04/09/2007
ΟΙ ΣΥΝΤΡΟΦΙΕΣ ΤΩΝ ΜΑΣΤΟΡΩΝ ΤΗΣ ΠΕΤΡΑΣ ΚΑΙ Η ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΟΥΣ
Όπως μας πληροφορούν παλιοί (Χατζημιχάλη, Φαλτάιτς) και νέοι ερευνητές (Κοσμάς, Χρηστίδης), οι μαστόροι της πέτρας δεν συγκροτούσαν οργανωμένους επαγγελματικούς σχηματισμούς, σαν σωματεία, αλλά συνεργατισμούς για τη δουλειά, συνάφια της δουλειάς, όπως τα λέγανε ή μια φαμίλια για τη δουλειά. Αποτελούσαν δηλαδή μικρότερες ή μεγαλύτερες ομάδες από τεχνίτες - συντρόφους, που άλλοι απ αυτούς είχαν την ίδια ειδικότητα και άλλοι συναφή επαγγέλματα, μπουλούκια ή νταϊφάδες ή τσούρμα ή παρέες ή συντροφιές και δούλευαν μαζί κάτω από ένα μάστορα ή πρωτομάστορα, ο οποίος ήταν και εργολάβος και εργοδότης και συνεταίρος πολλές φορές.
Τις δουλειές φρόντιζε να βρίσκει ο πρωτομάστορας και να διαχειρίζεται κάθε ζήτημα και κάθε χρηματική και εμπορική συναλλαγή του συνεργατισμού. Βέβαιο μπορεί να θεωρηθεί πως πολλά από τα μπουλούκια αυτά της δουλειάς, ζούσαν κοινοβιακά, τρώγανε από ένα κοινό συσσίτιο και μοιράζονταν τα κέρδη ανάλογα με την προσωπική τους ικανότητα και εισφορά στην εργασία, με τρόπο συνεταιριστικό. Μόνο στα παιδιά, στα τσιράκια ή μαστορόπουλα, έδιναν μεροκάματο ή μηνιάτικο.
Η συνεταιρική αυτή μορφή είχε και μικρότερους σχηματισμούς που αποτελούνταν από ένα μάστορα και δυο - τρεις συντρόφους, συνεταίρους ή από ένα μόνο μάστορα, κανένα κάλφα και τσιράκι. Όλοι όμως, μικροί και μεγάλοι, οι σχηματισμοί της δουλειάς, είχαν μια ορισμένη ελαστικότητα στους κανόνες της εργασίας. Ανάλογα με την κάθε περίπτωση άλλαζαν οι λεπτομέρειες και οι όροι της συμφωνίας ανάμεσα στους συνεταίρους, σύμφωνα βέβαια με τις συνθήκες του κάθε έργου.
Η πιο απλή απ όλες, μορφή συνεργατισμού, συναντιέται στους πλανόδιους λεγόμενους τεχνίτες, που περιόδευαν («γκεζερούσαν») όχι μόνο στην Ήπειρο, αλλά και σε ολόκληρη την Ελλάδα, τη Βαλκανική και τη Μικρασία και στο παραμικρότερο απόκεντρο χωριό, φτάνοντας ίσαμε τα ψηλά βουνά, στα κονάκια των νομάδων βοσκών. Απ αυτούς οι περισσότεροι ήταν Ηπειρώτες, που εγκαθιστούσαν τα πρόχειρα εργαστήριά τους για λίγο χρονικό διάστημα σε κωμοπόλεις και χωριά κι αν έβρισκαν δουλειά, έμεναν για πάντα.
Ορισμένοι απ αυτούς είχαν τακτικό σχέδιο περιοδείας, που το επαναλάμβαναν κάθε χρόνο την ίδια εποχή, έτσι που οι πελάτες τους ήξεραν πότε θα περάσει ο ειδικός τεχνίτης και ανάλογα προετοιμάζονταν για τις σχετικές αγορές, αλλά κυρίως για την κατασκευή και επιδιόρθωση των αντικειμένων που τους χρειάζονταν.
Οι πλανόδιοι αυτοί τεχνίτες, που ξεκινούσαν από τα χωριά τους με τον τουρβά στον ώμο, δυο-δυο ή και τρεις μαζί και με κανένα παιδί τσιράκι για βοηθό και σπανιότατα μόνοι τους, ήταν: ραφτάδες και χρυσοκεντητάδες, τερζήδες και συρμακέσηδες και χρυσικοί- ασημιτζήδες. ʼλλοι ήταν βαϊνάδες (βαρελοποιοί), άλλοι χαλκιάδες και στατηράδες (μπρουντζάδες), άλλοι γανοτζήδες και καζάζηδες, άλλοι χτενάδες (που πουλούσαν χτένια κι εξαρτήματα του αργαλιού) πολλοί σιδεράδες, γύφτοι και αρκετοί κομπογιανίτες (εμπειρικοί γιατροί) και, φυσικά, πάρα πολλοί χτιστάδες- κουδαραίοι και ξυλογλύπτες και ζωγράφοι που πήγαιναν μόνοι τους από χωριό σε χωριό να βρουν δουλειά.
Όλοι τους μεταχειρίζονταν τις δικές τους συνθηματικές επαγγελματικές γλώσσες, ξεχωριστές συχνά όχι μονάχα για κάθε ειδικότητα αλλά και σε κάθε περιοχή. Όπως π.χ. ξεχωριστή ήταν η κρυφή γλώσσα των χρυσικών της Ηπείρου, Καλαρυτινών και Μετσοβιτών και ξεχωριστή ήταν στην Πελοπόννησο των χρυσικών της Στεμνίτσας, ιδιαίτερη πάλι γλώσσα είχαν οι ραφτάδες κλπ., άλλη οι κουδαραίοι κλπ. Τις γλώσσες αυτές τις μιλούσαν αναμεταξύ τους για τα επαγγελματικά τους συμφέροντα και προσπαθούσαν να τις τηρούν μυστικές, έτσι που να συνεννοούνται χωρίς να τους καταλαβαίνουν οι πελάτες τους. Στους πλανόδιους αυτούς τεχνίτες, που καθαυτό πατρίδα τους πρέπει να θεωρηθεί η Ήπειρος κι ύστερα η Δυτική Μακεδονία, οφείλεται μεγάλο μέρος από τη διάδοση και διατήρηση της τέχνης σε ολόκληρη την Ελλάδα και τη Βαλκανική Χερσόνησο.
Όλοι αυτοί οι συνεργατικοί σχηματισμοί από τα χωριά δεν μπορούσαν για διαφόρους λόγους να αποτελέσουν ιδιαίτερη συντεχνία, στο κάθε χωριό, γιατί οι συντεχνίες σχηματίζονταν όπως και στη βυζαντινή εποχή από μαστόρους ή βιοτέχνες - εμπόρους, που είχαν τα μαγαζιά τους στις πόλεις και ταυτόχρονα μέσα σ αυτά και τα εργαστήριά τους. Έτσι, πολλοί μαστόροι από τα χωριά, γίνονταν μέλη στα ισνάφια που υπήρχαν στις πόλεις. Σε ορισμένες όμως πόλεις, υπήρχαν και ιδιαίτερα ισνάφια για τους καλφάδες.
Ρουφέτια, που ν αποτελούνταν κι από μαστόρους από τα χωριά, ήταν στα Γιάννινα κυρίως το ισνάφι των χτιστάδων οικοδόμων, των ραφτάδων, των χρυσικών, των χαντζήδων (ξενοδόχων) κλπ. Από τα ισνάφια αυτά, πολλά είχαν και μορφή πιστωτικών συνεταιρισμών, όπως μας πληροφορεί η Αγγελική Χατζημιχάλη.
|