04/12/2007
Η Νικόπολη
Αρχείο Ελληνικού Χορού
© Αρχείο Ελληνικού Χορού
|
|
Η Νικόπολη, με την τεράστια έκτασή της και τα πολυάριθμα καλά διατηρημένα αρχαιολογικά ευρήματα, αλλά και τα ευρήματα παλαιοχριστιανικών ναών, βυζαντινών και μεταβυζαντινών μοναστηριών, είναι μνημείο ανεκτίμητης αξίας, μοναδικό στον ελλαδικό χώρο και από τα πιο σημαντικά της Ευρώπης .
Είναι η πόλη που διαθέτει αντιπροσωπευτικά μνημεία της ρωμαϊκής αρχιτεκτονικής καθώς και της εκκλησιαστικής των πρώτων χριστιανικών χρόνων και συμπυκνώνει την ιστορία δυο αυτοκρατοριών, της Ρωμαϊκής και της Βυζαντινής.
Η Νικόπολη στα 1000 περίπου χρόνια της ζωής της, ήταν μια από τις πιο λαμπρές μεγαλουπόλεις της περιοχής. Με θέατρο, ωδείο, στάδια, λουτρά, γυμνάσια, υδραγωγεία και κάθε είδους υποδομή, στην ακμή της είχε πληθυσμό 300.000 κατοίκους.
Οι έξη Βασιλικές καθώς και οι πλούσιες ψηφιδωτές συνθέσεις, είναι λαμπρά δείγματα της Χριστιανικής Νικόπολης.
Ο χώρος της Νικόπολης παρουσιάζει σήμερα ιδιαίτερο παγκόσμιο ενδιαφέρον.
Το 31 π.Χ., έγινε η ναυμαχία του Ακτίου μεταξύ των στόλων του Οκτάβιου και της συμμαχίας της Κλεοπάτρας με τον Μάρκο Αντώνιο. Σε ανάμνηση της νίκης του ο Οκτάβιος έκτισε στο νοτιότατο άκρο της Ηπείρου -στο λαιμό της χερσονήσου της Πρέβεζας- τη Νικόπολη (πόλη της Νίκης), που αναπτύχθηκε γρήγορα σε μεγαλούπολη, χάρη στη θέση της, τα 3 λιμάνια της και τη συγκέντρωση σε αυτή του πληθυσμού των όμορων περιοχών. Ήταν μια πόλη που δεν αναπτύχθηκε αυθόρμητα, αλλά ιδρύθηκε για να αποτελέσει μια Ρωμαϊκή εγκατάσταση στον Ελλαδικό χώρο. Αργότερα, έγινε κέντρο χριστιανισμού με Βυζαντινούς ναούς γεμάτους ψηφιδωτά.
Στη πόλη δόθηκαν εξαιρετικά προνόμια και ατέλειες, ως «ελεύθερη» Ελληνική πόλη και οι πρώτοι κάτοικοι της Νικόπολης ήταν κυρίως Ηπειρώτες, Ακαρνάνες και Αιτωλοί, από 20 περίπου πόλεις της Αιτωλοακαρνανίας και της Ηπείρου.
Η πόλη διατήρησε έως την ερήμωσή της τον καθαρά ελληνικό χαρακτήρα της.
Στη Νικόπολη υπήρχαν Ναοί των Θεών Ποσειδώνος και ʼρεως και το μεγαλόπρεπο μνημείο του Αύγουστου, που στον διάκοσμο του ενσωμάτωσε τα τρόπαια», έμβολα των πλοίων της Κλεοπάτρας από την ναυμαχία στο ʼκτιο. Απέναντι στο ʼκτιο οικοδομήθηκε μεγαλοπρεπής Ναός, αφιερωμένος στον «ʼκτιο» Απόλλωνα.
Η Νικόπολη θεωρείτο «ιερά πόλις» και ελάμβανε μέρος στην Αμφικτυονία των Δελφών. Επίσης, προς τιμήν του Θεού Απόλλωνα, ο Οκταβιανός είχε καθιερώσει κάθε τέσσερα χρόνια τα «ʼκτια», αγώνες που περιελάμβαναν μεταξύ άλλων γυμνικούς αγώνες, διαγωνισμούς μουσικής και ιπποδρομίες, την δε επιμέλειά τους είχαν οι Λακεδαιμόνιοι.
Στην εποχή της ακμής της , μαζί με τους Έλληνες ζούσαν εκεί πολλοί Ρωμαίοι πολίτες.
Στο 20 π.Χ. η Νικόπολη ήταν η ουσιαστική πρωτεύουσα της Ηπείρου. Στην ήσυχη αυτή πόλη, ίδρυσε τη Σχολή του τον 2ο μ.χ. αιώνα ο στωικός φιλόσοφος Επίκτητος.
Το δε έτος 362 μ.χ., η πόλη λόγω προηγουμένων μεγάλων καταστροφών που είχε υποστεί από βαρβάρους, ξανακτίσθηκε από τον Ιουλιανό τον Παραβάτη, ο οποίος την ευνόησε ιδιαίτερα, αναδεικνύοντας τη κέντρο της παλιάς θρησκείας και έγινε κατόπιν πρωτεύουσα της Αχαΐας (Ελλάδας).
Από εδώ άρχισε και ο εκχριστιανισμός της Ηπείρου. Η Νικόπολη αναφέρεται στην προς Τίτον επιστολή του Απ. Παύλου «Όταν πέμψω Αρτεμάν προς σε ή Τύχικον, σπούδασον ελθείν προς με εις Νικόπολιν, εκεί γαρ κέκρικα παραχειμάσαι» (εδ. 3:12). Είναι μάλλον βέβαιο ότι η χριστιανική διδασκαλία κηρύχθηκε στην Νικόπολη για πρώτη φορά από τον Απόστολο των Εθνών, Παύλο, αλλά για τη χρονική περίοδο της επισκέψεως του Αποστόλου Παύλου στην Νικόπολη δεν έχουμε πολλά στοιχεία.
Ωστόσο, η εγκαθίδρυση και οργάνωση του χριστιανισμού στην πόλη, ανάγεται στα χρόνια του Μεγάλου Κωνσταντίνου (324-337) και οι επίσκοποι και μητροπολίτες της επαρχίας της Παλαιάς Ηπείρου, έπαιξαν σημαντικό ρόλο στις εκκλησιαστικές υποθέσεις της αυτοκρατορίας . Η Νικόπολη αποτελούσε μητροπολιτική έδρα που ανήκε στο Πατριαρχείο της Ρώμης μέχρι τα τέλη του 9ου αιώνα μΧ.
Από τις 6 ξυλόστεγες Bασιλικές που έχουν ανακαλυφθεί, σπουδαιότερες είναι η πεντάκλιτη βασιλική Αλκίσωνος, και η τρίκλινη βασιλική Δουμετίου.
Η πόλη άρχισε να παρακμάζει μετά το σεισμό του 373, αλλά και από τις επιδρομές των Γότθων και των Βανδάλων που ακολούθησαν. Το 540 ο Ιουστινιανός την οχύρωσε με τα Βυζαντινά τείχη πού έχτισε (σήμερα καλά διατηρημένα) και αποτελούν τα πιο εντυπωσιακά λείψανα της ακμής της Νικόπολης. Παρά την οχύρωσή της, οι Γότθοι τη λεηλάτησαν το 551.
Η καταστροφή της πόλης τότε πρέπει να ήταν πολύ μεγάλη, γιατί η Νικόπολη αναφέρεται πλέον στις πηγές πολύ σπάνια.
Το 930 η Νικόπολη καταλαμβάνεται από τους Βουλγάρους, με επικεφαλής τον αδελφό του Τσάρου Πέτρου, Μιχαήλ.
Από τότε η Νικόπολη έπαψε πια να υπάρχει. Ο πρώτος που ασχολήθηκε με τα αρχαία ερείπια της Νικόπολης και σχεδίασε τμήμα των τειχών της ήταν ο Ιταλός περιηγητής Κυριακός από την Αγκόνα, το 1436.
Οι ανασκαφές που έγιναν μετά την απελευθέρωση της Ηπείρου, έφεραν στο φως αρκετές παλαιοχριστιανικές βασιλικές και ενδιαφέροντα ψηφιδωτά.
Σήμερα σώζονται ερείπια Ναών, μεγάλο μέρος των τειχών με τους 35 τετράγωνους και ημικυκλικούς πύργους, αρκετά καλά το μικρό Θέατρο, λείψανα του ρωμαϊκού μεγάλου Θεάτρου και του υδραγωγείου, ρωμαϊκά λουτρά και κατάλοιπα από βυζαντινά κτίσματα. Όλη η περιοχή είναι κατάσπαρτη με αρχαιότητες .
Στη συνέχεια της ιστορίας, η ευρύτερη περιοχή ακολουθεί την τύχη της υπόλοιπης Ηπείρου.
|