06/09/2007
ΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ
Στην προσπάθεια μας να δώσουμε μία εμπεριστατωμένη εικόνα της υφαντικής τέχνης όπως αυτή διαμορφώθηκε και εξελίχθηκε στο Ν. Ιωαννίνων θα πρέπει αρχικά να επιχειρήσουμε μία σύντομη θεωρητική προσέγγιση της υφαντικής τέχνης γενικότερα.
Η υφαντική τέχνη ορίζεται ως το σύνολο των μεθόδων και των διαδικασιών παραγωγής υφαντών προϊόντων ενώ ως υφαντά νοούνται τα προϊόντα του αργαλειού. Απόλυτη ιστορική αρχή για την τέχνη αυτή δεν εντοπίζεται. Γι αυτό είναι ανάγκη να θεσπιστεί μία θεωρητική συμβατική αρχή.
Κατά μία δεύτερη προσέγγιση υποστηρίζεται ότι η πρώτη μορφή υφασμάτων ήταν ο πίλος (κετσές). Κατά αυτή την εκδοχή τα παλαιότερα υφάσματα δεν ήταν υφαντά, προϊόντα του αργαλειού δηλαδή, αλλά κατασκευάζονταν με αλληλοεμπλοκή των ζωικών ινών οι οποίες έπειτα από ειδική κατεργασία με νερό, χημικές ουσίες, θερμότητα και πολύωρο χτύπημα με κόπανο συμπιλούνταν επί ενός επιπέδου και συνιστούσαν ύφασμα. Στους πίλους όμως δεν παρατηρείται ενύφανση. Η τεχνική αυτή αναφέρεται από τις αρχαίες πηγές (Ηρόδοτος IV 23,73,75, Πλάτωνας Νόμοι, VIII, 849 C, Πολιτ.279D), ωστόσο είναι μία τεχνική γνωστή μόνο στην Ευρώπη και την Ασία και διαδόθηκε κυρίως σε περιοχές με νομαδικούς πληθυσμούς. Στην πραγματικότητα πρόκειται για τεχνική παράλληλη με την ύφανση που εξυπηρετεί ειδικές ανάγκες.
Στην μεγαλύτερη ακμή της φθάνει η υφαντική της Ηπείρου αλλά και του Βαλκανικού χώρου γενικότερα από τον 15ο και κυρίως από τον 16ο έως τον 18ο -19ο αιώνα. Πρόκειται πια για μία λαϊκή τέχνη που αποτελεί έκφραση της ψυχής των ανθρώπων, με ποικιλία χρωμάτων και σχεδίων. Εξαίρετα δείγματα αυτής της φάσης απαντώνται σε πολλές περιοχές του Νομού Ιωαννίνων, Ζαγόρια, Τζουμέρκα και Μέτσοβο όπου η υφαντική παραγωγή μπορεί να σκιαγραφηθεί σε ικανοποιητικό βαθμό.
Ο 15ος αιώνας αποτελεί σταθμό για την ηπειρωτική υφαντική, καθώς ο ηπειρωτικός τρόπος υπάγεται και ακολουθεί τον φεουδαρχικό κόσμο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας από την οποία αντλεί, δανείζεται και αφομοιώνει. Επίσης στα χρόνια της Τουρκοκρατίας η υφαντική καταλαμβάνει μία θέση ανάμεσα στα είδη της ελληνικής λαϊκής τέχνης.
Τον 18ο αιώνα παρατηρούνται δύο τάσεις: αφενός αναπτύσσεται η κτηνοτροφία και αφετέρου αναπτύσσεται μία τάξη ξενιτεμένων εμπόρων που μετακινείται και γίνεται φορέας νέων ιδεών και τάσεων. Τα υφαντά γίνονται εμπορικό, εξαγώγιμο προϊόν και πλουτοπαραγωγική πηγή, αλλά παραμένουν στα πλαίσια της οικιακής «βιοτεχνίας», τέχνη αποκλειστικά των γυναικών του σπιτιού. Από την εποχή αυτή σώζονται συμφωνητικά και έγγραφες παραγγελίες και παρουσιάζουν πολύ ξεκάθαρα την μετατροπή της οικιακής σε εργαστηριακή υφαντική.
|