρασκευή Μηλόβιστας των Σκοπίων (FYROM) τα πράγματα είναι διαφορετικά (1892). Εδώ οι νεορωσικές επιδράσεις είναι εμφανέστερες και εντονότερες, όπως διαπιστώνουμε από το γενικότερο ύφος. Αναφέρουμε για παράδειγμα την εικόνα με τη Θεοτόκο και τα στρογγυλοποιημένα πρόσωπα με τις αναγεννησιακού τύπου κεφαλές των αγγέλων κάτω από το θρόνο της Παναγίας.
Καταλήγοντας, θα λέγαμε ότι στα έργα αυτά οι μπαρόκ και ροκοκό επιδράσεις είναι έντονες. Το ύφος, τα χρώματα και οι συνδυασμοί των, τα πρόσωπα και οι πτυχώσεις των ενδυμάτων, το φόντο και τα διάφορα άνθινα μοτίβα, φανερώνουν το γεγονός αυτό. Τα πρόσωπα είναι φωτεινά με γλυκιά και φιλάνθρωπη έκφραση. Παρατηρείται μια προσπάθεια απόδοσης σύμφωνα με τα βυζαντινά πρότυπα, όμως με έντονο ρεαλισμό και φυσιοκρατία και φανερές τις δυτικότροπες ή ρωσικές επιδράσεις.
Γενικά, οι απόψεις που κυριαρχούν για την τέχνη της ζωγραφικής, ιδιαίτερα του 2ου μισού του 19ου αιώνα, είναι δύο.
Η μια ισχυρίζεται ότι οι μεγάλοι τεχνίτες και ζωγράφοι έχουν εκλείψει, οι επιρροές είναι πάρα πολλές και διακρίνουμε μεγάλη απομάκρυνση από τα βυζαντινά πρότυπα και έντονη τάση προς το «λαϊκό», οπότε φθίνει κατά κάποιον τρόπο η τέχνη της ζωγραφικής την εποχή αυτή.
Η δεύτερη, αντίθετα, ότι σε σημαντικό βαθμό, αποτελεί κάτι το τελείως καινούργιο, κάτι το διαφορετικό, μια νέα τάση, ένα νέο ρεύμα, με έργα πρωτότυπα και μοναδικά.
Εμείς έχουμε να παρατηρήσουμε τα εξής: τα νέα έργα παραγγέλλουν άνθρωποι που είτε κατοικούν σε περιοχές όπου κυριαρχούν μοτίβα με μπαρόκ, ροκοκό, νεορωσικά και δυτικοευρωπαϊκά στοιχεία, οπότε επηρεασμένοι απ αυτά, κάνουν και τις ανάλογες παραγγελίες, ακόμη και πιστά αντίγραφα, είτε εμπορεύονται με περιοχές όπου κυριαρχούν οι τάσεις αυτές στην τέχνη, οπότε οι επιδράσεις είναι οι ίδιες. Εξάλλου, πολλοί από τους ζωγράφους της εποχής αυτής, ταξιδεύουν σε περιοχές που κυριαρχούν αυτοί οι ρυθμοί στην τέχνη, όπου είτε επηρεάζονται έμμεσα, είτε σπουδάζουν συνειδητά τις τάσεις αυτές και την τεχνοτροπία αυτή. Δηλαδή, με άλλα λόγια, τα περιθώρια του ζωγράφου να δημιουργήσει πρωτότυπα έργα, με το προσωπικό του ύφος, είναι ασφυκτικά.
Από την άλλη, όπου αυτός αφήνεται ελεύθερος να δημιουργήσει, λαμβάνοντας φυσικά υπόψη του και τα καινούργια ρεύματα, βλέπουμε να φιλοτεχνεί έργα καταπληκτικά και πρωτότυπα.
Απομένει σε όλους εμάς να ανακαλύψουμε και να αποκαλύψουμε τελικά ποια άποψη ισχύει για την τέχνη της εποχής αυτής, επιβεβαιώνοντας την μια ή την άλλη και γιατί όχι και τις δύο απόψεις μαζί.
Σχετική βιβλιογραφία.
|