06/09/2007
ΤΡΟΠΟΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΣ ΥΦΑΝΤΩΝ

comitech

Το προβατίσιο μαλλί το επεξεργάζονταν οι γυναίκες μόνες τους στο σπίτι. Για να γίνει νήμα το μαλλί απαιτείται μία συγκεκριμένη επεξεργασία, την ταλασιουργία που περιλαμβάνει: πλύσιμο, ξάσιμο, λανάρισμα και γνέσιμο.
Το πλύσιμο και ζεμάτισμα του μαλλιού βασίζονται σε διαδικασίες που μεταφέρονται από γενιά σε γενιά, πρόκειται για εμπειρική γνώση, χωρίς πρωτότυπες ενέργειες ώστε εξασφαλίζεται η επιτυχία της επεξεργασίας.
Το πλύσιμο και ζεμάτισμα του μαλλιού γίνεται σε ένα μεγάλο καζάνι, το οποίο γεμίζεται μέχρι την μέση με νερό. Όταν αρχίζει να βράζει ρίχνεται μέσα μία ποσότητα μαλλιού, περίπου δύο τρεις δέσμες. Το εμβαπτίζουν σε καυτό νερό για περίπου 30 λεπτά σε νερό που δεν κοχλάζει. Στην συνέχεια ξεπλένεται με άφθονο νερό και απλώνεται στον ίσκιο να στραγγίσει και να στεγνώσει σε σχάρα ξύλινη. Το μαλλί πρέπει να περάσει γρήγορα από το καυτό στο κρύο νερό ώστε να αποφευχθεί το κιτρίνισμα του άσπρου μαλλιού. Σε τακτά διαστήματα το μαλλί γυρίζεται για να στεγνώσει από όλες τις μεριές. Το νερό της πλύσης, ο πίνος (αλλιώς άλικα, άλκα, μαλλόρουπος, σαρηά ή σέρα) φυλάσσεται γιατί ξαναχρησιμοποιείται στο βάψιμο του μαλλιού. Το πλύσιμο και το ζεμάτισμα πρέπει να ολοκληρωθούν μέχρι την αρχή του Φθινοπώρου.
Κατά το ζεμάτισμα το μαλλί χάνει το μισό του βάρος. Αυτό υπολογίζεται κάθε φορά στην ποσότητα του μαλλιού που εμβαπτίζεται ώστε το τελικό πλυμένο προϊόν να επαρκεί για τις ανάγκες.
Ακολουθεί το ξάσιμο. Το μαλλί αφού στεγνώσει, ξαίνεται συνήθως με τα χέρια για να απαλλαχτεί από τα ξένα σώματα που πιθανόν να περιέχει π.χ. κολλιτσίδες, αγκάθια, ξυλαράκια κ.ά.
Μετά το ξάσιμο ακολουθεί το διάλεγμα του μαλλιού. Κατά την διαδικασία του διαλέγματος τα μαλλιά διαχωρίζονται κατά είδος και σύμφωνα με τις προγραμματισμένες ανάγκες παραγωγής. Ανάλογα με το αντικείμενο για το οποίο προορίζεται επιλέγεται και το αντίστοιχο μαλλί. Η επίγνωση των αναγκών είναι πολύ βασικό για το διάλεγμα. Είδη μαλλιού και είδη υφάσματος είναι μεγέθη προκαθορισμένα και οι ποιοτικές κατηγορίες συνδέονται με την λειτουργικότητά τους. Κατά το διάλεγμα εκτιμάται το βάρος, η καταλληλότητα, η διαθεσιμότητα και όλα τα σχετικά στοιχεία για την χρηστική και κοινωνική λειτουργία του υφαντού. Για μεγαλύτερη ακρίβεια στις μετρήσεις, το μαλλί μετράται με την βοήθεια κανταριού και παλάντζας.
Πρώτος διαχωρισμός γίνεται ανάμεσα στο προβατόμαλλο και στο τραγόμαλλο. Ακολουθεί ο διαχωρισμός κατά το είδος των προβάτων, άσπρο, μαύρο και αρνάκι. Κριτήριο για την αξιολόγηση της ποιότητας του μαλλιού αποτελεί η ηλικία του ζώου. Το καλύτερης ποιότητας μαλλί προέρχεται από ζώα μέχρι τριών ετών καθώς και από τα γαλάρια. Καλής επίσης ποιότητας είναι το μαλλί από δίχρονα ζυγούρια και θηλυκά αρνιά, ακολουθεί το μαλλί από στέρφα πρόβατα, που δίνουν μακρύ, γερό μαλλί. Το πρώτο μαλλί μετά τη γέννα εκτιμάται πολύ λίγο και χρησιμοποιείται σε μη ορατές επιφάνειες.
Το μαύρο μαλλί συγκεντρώνεται ξεχωριστά και προορίζεται για την ύφανση συγκεκριμένων υφασμάτων για τα καθημερινά αντρικά ενδύματα και τα υφάσματα των αλόγων.
Στην συνέχεια το μαλλί λαναρίζεται. Με αυτή τη διαδικασία ξεμπλέκονται οι ίνες και τακτοποιούνται παράλληλα για να διευκολυνθεί το γνέσιμο. Τα λανάρια είναι κατά κανόνα δύο ειδών: τα χοντρά και τα ψιλά. Πρόκειται για ξύλινες βάσεις με κτένια (δόντια) επάνω, τα οποία χρησιμοποιούνται αντικριστά. Για τα μακρόινα μαλλιά χρησιμοποιούνται χοντρά λανάρια, τα οποία έχουν μακριά και σχετικά λιγοστά δόντια. Το λανάρισμα γίνεται με τον εξής τρόπο: το κάτω λανάρι τοποθετείται στα γόνατα της γυναίκας με τα δόντια προς τα πάνω και την λαβή στο πλάι. Μικρή ποσότητα μαλλιού τοποθετείται στα δόντια και με το άλλο λανάρι που έχει τα δόντια προς τα κάτω τραβάμε το μαλλί πέρα, στην ουσία το κτενίζουμε ώστε οι ίνες να γίνουν παράλληλες. Το μαλλί από τα χοντρά λανάρια είναι μακρόινο, καλής ποιότητας κατάλληλο για στημόνι, για φλόκια και για πολύ λεπτό υφάδι. Το μακρόινο ξασμένο μαλλί μαζεύεται σε κυλινδρικό τόπι, την τουλούπα, και από κει είναι έτοιμο να γνεστεί.
Τα κοντόινα μαλλιά περνούν από τα λαναράκια, που είναι όπως τα χοντρά λανάρια με την διαφορά ότι έχουν πολλά, λεπτά και κοντά δόντια. Το μαλλί αυτό μπορεί να χρησιμοποιηθεί μόνο για υφάδι επειδή είναι κοντόινο.
Σημαντική ζωική πρώτη ύλη είναι το μετάξι. Βγαίνει από τα κουκούλια του μεταξοσκώληκα, που εκτρέφονται με την επίβλεψη των γυναικών. Πρόκειται για εργασία που απαιτεί συνεχή παρακολούθηση, ειδικές γνώσεις και πείρα. Ο σπόρος του μεταξοσκώληκα εκκολάπτεται στην αρχή του καλοκαιριού. Όταν ανοίξει ο σπόρος και βγει το σκουλήκι το βάζουν πάνω σε μουρόφυλλα με τα οποία τρέφεται. Μετά από διάφορα στάδια ο μεταξοσκώληκας κλαρώνει, γίνεται δηλαδή ικανός να ανέβει στα κλαριά για να πλέξει το κουκούλι του. Ο κύκλος εκτροφής κρατά 30-35 ημέρες. Όταν τα σκουλίκια έχουν τελειώσει το πλέξιμο του κουκουλιού τα μαζεύουν, ξεχωρίζουν τα μεγαλύτερα για να τα κρατήσουν για σπόρο. Τα υπόλοιπα κουκούλια τα λιάζουν ή τα ξεραίνουν με ειδικό τρόπο για να ψοφήσει το σκουλήκι που έχουν μέσα και να μην τρυπήσει το κουκούλι. Από τα ατρύπητα αυτά κουκούλια βγαίνει το καλό μεταξωτό νήμα. Κάθε κουκούλι παράγει από 500 έως 1000 μ. ίνα. Για να γίνει το μεταξωτό νήμα στρίβονται πολλές ίνες μεταξιού μαζί συνήθως περισσότερες των 10. Δεύτερης ποιότητας μετάξι, πιο χοντρό και ανισόπαχο, είναι το κουκουλάρικο που βγαίνει από κουκούλια ελαττωματικά που έχουν τρυπήσει. Το χρώμα των μεταξωτών ινών ποικίλει, είναι άσπρο, κίτρινο ή χρυσαφί ανάλογα με τα κουκούλια. Ανεξάρτητα από το χρώμα ή την ποιότητα το μεταξωτό νήμα είναι πιο ανθεκτικό στο τέντωμα κατά την διάρκεια της ύφανσης στον αργαλειό. Στην Ήπειρο αναφέρονται μεταξοκαλλιέργειες στα δυτικά χωριά του Ζαγορίου. Το μετάξι αποτελούσε και εισαγόμενο είδος για τις εύπορες τάξεις.
Μετά την ολοκλήρωση της μετατροπής της πρώτης ύλης σε νήμα ακολουθούσε το βάψιμο των νημάτων. Αφού ξεχωριστούν τα είδη των νημάτων και οριστεί το είδος που θα γίνουν, δένονται απαλά σε κουβάρια (μάτσα) με τρόπο που να βρίσκονται εύκολα τα άκρα τους. Στην περίπτωση του μαλλιού το βάψιμο γίνεται σε καζάνι οπού μέσα σε βραστό νερό βυθίζεται σιγά σιγά το νήμα.
Οι βαφές ήταν κατά κανόνα φυτικές: ξερά φύλλα μουριάς, φλούδια ροδιών έδιναν το κίτρινο χρυσαφί, κρεμμυδότσουφλα το πατατί που ροδίζει, κορμός πεύκου έδινε το κανελλί, φρέσκα φύλλα μουριάς για το λαδί ανοικτό, φλούδια καρυδιών έδιναν το καφέ ανοικτό, ξερά περικάρπια το καφέ σκούρο, το γαλάζιο από ανοικτό γαλάζιο έως σκούρο μπλε γινόταν με τη σαρηά, δηλαδή το νερό όπου είχαν ζεματιστεί τα μαλλιά, ριζάρι για το κόκκινο, κρεμεζί για το κόκκινο κρεμεζί. Η στύψη είναι το κοινό στερεωτικό των χρωμάτων. Το γάνωμα του καζανιού συμβάλλει στην ζωηρότητα των χρωμάτων. Από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και έπειτα άρχισαν να χρησιμοποιούνται ευρέως οι χημικές βαφές. Ιδιαιτέρως σημαντική χημική βαφή ήταν το λουλάκι που άρχισε να χρησιμοποιείται στην Ελλάδα από το 1900. Ωστόσο με τα φυτικά χρώματα επιτυγχάνονταν μια απίστευτη ποικιλία χρωμάτων, με χρωματικές αποχρώσεις ζεστές και απαλές που δύσκολα έφθαναν οι χημικές βαφές. Τέλος οι φυτικές βαφές ήταν πιο ανθεκτικές.
Μετά τις εμβαθύνσεις των νημάτων στη βαφή τα νήματα ξεπλένονταν καλά και απλώνονταν σε σχοινί για να στεγνώσουν. Η επεξεργασία ολοκληρωνόταν το χειμώνα.


Ήχοι - Βίντεο
Δεν υπάρχουν αρχεία ήχου και βίντεο.

Άλλα Αρχεία
Δεν υπάρχουν αρχεία.