27/11/2007
Αρχαιολογικός χώρος Ντόλιανης
Κασσιανή Λάζαρη
© ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ-ΛΒ΄ ΕΠΚΑ
|
|
Ιστορικό του χώρου
Η ίδρυση του τειχισμένου οικισμού της Φανοτής Ντόλιανης τοποθετείται στην ύστερη κλασική περίοδο. Παρά την εκτεταμένη καταστροφή των τειχών του μετά τη ρωμαϊκή κατάκτηση του 167 π.Χ., ο οικισμός δεν εγκαταλείπεται, αλλά η κατοίκησή του συνεχίζεται για μακρότατο χρονικό διάστημα και καθ όλη τη διάρκεια των πρώιμων, μέσων και ύστερων βυζαντινών χρόνων. Την περίοδο αυτή αρχίζει να εμφανίζεται στις γραπτές πηγές η σύγχρονη ονομασία της θέσης «Ντόλιανη». Κατά την υστεροβυζαντινή περίοδο στην κορυφή του λόφου αναπτύσσεται ένας ακμαίος αγροτοκτηνοτροφικός οικισμός, που επιβιώνει ως τα τέλη της οθωμανικής περιόδου, οπότε σταδιακά εγκαταλείπεται.
Η ιστορία της αρχαιολογικής έρευνας
Ο N. G. Hammond είναι ο πρώτος που επισκέπτεται τη θέση τη δεκαετία του 1930. Εκτενέστερη αναφορά στα αρχαιολογικά κατάλοιπα της θέσης γίνεται από τον Σ. Δάκαρη στις αρχές της δεκαετίας του 1970. Οι πρώτες αρχαιολογικές έρευνες στον αρχαίο οικισμό πραγματοποιήθηκαν το 1989 στην περιοχή του νεκροταφείου, ενώ το 1995 διενεργήθηκε μικρής έκτασης ανασκαφή στο βορειοανατολικό τμήμα της ακρόπολης, κατά την οποία ερευνήθηκε μερικώς αρχαίο κτίριο, πιθανόν μεγάλη οικία των ελληνιστικών χρόνων.
Η διαχρονική χρήση του νεκροταφείου του οικισμού επιβεβαιώθηκε το 2000 και το 2005, όταν στο πλαίσιο σωστικών ανασκαφών εντοπίστηκαν και ερευνήθηκαν κιβωτιόσχημοι τάφοι της ελληνιστικής περιόδου, ενώ τμήμα του νεκροταφείου φαίνεται να επαναχρησιμοποιήθηκε κατά τη μεσοβυζαντινή περιόδο.
Περιγραφή του χώρου
Η θέση είναι φυσικά οχυρή, καθώς από τη νότια και δυτική πλευρά του ο λόφος προστατεύεται από απότομη χαράδρα, την οποία διασχίζει ο ποταμός Καλαμάς. Την προστασία των ομαλών πλευρών στα βόρεια και ανατολικά εξασφάλιζε διπλός οχυρωματικός περίβολος, διαμορφώνοντας ένα είδος ακρόπολης στο υψηλότερο τμήμα του λόφου, ενώ τμήματα τείχους ενίσχυαν τα βατά σημεία στο νοτιοδυτικό τμήμα της ακρόπολης. Στο εσωτερικό των δύο περιβόλων σώζονται κατάλοιπα της διαχρονικής κατοίκησης του χώρου.
Τα μνημεία
Οχύρωση. Η οχύρωση αποτελείται από δύο επαλλήλους οχυρωματικούς περιβόλους. Ο εσωτερικός προστάτευε την ακρόπολη του οικισμού στην κορυφή του υψώματος και, λόγω της συνεχούς κατοίκησης της θέσης, δέχτηκε πολλές επισκευές ήδη από την αρχαιότητα και μέχρι τη μεταβυζαντινή περίοδο. Ο εξωτερικός οχυρωματικός περίβολος περιέκλειε τον υπόλοιπο οικισμό, που απλωνόταν στις ομαλές πλαγιές του λόφου. Πάνω από τον Καλάμα η οχύρωση σχημάτιζε ένα είδος βραχίονα με δύο σκέλη, που εξασφάλιζε την απρόσκοπτη πρόσβαση των κατοίκων στον ποταμό.
Πύλες. Η κύρια τοξωτή πύλη του οικισμού βρίσκεται στο βορειοανατολικό τμήμα του εξωτερικού οχυρωματικού περιβόλου, μεταξύ δύο ισχυρών πύργων.
Μία ακόμη πύλη βρισκόταν στο ανατολικό σκέλος του βραχίονα, ενώ έχει διαπιστωθεί η ύπαρξη δύο τουλάχιστον μικρότερων πυλών στον εσωτερικό οχυρωματικό περίβολο, οι οποίες εξασφάλιζαν την επικοινωνία μεταξύ της ακρόπολης και του υπόλοιπου οικισμού.
Αρχαία κτίρια. Ο αρχαίος οικισμός έως και την ελληνιστική εποχή εκτείνεται κατά κύριο λόγο στην ακρόπολη, ενώ στην περιοχή μεταξύ των δύο οχυρωματικών περιβόλων υπάρχουν ενδείξεις για λιγότερο συστηματική κατοίκηση.
Η διερεύνηση των παλαιότερων φάσεων στάθηκε δυνατή μόνο στο αδόμητο κατά τα νεότερα χρόνια βορειοανατολικό τμήμα της ακρόπολης. Στο σημείο αυτό αποκαλύφθηκε τμήμα του πολεοδομικού ιστού της αρχαίας πόλης, με εμφανή τη διάταξη των κτιρίων κατά μήκος κεντρικών οδών με τη μεσολάβηση στενωπών.
Βυζαντινός ναΐσκος. Μονόχωρος βυζαντινός ναΐσκος με ενιαίο νάρθηκα σχήματος Γ στη νότια και δυτική πλευρά του χτίστηκε επάνω στο δυτικό πύργο της κύριας πύλης του εξωτερικού οχυρωματικού περιβόλου κατά τη βυζαντινή περίοδο.
Πύργος. Κατασκευάστηκε σε περίοπτη θέση στο υψηλότερο σημείο της ακρόπολης στα τέλη της βυζαντινής περιόδου. Έχει ισχυρούς ασβεστόχτιστους τοίχους και πέραν του ισογείου διέθετε τουλάχιστον δύο ακόμη ορόφους. Η είσοδός του βρισκόταν σε κάποιον από τους ψηλότερους ορόφους, προσβάσιμη, πιθανότατα, μέσω ξύλινης σκάλας. Η ύπαρξη υδατοστεγούς δεξαμενής στα δυτικά του κτιρίου προσέδιδε σε αυτό αυτονομία και περαιτέρω αμυντική επάρκεια. Τυπολογικά ανήκει σε κτίρια στρατιωτικού χαρακτήρα - κούλιες, που εντοπίζονται στο θεσπρωτικό χώρο από την οθωμανική περίοδο.
Κτίριο με τοξωτά ανοίγματα. Κατασκευάστηκε στα τέλη της βυζαντινής περιόδου επάνω στο νοτιοανατολικό πύργο της αρχαίας οχύρωσης. Τις πλευρές του διαμόρφωναν τετράγωνοι ασβεστόχτιστοι πεσσοί, οι οποίοι υποστήριζαν τοξωτά ανοίγματα. Αν και η χρήση του κτιρίου δεν έχει ακόμη διευκρινιστεί, η ιδιαίτερη μορφή του και η προνομιακή θέση του επάνω στον αρχαίο πύργο μαρτυρούν ότι το κτίσμα κατασκευάστηκε για να ξεχωρίζει και να γίνεται άμεσα ορατό.
Νεότερες ιδιωτικές κατοικίες. Μεταξύ του τέλους της βυζαντινής και των πρώτων αιώνων της οθωμανικής περιόδου, σε όλη την έκταση της ακρόπολης αναπτύχθηκε ένας ακμαίος αγροτοκτηνοτροφικός οικισμός. Το νεότερο οικισμό διέσχιζε δίκτυο μονοπατιών, ενώ κέντρο του αποτελούσε κυκλικό αλώνι - πλατεία στο ανατολικό τμήμα της ακρόπολης. Τα κτίρια είναι κατασκευασμένα από ξερολιθιά με περιστασιακή χρήση κονιάματος. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η διάταξη σε δύο επίπεδα για την καλύτερη εκμετάλλευση του φυσικού φωτισμού, η ύπαρξη εσωτερικού αποχωρητηρίου, αλλά και ευρύχωρης αυλής με βοηθητικά κτίρια.
Νεκρόπολη. Στν χώρο γύρω από την κύρια πύλη της Ντόλιανης διαπιστώθηκε η ύπαρξη εκτεταμένου νεκροταφείου της ύστερης βυζαντινής περιόδου, από το οποίο έχουν ερευνηθεί περισσότεροι από 90 τάφοι, κατά κύριο λόγο κιβωτιόσχημοι και λιγότεροι καλυβίτες ή λακκοειδείς.
|