06/12/2007
Συνοδευτικά τραγούδια του Καγκελάρη
Αρχείο Ελληνικού Χορού
© Αρχείο Ελληνικού Χορού
|
|
Ο ΚΑΓΚΕΛΑΡΗΣ - ΤΕΤΟΙΑΝ ΩΡΑ ΗΤΑΝ ΕΨΕΣ
Τέτοιαν ώρ' μωρ' μάτια μου, τέτοια ώρα ήταν εψές.
Τέτοιαν ώρα ήταν εψές τέτοια και παραπροχτές.
Στο χορό μωρ' μάτια μου, στο χορό που χόρευαν,
στο χορό που χόρευαν, όλ' αγόρια και παιδιά.
Όλ' αγόρ' μωρ' μάτια μου, όλα αγόρια και παιδιά.
Όλ' αγόρια και παιδιά και κορίτσια ανύπαντρα.
Πώχουν κο' μωρ' μάτια μου, πώχουν κόκκινες ποδιές,
πώχουν κόκκινες ποδιές, πράσινες και γαλανές.
Καγκελάρ' μωρ' μάτια μου, Καγκελάρης του χορού,
Καγκελάρης του χορού, κάνε δίπλα το χορό,
κάνε δίπ' μωρ' μάτια μου, κάνε δίπλα το χορό,
κάνε δίπλα το χορό, διπλοκαγκελίσματα.
Και στη μέσ' μωρ' μάτια μου, και στη μέση του χορού,
και στη μέση του χορού, κάθεται χρυσός αητός.
Κάθεται χρυσός αητός και τροχάει τα νύχια του,
και τροχάει τα νύχια του, τις χρυσές φτερούγες του.
Καγκελάρ' μωρ' μάτια μου, Καγκελάρης του χορού,
Καγκελάρης του χορού, κάνε δίπλα το χορό,
κάνε δί' μωρ' μάτια μου, κάνε δίπλα το χορό,
κάνε δίπλα το χορό, τριτοκαγκελίσματα.
ΕΒΓΑ ΜΑΝΑ Μ ΚΑΙ ΦΩΝΑΞΕ
Έβγα μάνα μ και φώναξε σ' όλους τους μαχαλάδες
Όσα παιδιά είναι ανύπαντρα φέτος μη παντρευτούνε!
Φέτος θα γίνει πόλεμος θα γίνει ανταρτοσύνη!
θα κλάψουν μάνες για παιδιά γυναίκες για τους άντρες!
Πολλά Βασίλεια πολεμούν όλα κατ την Τουρκία
Πρώτοι είναι οι Έλληνες και δεύτερη η Σερβία
τρίτοι είναι οι Βούλγαροι και τέταρτη η Αυστρία
Κι ο Κωνσταντίνος πέρασε και πάει στο Μπιζάνι
μέρα και νύχτα πολεμάει τα Γιάννενα να πάρει.
Μια μέρα μια χρυσή μέρα είκοσι μια Φλεβάρη
Ο Κωνσταντίνος στρατηγός στα Γιάννενα πηγαίνει
Γιαννιώτες τον εκαρτερούν με δόξα και λουλούδια
κι εκείνος ο Εσσάτ πασάς του δίνει το σπαθί του!
ΤΩΡΑ ΕΙΝΑΙ ΜΑΗΣ ΚΑΙ ΑΝΟΙΞΗ
Ω! τώρα, α- μωρέ τώρα, τώρα είναι Μάης κι ʼνοιξη, Ω τώρα είναι Μάης κι ʼνοιξη τώρα ειν το καλοκαίρι, τώρα ειν το καλοκαίρι
Τώρα κι η γη στολίζεται στ άνθη και στα λουλούδια (χορτάρια)
Τώρα και ο ξένος βούλεται στον τόπο του να πάει
Πιάνει σελώνει τ άλογο, πιάνει το καλιγώνει¹
Βάζει τα πέταλα χρυσά και τα καρφιά ασημένια
Και τα καλιγωστήρια του κι αυτά μαλαματένια
Στο δρόμο όπου πήγαινε στο δρόμο που πηγαίνει
Βρίσκει την κόρη από μπροστά στη βρύση να γιομίζει
-Κόρη μ για βγάλε μας νερό, να πιω εγώ κι ο μαύρος
Κόρη μου, γιατί θλίβεσαι και βαριαναστενάζεις;
-Έχω άντρα στην ξενιτιά και λείπει τριάντα χρόνια
ʼλλοι μου λεν πως πέθανε κι άλλοι μου λεν πως χάθηκε
-Αλήθεια κόρη μ πέθανε, αλήθεια κόρη μ χάθηκε.
ΤΟΥ ΓΙΟΦΥΡΙΟΥ ΤΗΣ ΑΡΤΑΣ(1)
Σαράντα πέντε μάστοροι, ματάκια, ματάκια
ʼιντε κι εξήντα μαθητάδες,
ματάκια λιγωμένα κι εξήντα μαθητάδες με λίγωσαν κι εμένα
γιοφύρι εστεριώνανε, ματάκια, ματάκια
στης ʼρτας το ποτάμι ματάκια λιγωμένα,
στης ʼρτας το ποτάμι με λίγωσαν κι εμένα
Ολημερίς το χτίζανε το βράδυ γκρεμιζόταν.
Μοιριολογούν οι μάστοροι και κλαιν οι μαθητάδες.
Πουλάκι πάησε κι έκατσε στη μεσινή καμάρα.
Δεν κελαηδούσε σαν πουλί, μηδέ σαν χελιδόνι,
μον καλαϊδούσε κι έλεγε μ ανθρωπινή κουβέντα:
- Αν δε στεριώστε άνθρωπο γιοφύρι δε στεριώνει.
Και μη στεριώσετε ορφανό, μη ξένο, μη διαβάτη
παρά του πρωτομάστορα την όμορφη γυναίκα.
Τ άκουσε ο πρωτομάστορας και του θανάτου πέφτει.
Νάτην κι αυτήνη φάνηκε από την άσπρη στράτα.
Την είδε ο πρωτομάστορας, ραγίζεται η καρδιά του.
Από μακριά τη χαιρετά και από κοντά τους λέγει:
- Γεια σας χαρά σας μάστοροι και σεις οι μαθητάδες.
Μα τι έχει ο πρωτομάστορας και είναι βαργκωμισμένος;
- Το δαχτυλίδι τού πεσε στην πρώτη την καμάρα
και ποιος να μπει και ποιος να βγει το δαχτυλίδι να βρει;
- Μάστορα μη πικραίνεσαι κι εγώ θα πα στο φέρω.
Εγώ θα μπω και γω θα βγω το δαχτυλίδι να βρω.
Μηδέ καλά κατέβηκε, μηδέ στη μέση πήγε.
Τράβα καλέ μ τον άλυσσο τράβα την αλυσίδα,
τι όλο τον κόσμο ανάγειρα κι τίποτες δεν ηύρα.
Ένας πιχάει με το μυστρί κι άλλος με τον ασβέστη,
παίρνει κι ο πρωτομάστορας και ρίχνει μέγα λίθο.
- Αλίμονο στη μοίρα μας, κρίμα στο ριζικό μας!
Τρεις αδερφάδες ήμασταν και οι τρεις κακογραμμένες!
Η μια μεινε στο Δούναβη κι η άλλη στον Ευφράτη
κι η Τρίτη η μικρότερη στης ʼρτας το ποτάμι.
Πως τρέμει το καρυόφυλλο, να τρέμει το γεφύρι!
Πως πέφτουν τα δεντρόφυλλα, να πέφτουν οι διαβάτες!
- Κόρη μ το λόγο άλλαξε κι άλλη κατάρα δώσε
τι έχεις μονάκριβο αδερφό, μη λάχει και περάσει.
Κι αυτή το λόγο άλλαξε κι άλλη κατάρα δίνει:
- Αν τρέμουν τ άγρια βουνά, να τρέμει το γιοφύρι,
κι αν πέφτουν τ άγρια πουλιά, να πέφτουν οι διαβάτες,
τι έχω αδερφό στην ξενιτιά, μη λάχει και περάσει!
ΦΙΛΟΙ Μ ΚΑΛΩΣ ΟΡΙΣΑΤΕ
Φίλοι μ καλώς ορίσατε σε τούτο το χωριό μας,
Το Πάσχα να γιορτάσουμε και το Χριστός Ανέστη,
Την Παναγιά τη Δέσποινα να διπλοπροσκυνάμε,
Την Παναγιά τη Δέσποινα όλοι παρακαλάμε,
Του χρόνου πάλι να μαστε όλοι την ίδια μέρα
ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ
Αη Γιώργη Αη Γιώργη αφέντη μου, σε γρίβο καβαλάρης
το θαύμα όπου έκανες εγώ θα μολογήσω
για τούτο τ άγριο θεριό το δράκο το μεγάλο
σταλιά νερό δεν άφηνε να πιούν στο πανηγύρι
θέλει να φάει άνθρωπο και το νερό ν αφήσει.
Και ρίξαν την πολυψηφιά το τίνος θε να πέσει
κι ο κλήρος πάη σε κι έπεσε σε μια Βασιλοπούλα
Την πήγαν και την άφησαν κοντά από το δράκο
εκεί ένας νιός εφάνηκε καβάλα στ άλογό του
Κόρη γιατί θλίβεσαι και βαρυαναστενάζεις;
Φεύγα παιδί μου απ εδώ να μη σε φάει ο δράκος.
και το στοιχειό ξεκίνησε την κόρη για να φάει.
Κι ο ʼγιος τον κυνήγησε και σκότωσε τον δράκο
και το νερό ξεκίνησε για τα γλυκά ποτάμια.
Έλα παιδί μ στο Βασιλιά δώρα να σου χαρίσει.
Να πας κόρη μ στο σπίτι σου, να πας στον Βασιλιά σου
να πεις κόρη μ της μάνας σου, να πεις του Βασιλιά σου,
εγώ το δράκο σκότωσα και είμαι ο Αη Γιώργης.
Να φτιάξεις κόρη μ μια Εκκλησιά να φτιάξεις τον Αη Γιώργη
να φτιάξεις την εικόνα μου καβάλα στ αλογό μου
με το σπαθί στο χέρι μου το δράκο να σκοτώνω
και σε κόρη μ να κάθεσαι κοντά από τ' άλογό μου
και να δοξάζετε τον Χριστό και να τον προσκυνάτε.
ΔΙΑΒΑΤΕ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΝΑΓΙΑ
Διαβάτε από την Παναγιά κι από το Κουκλέσι
να δείτε και ν ακούσετε νύφες του Κίτσιο Φώτoυ
πως κλαίνε πως μοιριολογούν, πως χύνουν μαύρα δάκρυα
κι αυτός ο Κίτσιος ο πικρός στέκεται και τους λέγει:
Κλάψτε νυφoύλες θλιβερές το πρώτο το παιδί μου
τoύχα πρώτο στα Γιάννενα στ ασκέρι του Βεζύρη
Kλάψτε νυφούλες θλιβερές, το μεσινό παιδί μου
τούχα πρώτο στα πρόβατα, πρώτο και στο κοπάδι
Κλάψτε νυφoύλες θλιβερές, το κοντινό παιδί μου
τούχα πρώτο στο σπίτι μου, πρώτο και στο ζευγάρι.
ΣΤΗ ΒΡΥΣΗ ΣΤΑ ΤΣΕΡΙΤΣΙΑΝΑ
Στη βρύση στα Τσερίτσιανα στη μέση από τη χώρα
Μπουλουκπασάδες κάθονταν κι όλοι Μαργαριτιώτες
κι αγνάντευαν τον πόλεμο πως πολεμάν στο Σούλι
πως πολεμάν μικρά παιδιά γυναίκες σαν τους άντρες
πως πολεμάει ο Μπότσαρης πως πολεμάει Τζαβέλας
πως πολεμάει Τζαβέλαινα σαν πρώτο παλικάρι
σέρνει φουσέκια στην ποδιά στουρνάρια στο ζωνάρι
ΝΥΧΤΑ ΗΤΑΝ ΠΟΥ ΧΟΡΕΥΑΜΕ
Νύχτα ήταν που χορεύαμε κανένας δεν μας είδε
μας είδε τ άστρο αυγερινός και το λαμπρό φεγγάρι
μας είδε ένα Τουρκόπουλο που κυνηγάει την κόρη
και η κόρη πάει και στάθηκε μες τ Αη Γιωργιού την πόρτα.
Αη Γιώργη Αη Γιώργη βόηθα με ο Τούρκος μη με πιάσει
σου τάζω λίτρες το κερί κι οκάδες το λιβάνι
κι εφτά βουβαλοδέρματα κι αυτά γεμάτα λάδι
κι η πόρτα εραγίσθηκε και μπαίνει η κόρη μέσα.
Κι ο Τούρκος πάει και στάθηκε μες τ Αη Γιωργιού την πόρτα
Αη Γιώργη Αη Γιώργη βόηθα με την κόρη για να πιάσω
σου τάζω λίτρες το κερί κι οκάδες το λιβάνι
κι εφτά βουβαλοδέρματα κι αυτά γεμάτα λάδι
κι η πόρτα εραγίσθηκε και μπαίνει ο Τούρκος μέσα.
ΣΤΗ ΧΩΡΑ ΣΤΟ ΚΕΡΑΣΟΒΟ
Στη χώρα στο Κεράσοβο στη μέση από τη χώρα
Μπουλουκπασάδες κάθονταν με τους Μοτσαϊσαίους
κι αγνάντευαν τον πόλεμο πως πολεμάν στο Σούλι
πως πολεμάν μικρά παιδιά, γυναίκες σαν τους άντρες
πως πολεμάει ο Μπότσαρης, πως πολεμάει Τζαβέλας
πως πολεμάει Τζαβέλαινα σαν πρώτο παλικάρι.
Πέντε πολέμους έκαναν απ' το πρωί ως το γιόμα
κι άλλους πέντε εσύνταζαν αυτού στο μεσημέρι.
Παπανικόλας φώναξε από το μετερίζι:
Πάψτε παιδιά μ τον πόλεμο πάψτε και τα ντουφέκια
να κατακάτσει ο κουρνιαχτός να μετρηθεί τ ασκέρι. .
Μετριούνται οι Τούρκοι τρεις φορές και λείπουν τρεις χιλιάδες
μετριούνται τα κλεφτόπουλα και λείπουν δυό νομάτοι
λείπει ο Γιάννος ο Μακρής κι ο Κώστας Συρρακιώτης.
Νάτοι κι εκείνοι π έρχονται μ εννιά Τούρκους δεμένους.
Παιδιά μου που τους πιάσατε τους παλιό Αρβανίτες
Στην Εκκλησιά τους πιάσαμε πίσ από τ ʼγιο Βήμα.
ΕΝΑ ΚΑΡΑΒΙ ΑΡΜΕΝΙΖΕ
Ένα καράβι αρμένιζε για τη Φραγκιά να πάει.
Καραβοκύρης φώναξε ψηλά από το κατάρτι
ποιος ήταν π αναστέναξε και στάθηκε το καράβι.
Αν είναι από τους δούλους μου να τον βαρυπληρώσω
κι αν είναι από τους σκλάβους μου να τον ελευθερώσω.
Εγώ ήμουν π' αναστέναξα και στάθηκε το καράβι,
είδα όνειρο, κακό όνειρο, κακό για το κορμί μου,
πως πάντρευαν την κόρη μου και στον εχθρό τη δίνουν.
ΠΟΥ ΠΗΡΕ Ο ΛΥΚΟΣ ΤΟ ΠΑΙΔΙ
Το μάθατε τι έγινε πέρσι το καλοκαίρι;
που πήρε ο λύκος το παιδί απ την ποδιά της μάνας.
Χίλιοι πεζοί τον κυνηγούν τριακόσιοι της καβάλας
κανένας δεν τον έφτασε από τα παλικάρια.
Κι η μάνα πούχε τον καημό, πούχε καημό μεγάλο
επήγε και τον έφτασε σ ένα ρημο λαγκάδι.
-ʼσε μου λύκε το παιδί και φάγε μου τα πράτα.
-Εγώ πρατάκια έχω φάει, παιδί δεν έχω φάει.
-Εγώ γιδάκια έχω φάει, παιδί δεν έχω φάει
Πνίγει τον λύκο απ το λαιμό και το παιδί της παίρνει!
ΜΙΑ ΚΟΡΗ ΑΠΟ ΤΑ ΓΡΕΒΕΝΑ
Μια κόρη από τα Γρεβενά στο θέρο κατεβαίνει
έργους, έργους εθέριζε, έργους καρδιοπονούσε
Και το δρεπάνι ακούμπησε να κάνει το παιδί της.
Και το παιδί της έκανε και πάει να το πνίξει.
Μια περδικούλα φώναξε από ψηλή ραχούλα:
-Που πας μα να με το παιδί σκύλα με το κουτάβι
εγώ με δεκαοχτώ παιδιά κανένα δεν πινίγω
και συ με το να το παιδί πάεις να το πινίξεις.
-Εσύ τα δεκαοχτώ παιδιά τάχεις με την τιμή σου
κι εγώ το ένα το παιδί, τοχω με την ντροπή μου!
ΤΟΥ ΜΕΣΟΛΟΓΓΙΟΥ
Σάββατο μέρα διάβαινα από το Μεσολόγγι
ήταν Σάββατο των Βαγιών Σαββάτο τ Αη-Λαζάρου
κι άκουσα αντρίκια κλάματα γυναίκεια μοιριολόγια
Δεν κλαίνε για τον πόλεμο όπου θα σκοτωθούνε
μον κλαίν που σώσαν το ψωμί και θα τους φάει η πείνα
Στην Εκκλησιά μαζεύτηκαν όλοι καπεταναίοι
Συμβούλιο εκάνανε το τι θ αποφασίσουν
κι απόφαση εβγάλανε την Έξοδο να κάνουν
την Έξοδο σαν έκαναν θρήνος μεγάλος γίνηκε.
Ο ΚΩΣΤΑΣ ΕΞΕΚΙΝΗΣΕ
Ο Κώστας εξεκίνησε στην Εκκλησιά να πάει
μπροστά βάζει τη μάνα του πίσω την αδελφή του
στη μέση μπαίνει ο Κωσταντής σαν ήλιος στολισμένος
Τον βλέπει ο ήλιος χάνεται κι ημέρα σκοτιδιάζει
γυρίζει η μάνα και του λέει κι αδελφή του κρένει.
Κώστα μ το τι κακό 'κανες το τι κακό 'χεις κάνει
σε βλέπει ο ήλιος χάνεται κι η μέρα σκοτιδιάζει
σε βλέπουν κι οι αγιοκκλησιές ανγούν και κλειούν οι πόρτες.
Γενού μάνα μ πνευματικός κι εσύ αδελφή του Διάκος
να με ξεμολογήσετε να πω τα κρίματά μου.
Ήμουν μεγάλος στο Χωριό και μοίραζα τα χρέη
στους πλούσιους ρίχνω δύο και τρεις
και στους φτωχούς τριάντα
της χήρας της κακότυχης της έριχνα σαράντα
Όλοι δέναν τους μαύρους τους στ' αμπέλια στα τσαΐρια
Κι εγώ πήγα και το δεσα κοντά στο ʼγιο Βήμα
και σκάβει με τα πόδια του τα νυχοπέταλά του
βγαίνει πανώρια λυγερή τριών μερών θαμμένη
όλοι φιλούνε το σταυρό όλοι φιλούν Βαγγέλιο
κι εγώ ο μαύρος τη φίλησα στα μάτια και στα φρύδια
όλο το βιός μου ξόδεψα συγχώρεση δεν βρήκα.
ΟΛΕΣ ΟΙ ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΕΣ
Όλες τις καπετάνισσες από το Κακοσούλι
στην ʼρτα τις επέρασαν στα Γιάννενα τις πήγαν
Όλες επροσκυνήσανε στ Αλή Πασά την πόρτα
Κι αυτή η Λέν του Μπότσαρη δεν είναι με τις σκλάβες
Αλή Πασάς εφώναξε σε όλο του τ ασκέρι
Δεν έχω Τούρκους διαλεχτούς τη Λένη για να πιάσουν
Λένη μ για ρίξε τ άρματα αφέντισσα να γίνεις.
Εγώ είμαι η Λένη του Μπότσαρη τζαμί δεν προσκυνάω
και παίρνει δίπλα τα βουνά και όλο πολεμώντας.
1. Τραγουδιέται την Παρασκευή της Ζωοδόχου Πηγής στο αποκορύφωμα του Καγκελάρη πριν από το δίπλωμα του χορού
|