11/09/2007
ΣΥΝΤΕΧΝΙΕΣ
Σημαντικό ρόλο στην οικονομική ζωή της Οθωμανικής αυτοκρατορίας διαδραμάτιζε ο θεσμός των συντεχνιών. Η οργάνωση δηλαδή των τεχνιτών κάθε ειδικότητας σε σωματείο με συγκεκριμένους κανόνες, περιορισμούς και δικαιώματα. Πρόκειται για έναν θεσμό που παραπλήσιος υπήρχε και στα πλαίσια της Βυζαντινής αυτοκρατορίας και διατηρήθηκε μέχρι την πτώση της.
Στα Ιωάννινα, ήδη στη Βυζαντινή περίοδο και πιο συγκεκριμένα στον 14ο αιώνα υπάρχουν έμμεσες ενδείξεις για ύπαρξη συντεχνιών. Με την κατάληψη της πόλης από τους Τούρκους και τα προνόμια που δόθηκαν σε αυτήν, αναδιοργανώθηκαν οι συντεχνίες σε νέες βάσεις, για να συνεχίσουν την πορεία τους μέχρι και τα τέλη του 19ου αιώνα. Ειδικά δε αναπτύχθηκαν πολύ και απέκτησαν οικονομική ευρωστία κατά τον 18ο αιώνα, κατά τη διάρκεια του οποίου η οικονομική δραστηριότητα στα Ιωάννινα είναι πολύ έντονη. Εκτός, όμως, από τον επαγγελματικό τους σκοπό, οι συντεχνίες είχαν και κοινωνικό και οικονομικό ρόλο στα πλαίσια της κοινότητας καθώς φρόντιζαν άπορους, βοηθούσαν τους οικονομικά ασθενέστερους τεχνίτες και συνέβαλλαν στα οικονομικά της κοινότητας αλλά και συμμετείχαν σε όλες της εκφάνσεις της κοινοτικής ζωής.
Η ύπαρξη της συντεχνίας των «χρυσικών» είναι γνωστή από τις αρχές του 17ου αιώνα αλλά επίσημα στοιχεία υπάρχουν μόνο για τον 19ο. Βέβαια ό,τι ίσχυε για τους υπόλοιπους κλάδους ισχύει και εδώ. Δηλαδή η συντεχνία ήταν κλειστή και για να πάρει κάποιος τον τίτλο του αρχιμάστορα, ώστε να έχει το δικαίωμα να ανοίξει δικό του εργαστήριο, έπρεπε να μαθητεύσει πρώτα για 3-4 χρόνια ως «τσιράκι», στη συνέχεια να χριστεί κάλφας (βοηθός) και τέλος, όταν ο εργοδότης του το αποφασίσει, να λάβει την πολυπόθητη άδεια. Κατά τη διάρκεια της μαθητείας ο υποψήφιος τεχνίτης ήταν κάτω από τον απόλυτο έλεγχο του μάστορα στον οποίο εργαζόταν και μαθήτευε, ενώ ακόμα και αν έφευγε από αυτόν δεν μπορούσε κανείς άλλος να τον πάρει στη δούλεψή του.
Τα πρώτα επίσημα στοιχεία για τις συντεχνίες των Ιωαννίνων, άρα και των αργυροχόων, προέρχονται από τις αρχές του 19ου αιώνα. Τότε, το 1812, και σε μια πόλη 30.000 κατοίκων, οι καταγεγραμμένοι χρυσοχόοι ανέρχονται στους 53, αριθμός αρκετά υψηλός για τα δεδομένα του πληθυσμού. Στα επόμενα χρόνια ακολουθείται πτωτική πορεία, για να φθάσει το 1818 τους 26 καταγεγραμμένους τεχνίτες. Επίσης, στη δεύτερη δεκαετία του 19ου αιώνα καταγράφεται η ύπαρξη 34 εργαστηρίων. Η σταδιακή αυτή μείωση των χρυσοχόων δεν οφείλεται μόνο σε οικονομικούς λόγους αλλά και σε πιθανή προσπάθεια των ίδιων να διαφυλάξουν τον αριθμό των μαστόρων σε σημείο που να μπορούν να ελέγχουν την παραγωγή και την αγορά.
Ο πόλεμος του Αλή Πασά με την Υψηλή Πύλη, η σχεδόν ολοκληρωτική καταστροφή της πόλης, η μετανάστευση πολλών γιαννιωτών και η πανώλη που ακολούθησε οδήγησε σε οικονομικό μαρασμό των συντεχνιών. Ωστόσο στα μέσα του αιώνα ανακάμπτουν, χωρίς, όμως να φθάσουν τα οικονομικά επίπεδα της προ του 1820 εποχής. Έτσι, στο δεύτερο μισό του 19ου τα εργαστήρια αργυροχρυσοχοΐας διοχετεύουν τα προϊόντα τους τόσο στην τοπική αγορά όσο και στη διεθνή, μέσα από τα εμπορικά δίκτυα της εποχής, τις εμποροπανηγύρεις και τα καραβάνια.
Το τέλος των συντεχνιών, μεταξύ των οποίων και αυτή των χρυσοχόων, επήλθε στα τέλη τα 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα. Η αλλαγές στις οικονομικές συναλλαγές, η εξέλιξη της οικονομίας και οι διαφοροποιήσεις στις εμπορικές ανάγκες και συνήθειες οδήγησαν στον μαρασμό ενός θεσμού που προσπαθούσε να κρατήσει κλειστό και «εντός των τειχών» ένα επάγγελμα. Οι διάφοροι τεχνίτες θα πρέπει πια να προχωρήσουν επαγγελματικά σε μια οικονομία της αγοράς, χωρίς τον προστατευτισμό των συντεχνιών, οι οποίες εκπλήρωσαν τον επαγγελματικό, οικονομικό και κοινωνικό τους ρόλο κατά τις προηγούμενες εποχές και έσβησαν ως ιστορική αναγκαιότητα εμπρός σε μία νέα εποχή.
|