08/07/2008
Η Οικογένεια των Κιγκαίων
Σύνδεσμος Αποφοίτων Ζωσιμαίας Σχολής Ιωαννίνων
Πηγή: Σπύρος Εργολάβος, Γεώργιος Παπακώστας, Φρίξος Πούρλης, Κώστας Καραγιαννίδης
© Δήμος Ιωαννίνων
|
|
Το έτος 1893, ένα χρόνο μετά τη διετή μετεκπαίδευσή του στη Γερμανία και ενώ υπηρετούσε ως Διευθυντής στη Ζωσιμαία Σχολή -ο τίτλος του Διευθυντή τότε ήταν τίτλος προπαιδευτικός των δοκίμων για τον υψηλό τίτλο του Γυμνασιάρχη-, νυμφεύεται την κόρη του Νικόλαου Κίγκου Ειρήνη και συνδέεται έτσι με την οικογένεια των Κιγκαίων. Πρόκειται για τη μεγάλη Γιαννιώτικη αρχοντική οικογένεια η οποία επί ολόκληρες δεκαετηρίδες διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο, τόσο κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, όσο και μετά την Απελευθέρωση.
Το γενεαλογικό δέντρο των Κιγκαίων
Σύμφωνα με τη μαρτυρία της Φερενίκης Καλούδη-Κίγκου, οι Κιγκαίοι κατάγονταν από τη Λαμία και εγκαταστάθηκαν μόνιμα στα Γιάννινα. Στην αρχή εμφανίζονται τα τρία αδέλφια, ο Ιωάννης Κίγκος, ο Λεωνίδας και ο Νικόλαος. Ο Νικόλαος Κίγκος νυμφεύεται τη Μαρίνα Χρυσοβιτσινού. Από το γάμο αυτό προέκυψε μια πολυμελής οικογένεια η οποία περιλάμβανε εφτά παιδιά, πέντε αγόρια και δυο κορίτσια: τον Κωνσταντίνο, το Δημήτριο, τον Παύλο, τον Περικλή, το Βασίλειο, τη Μαγδαληνή και την Ειρήνη.
Θυγατέρες του Γεώργιου Καλούδη και της Ειρήνης Κίγκου - Καλούδη ήταν η Ιφιγένεια Καλούδη (έτος γεννήσεως 1901) και η Φερενίκη Καλούδη (έτος γεννήσεως 1906). Με το θάνατο της Φερενίκης Καλούδη (6-2-1995) εξέλιπε η οικογένεια των Κιγκαίων και η οικογένεια Καλούδη.
Οι Κιγκαίοι πολύ νωρίς αναμίχτηκαν στα κοινά της πόλης, στα πλαίσια της Χριστιανικής Κοινότητας των Ιωαννίνων. Για να εκτιμήσουμε, συνεπώς, τη δράση τους θα πρέπει να έχουμε μια σύντομη εικόνα της κοινοτικής οργάνωσης των Ιωαννίνων, κατά τα χρόνια της Τουρκοκρατίας.
Η Χριστιανική Κοινότητα
Η Χριστιανική Κοινότητα ή «Πολιτεία των Ιωαννίνων Ιωαννίνων», όπως ονομαζόταν, ήταν, θα λέγαμε σήμερα, ένα νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, οργανωμένο σε σώμα νομοθετικό, εκτελεστικό και δικαστικό.
Κυρίαρχο σώμα αυτής της οργάνωσης ήταν η Γενική Συνέλευση∙ αποτελούνταν από τους Γιαννιώτες πολίτες που είχαν το δικαίωμα «του εκλέγει ν και εκλέγεσθαι», Κατά το μήνα Μάρτιο κάθε έτους ο Μητροπολίτης Ιωαννίνων, Πρόεδρος «εξ οφφικίοv» αυτός, καλούσε στη Μητρόπολη, σε Γενική Συνέλευση, τους δικαιούχους πολίτες και γινόταν η λογοδοσία της διαχείρισης του προηγούμενου έτους∙ την ίδια μέρα οριζόταν και η ημερομηνία της εκλογής των νέων οργάνων που ήταν η Δημογεροντία και η Εφοροεπιτροπεία. Η εκλογή γινόταν με μυστική ψηφοφορία.
Στη δικαιοδοσία της Κοινότητας -με τα θεσμοθετημένα όργανά της- ανήκε η διοίκηση της Κοινότητας γενικά, ειδικότερα όμως και κύρια ανήκε η διοίκηση και διαχείριση της μεγάλης περιουσίας που σχηματίστηκε από τα κληροδοτήματα (τα λάσσα) που κατά καιρούς ίδρυσαν οι μεγάλοι Ηπειρώτες ευεργέτες. Κληροδοτήματα που απέβλεπαν βασικά στην προαγωγή της Παιδείας και της Κοινωνικής Πρόνοιας του υπόδουλου Ελληνισμού.
Δεν ήταν όμως, απ' την αρχή μέχρι το τέλος, ίδια η κοινοτική οργάνωση των Ιωαννίνων, Αρχικά ο Μητροπολίτης, οι άρχοντες, οι έμποροι και οι αρχηγοί των συντεχνιών, αποφασίζουν για κοινοτικά ζητήματα, Αργότερα καθιερώθηκε η λαϊκή ψήφος. Και τότε όμως στη διοίκηση της Κοινότητας κυριαρχούσαν επί πολύ ο κλήρος και οι ευγενείς. Χρειάστηκαν σκληροί αγώνες για να καθιερωθεί η μυστική ψηφοφορία και να περιέλθει η διοίκηση και διαχείριση των κοινών από τους άρχοντες στο λαό.
Κατά τη διάρκεια αυτών των αγώνων δυο ήταν τα κύρια γνωρίσματα: Το περίφημο «Γέννημα και Θρέμμα» και η διαίρεση των πολιτών στα δυο, μέχρι τα τελευταία χρόνια της Τουρκοκρατίας, γνωστά κόμματα.
Γέννημα και Θρέμμα
Σε κοινοτικό κανονισμό της εποχής της Τουρκοκρατίας διαβάζουμε:
«Η Ορθόδοξος Ελληνική Κοινότητας της πόλεως Ιωαννίνων αποτελείται από παντός Ορθοδόξου Χριστιανού όντος γεννήματος και θρέμματος της πόλεως και υπηκόου Οθωμανού».
Σαφής λοιπόν, η κοινοτική διάταξη: Για να είσαι μέλος της Κοινότητας Ιωαννίνων έπρεπε να είσαι Οθωμανός υπήκοος και «γέννημα και θρέμμα» της πόλης, Αυτός ο θεσμός, «γέννημα και θρέμμα», παρείχε το δικαίωμα του εκλέγει ν και εκλέγεσθαι μονάχα σ' αυτούς που γεννήθηκαν και ανατράφηκαν στην πόλη των Ιωαννίνων. Έτσι δημιουργήθηκε στην πόλη, για πολλά χρόνια, ένα σκληρό κατεστημένο και το δικαίωμα της ψήφου είχε γίνει στην ουσία κληρονομικό, Ο πατέρας μεταβίβαζε στο γιο το δικαίωμα της ψήφου με αποτέλεσμα να διαιωνιστεί μια κλειστή εκλογική βάση που, σε συσχετισμό με τον πληθυσμό της πόλης, ήταν μηδαμινή. Σε πληθυσμό 15,000 περίπου κατοίκων της πόλης, οι ψηφοφόροι μόλις πλησίαζαν τους 500. Ανάμεσα σ' αυτούς η μερίδα που κάθε φορά επικρατούσε κατόρθωνε, έχοντας την πλειοψηφία, να παραμένει ανεξέλεγκτη και να μονοπωλεί τα κοινοτικά πράγματα της πόλης.
Αυτός ήταν και ο λόγος για τον οποίο καταβλήθηκαν επανειλημμένες προσπάθειες για την εξυγίανση των κοινοτικών πραγμάτων και την κατάργηση του θεσμού τούτου. Έτσι, στα 1854, ο αοίδιμος Λιάμπεης εισάγει τον προϋπολογισμό και καθιερώνει τη σύσταση Ταμείου. Μαζί με τους άρχοντες άρχισε να διαχειρίζεται τα κοινά της πόλης και η μεσαία τάξη που φιλοτιμήθηκε να ανταποκριθεί κάπως στις προσδοκίες του κοινού.
Ο αγώνας όμως δεν έληξε εδώ. Συνεχίστηκε με τον ίδιο ζήλο και απέβλεπε στην κατάργηση του θεσμού «γέννημα και θρέμμα». Κατάργηση που επιτεύχθηκε όμως λίγα μόλις χρόνια πριν από την Απελευθέρωση των Ιωαννίνων. Και τούτο χάρη στην παρέμβαση του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως. Το Πατριαρχείο κατάργησε το θεσμό «γέννημα και θρέμμα» και επέβαλε νέο κοινοτικό κανονισμό, σύμφωνα με τον οποίο έμπαιναν στη διαχείριση των κοινοτικών πραγμάτων της πόλης και κάτοικοι των Ιωαννίνων που προέρχονταν απ' την επαρχία.
Κόσσα και Βλιώρα
Κόσσα και Βλιώρα ονομάζονταν, κατά τις τελευταίες δεκαετηρίδες της Τουρκοκρατίας, τα δύο αντίπαλα κόμματα της Ορθόδοξης Χριστιανικής Κοινότητας των Ιωαννίνων.
Η κύρια εκλογική δύναμη του κόμματος της Κόσσας ήταν στις αριστοκρατικές συνοικίες. Είχε πολιτογραφηθεί ως κόμμα των αρχόντων. Τα μέλη του τηρούσαν αυστηρά τα πατροπαράδοτα έθιμα και αντιδρούσαν, με φανατισμό, στην ανάμιξη των ξένων στα κοινά της πόλης. Περιπαικτικά δε αποκαλούσαν τα μέλη του αντιπάλου κόμματος Βλιωσαίας τάξης∙ είχε μέσα στις τάξεις του ανθρώπους νοικοκυραίους, επαγγελματίες, εμπόρους, ανθρώπους του παζαριού και της δουλειάς. Είχε όμως και ανθρώπους λαϊκούς, ανθρώπους της ψάθας, εύθυμους τύπους και γλεντζέδες.
Σκληροί ήταν οι αγώνες ανάμεσα στα δύο αυτά κόμματα για την επικράτηση στην πόλη. Επικεφαλής αυτών των κομμάτων οι ηγέτες τους. Κατά τα τελευταία, πριν απ την Απελευθέρωση, χρόνια της ηγεσία του κόμματος της Κόσσας την είχε ο Ιωάννης Μελάς και της Βλιώτας ο Δημήτριος Κίγκος. Αυτοί οι αγώνες γίνονταν ιδιαίτερα εμφανείς κατά τις προεκλογικές περιόδους. Η λαϊκή μούσα αποτύπωσε αυτούς τους αγώνες με χαρακτηριστικούς στίχους. Όσοι ανήκαν στην Κόσσα τραγουδούσαν:
«Αν θέλετε, Γιαννιώτες, να ζήσετε καλά
ψηφίστε το Μελά, μαυρίστε τον Τακούλη»
Σαυτό η Βλιώτα απαντούσε:
«Αν θέλετε, Γιαννιώτες, να ζήσετε καλά,
ψηφίστε τον Τακούλη (Δημήτριο Κίγκο)
μαυρίστε το Μελά»
και όταν οι οπαδοί των δύο κομμάτων τραγουδούσαν «να ζήσετε καλά», εννοούσαν τη διαχείριση του Κοινοτικού Ταμείου. Όποιο κόμμα επικρατούσε στις εκλογές, εξέλεγε την Εφοροεπιτροπεία που διαχειριζόταν, βασικά, τα χρήματα των μεγάλων ευεργετών.
Εφοροεπιτροπεία
Η Γενική Συνέλευση των εκλογέων πολιτών της πόλης των Ιωαννίνων εξέλεγε, με άμεση εκλογή, τα 19 μέλη από τα οποία αποτελούνταν η Εφοροεπιτροπεία των Ιωαννίνων. Συγκεκριμένα εξέλεγε: 4 εφόρους εκπαιδευτηρίων, 3 εφόρους προικοδότησης απόρων κορασίδων, 2 επιτρόπους Νοσοκομείου, 2 επιτρόπους Γηροκομείου και ανά 2 επιτρόπους των Ναών Αγ. Αθανασίου (Μητρόπολης), Αρχιμανδρειού, Αγίας Μαρίνας και Αγίου Νικολάου (Αγοράς).
Η Εφοροεπιτροπεία ήταν σώμα διοικητικό και διαχειριστικό. Εκλεγόταν για ένα έτος. Διοικούσε και διαχειριζόταν όλα τα θέματα που αφορούσαν την Κοινότητα της πόλης. Θέματα γενικά, όπως αυτά της παιδείας, και θέματα ειδικά, όπως αυτά των προικοδοτήσεων. Είναι αξιοπαρατήρητο το γεγονός ότι η Εφοροεπιτροπεία δεν είχε εξάρτηση από τον Τούρκο κατακτητή. Αυτός δε ζήτησε ποτέ να επέμβει στα θέματα της Εφοροεπιτροπείας, αν και γνώριζε ότι τα οικονομικά της βρισκόταν σε ανθηρότατη κατάσταση. Αυτό συνέβαινε, βέβαια, όσο η διαχείριση ήταν χρηστή. Υπήρχε, ασφαλώς, και τέτοια περίοδος. Στο τέλος κάθε διαχειριστικής περιόδου, περί τα μέσα Μαρτίου κάθε έτους, σε Γενική Συνέλευση των δικαιούχων πολιτών, πριν απ' την εκλογή της νέας Εφοροεπιτροπείας, γινόταν λογοδοσία της διαχείρισης και έκθεση μελών της Δημογεροντίας σχετικά με τον έλεγχο αυτής.
Δυστυχώς, όμως: Στα κοινοτικά πράγματα της πόλης μας δεν ήταν πάντα «οι λογαριασμοί αυτών που διαχειρίζονταν κοινή περιουσία σαφείς και ολοφάνεροι». Οι δια- χειριζόμενοι τα κοινά «δεν έδειχναν πάντοτε τους εαυτούς τους πρόθυμους στο πεδίο της ηθικής άμιλλας». Φατρίες, διαμάχες, συγκλόνιζαν, συχνά, την πόλη και την οδηγούσαν σε δεινή κατάσταση.
Φατρίες, διαμάχες, έριδες.
Λαίκός στιχοπλόκος της εποχής επιγραμματικότατα προσδιόρισε την ελεεινή κατάσταση της τότε διαχείρισης των χρημάτων της Κοινότητας, γράφοντας:
«Οι αρχόντοι τρων τα λάσσα
κι οι φτωχοί, νουρές που πράσσα».
Πέρα όμως από το λαϊκό στιχοπλόκο, υπάρχουν σαφείς γραπτές μαρτυρίες της εποχής εκείνης που πείθουν και τον πιο δύσπιστο πολίτη για την κατάσταση που επικρατούσε τότε στην πόλη μας, Θα σταματήσουμε μόνο σε δυο απ' αυτές, τις πιο αξιόπιστες:
Πρώτη μαρτυρία του καθηγητή των μαθηματικών στη Ζωσιμαία Σχολή, Φιλίππου Σαγκούνη. Δημοσιεύοντας στα «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ» την ανέκδοτη αλληλογραφία των Ζωσιμάδων απ το αρχείο του Φίλιου- αναφέρει, προλογίζοντας:
«Η αυθαιρεσία και η φαυλότης της διαχειρίσεως η επικρατούσα κατά την εποχήν εκείνην εις την διοίκησιν των κοινών εκ μέρους μιας σπείρας αρχόντων, αντλούντων την δύναμίν των από μακράν παράδοσιν, προβάλλει τόσον καταφώρως εκ των δημοσιευομένων εγγράφων, ώστε να πολλαπλασιάζη την ευγνωμοσύνην της πόλεως προς τον αοίδιμον Ν. Ζωσιμάν, όστις ηδυνήθη να πειθαναγκάση τους κρατούντας να εγκαταλείψωσι δια παντός την αθλίαν τακτικήν της διασπαθίσεως και του σφετερισμού των κοι νών χρημάτων, χρησιμοποιήσας αποτελεσματικώς την απειλήν της μεταφοράς του κληροδοτήματος».
Δεύτερη, εξίσου αξιόπιστη, μαρτυρία του Ιωάννη Λαμπρίδη, γνωστού γιατρού και συγγραφέα του 19ου αιώνα. Στο αξιόλογο έργο του «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΑ ΑΓΑΘΟΕΡΓΗΜΑΤΑ» ο Λαμπρίδης επισημαίνει:
«Οι επί της εποχής του Αλή πασά επίτροποι των εκκλησιών και του νοσοκομείου ου μόνον εσέβοντο τας διαθήκας των αοιδίμων ευεργετών της πόλεως και εξετέλουν μετά θρησκευτικής ευλαβείας τας εντολάς αυτών, αλλά και εξ ιδίων ούτοι προθύμως επλή- ρουν το ελλείπον, οσάκις τα υπέρ των διαφόρων αγαθοεργών διατεθέντα δεν επήρκουν.
Μετά δε την πτώσι ν του Σατράπου εκεί νου σπανίως η διαχείρισις κατά το πνεύμα και το γράμμα των διαθηκών εξετελέσθη».
Αυτές οι διαμάχες, όπως ήταν επόμενο, είχαν επιπτώσεις στη λειτουργία της Ζωσιμαίας Σχολής, που λειτουργούσε από το 1828, και επηρέαζαν άμεσα την πρόσληψη και την απόλυση των Γυμνασιαρχών και του υπόλοιπου διδακτικού προσωπικού. Σ αυτές
τις διαμάχες οφείλονται οι περιπέτειες του Γυμνασιάρχη Αναστάσιου Σακελλάριου, καθώς επίσης και οι περιπέτειες του Γυμνασιάρχη Γεώργιου Καλούδη. Οι περιπέτειες του Καλούδη εξηγούνται και από το γεγονός ότι ήταν γαμπρός των Κιγκαίων που πρωτοστατούσαν στα κοινοτικά πράγματα της πόλης μας.
Ήδη, όπως προκύπτει από το αρχείο της Ζωσιμαίας Σχολής, στα κοινοτικά πράγμα- τα της πόλης αναμιγνύεται ο Νικόλαος Κίγκος, ο οποίος, κατά το έτος 1882-1883 ήταν μέλος της Εφορείας των Εκπαιδευτηρίων της πόλης των Ιωαννίνων, μαζί με τους: Γ. Ζωίδη, Κ. Αλιέα, Χ. Κιούρη και Ν. Δρόσο, επί Γυμνασιαρχίας Μιλτιάδη Πανταζή,
Οι Κιγκαίοι είχαν επεκτείνει τις δραστηριότητές τους και σε πολλά μέρη έξω από την πόλη των Ιωαννίνων, ακολουθώντας το παράδειγμα πολλών απόδημων Ηπειρωτών.Ξανοίχτηκαν ως την Τεργέστη και τη Βενετία και απόκτησαν εμπορική επαφή με τον έξω κόσμο. Απόδημοι Γιαννιώτες βρίσκονται, εκείνη την εποχή, εγκατεστημένοι σ ολόκληρη την Ευρώπη. Δίπλα στους εμπόρους και τους επιχειρηματίες, πολλοί είναι οι Γιαννιώτες που σπουδάζουν σε Πανεπιστήμια της Ευρώπης. Όλες σχεδόν οι πόλεις της Ευρώπης κατακλύστηκαν από Γιαννιώτες. Στην Τεργέστη έζησε και πέθανε ο Βασίλειος Ν. Κίγκος, όπως αυτό φαίνεται από δήλωση της «Κοινότητος των εν Τεργέστη Ορθοδόξων Ελλήνων», του έτους 1923.
Απ όλους τους Κιγκαίους, την πιο ενεργό ανάμιξη και συμμετοχή στα κοινά της πόλης των Ιωαννίνων είχαν ο Περικλής και ο Δημήτριος Κίγκος.
Ο Δημήτριος Κίγκος
Πρόκειται για τον πιο γνωστό από τους Κιγκαίους στην κοινωνία των Ιωαννίνων. Επικεφαλής του κόμματος της «Βλιώρας» σύνδεσε τη ζωή του και τη δράση του με την κοινοτική ζωή της πόλης και εκλεγόταν σχεδόν συνεχώς έφορος των εκπαιδευτηρίων. Σπούδασε δικηγόρος και ήταν πλούσιο ς γαιοκτήμονας. Το 1891, με αφορμή την καταπάτηση προνομίων που είχαν παραχωρηθεί από τους Τούρκους στους Χριστιανούς, και το κλείσιμο των εκκλησιών, ο Δημήτριος Κίγκος έλαβε μέρος σε συλλαλητήριο που οργανώθηκε στην πόλη των Ιωαννίνων. Συνελήφθη τότε, μαζί με άλλους Γιαννιώτες πολίτες, μεταφέρθηκε στην Πόλη και κλείστηκε στις φυλακές του Ταρσανά. Έγινε από τους πρώτους μέλος της Ηπειρωτικής Εταιρείας (Ηπειρωτικού Κομιτάτου) που εργάστηκε να προετοιμάσει τον αγώνα για την απελευθέρωση της Ηπείρου. Είχε σοβαρούς δισταγμούς για την έκβαση του αγώνα∙ όπως αρκετοί άνθρωποι της ηλικίας του και της τάξης του, θεωρούσαν την απελευθερωτική προσπάθεια της Ηπειρωτικής Εταιρείας επικίνδυνη. Αυτός ήταν και ο λόγος για τον οποίο ορισμένοι δε δίστασαν να κατηγορήσουν το Δημήτριο Κίγκο για προδοσία, Η κατηγορία αυτή, βέβαια, δεν έχει σχέση με την πραγματικότητα.
Στις κοινοτικές εκλογές του 1909 ηττήθηκε. Την ίδια χρονιά όμως εκλέχτηκε βουλευτής στην τουρκική βουλή, ανακάλεσε όμως την εκλογή του καθ' υπόδειξη της Ηπειρωτικής Εταιρείας.
Μετά την Απελευθέρωση εκλέχτηκε, δυο φορές, βουλευτής Ιωαννίνων με το Λαϊκό Κόμμα. Πέθανε στην Αθήνα, το 1922. Με τη διαθήκη του πρόσφερε 50.000 χρυσές δραχμές στο Ορφανοτροφείο Γ. Σταύρου, άφηνε δε κληρονόμους της μεγάλης περιουσίας του τα αδέρφια του.
Κανένας δεν αμφισβήτησε την εντιμότητά του και τη συμβολή του στη διαχείριση των κοινών της πόλης των Ιωαννίνων. Ορισμένοι του καταλόγισαν σκοπιμότητα στις ενέργειές του και δειλία. Εκ διαμέτρου αντίθετη η κριτική που ασκήθηκε, όσο ζούσε και μετά το θάνατό του, από τον τύπο. Έτσι η εφημερίδα «ΦΩΝΗ ΤΗΣ ΗΠΕΙΡΟΥ» που εκδιδόταν στην Αθήνα, σε σχόλιό της, το 1907, τόνιζε, εντελώς επικριτικά:
«Αφίκετο εκ Σμύρνης μεταβαίνων εις Ιωάννινα ο κ. Τακούλης Κίγκος, πρόεδρος της Εφορείας Ιωαννίνων, ο μέγας αυτός ισκαριώτης και αίτιος όλων των ατόπων τα οποία συμβαίνουν εις τα εκπαιδευτικά και κοινοτικά εν γένει των Ιωαννίνων».
Εγκωμιαστική, αντίθετα, είναι η κριτική που άσκησε στον Δ. Κίγκο ο Ευθύμιος Τζάλας, στην εφημερίδα «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΟΣ ΑΓΩΝ», το 1930, οχτώ χρόνια μετά το θάνατό του.
«Υπήρξε -γράφει- ο μοναδικός ίσως προύχων Ιωαννίτης όστις μετά φανατισμού και πίστεως υπεστήριξε κατά διαφόρους καιρούς το αυτοδιάθετον και την αυτοδιοίκησιν των Ελεών και απειράκις έσωσε ταύτα από αδηφάγους καρχαρίας, οι οποίοι, αφού κατέφαγον παν κληροδότημα εν ταις ιδίαις αυτών πατρίσιν απεπειρώντο να συνεχίσουν τη δράσιν των και ενταύθα.
Αλλά δεν υπήρξε το άπαν της δράσεως του αειμνήστου ανδρός η προσπάθεια αυτή. Συνεχίζων τας περί ευεργεσίας Ηπειρωτικάς παραδόσεις ουχί άπαξ εις περιστάσεις χαλεπάς έδιδε δείγματα αλτρουισμού και ανωτερότητος. Όταν δε επέλθη η στιγμή και η πόλις πληροφορηθή τα των ευγενών διαθέσεων του Δημ. Κίγκου, τότε θα αποκαλυφθή εκ σεβασμού και εκτιμήσεως».
Γεγονός πάντως είναι ότι στο Δημήτριο Κίγκο και στο κόμμα του ο Λαός των Ιωαν- νίνων στήριξε πολλές ελπίδες κατά τα δίσεχτα χρόνια της σκλαβιάς.
Περικλής Κίγκος
Γιος του Νικόλαου Κίγκου ήταν ο Περικλής Κίγκος, ο πιο γνωστός, μετά τον αδερφό του Δημήτριο, στην κοινωνία των Ιωαννίνων. Ακολούθησε πιστά τις παραδόσεις της οικογένειας των Κιγκαίων στον τομέα της πλούσιας προσφοράς προς την πατρίδα και τη θρησκεία. Ήταν ένας γνήσιος τύπος Γιαννιώτη, με όλα τα γνωρίσματα της καλοσύνης και της ευγένειας. Συμπεριφερόταν προς τους συμπολίτες του, ιδιαίτερα δε προς τους κατοίκους της συνοικίας του, της Λούτσας, ως μεγαλύτερος αδερφός. Πανθομολογούμενη ήταν η έφεσή του προς την ευεργεσία. Διετέλεσε, επί σειρά ετών, Γενικός Ταμίας των Αγαθοεργών Καταστημάτων της πόλης και διαχειρίστηκε τα κοινά χρήματα με πλήρη εντιμότητα. Ενδιαφέρον έδειξε επίσης για την πρόοδο των εκπαιδευτικών πραγμάτων της πόλης, ως έφορος, επί πολλά έτη, της Γενικής Ελληνικής Σχολής (της γνωστής Ζωσιμαίας). Ήταν, επίσης, επί σειρά ετών, μέλος και ταμίας του Ορφανοτροφείου Γεωργίου Σταύρου.
Πέθανε, το 1949, σε ηλικία 79 ετών. Η κηδεία του, σε ένδειξη ευγνωμοσύνης, υπήρξε πάνδημος. Το νόημα της προσφοράς του και της οικογένειάς του απέδωσε, εκ μέρους των συνοικιωτών του, ο Ευάγ. Μουστάκας, κλείνοντας το σύντομο επικήδειό του, με τούτα τα χαρακτηριστικά λόγια:
«Με τον θάνατόν σου σβήνει το άρωμα και του τελευταίου άνθους του ευόσμου μπουκέτου της οικογενείας σου, ουχ ήττον όμως η ηθική απόπνοια του μπουκέτου αυτού επί πολύν χρόνον μετά ταύτα, θα αρωματίζει την καρδίαν μας και την ψυχήν μας».
Με το θάνατο του Περικλή Κίγκου εξέλιπε και ο τελευταίος επιζών γόνος της μεγάλης Γιαννιώτικης οικογένειας των Κιγκαίων. Με την οικογένεια αυτή συνδέθηκε επί δεκαετηρίδες η πόλη. Με την ίδια οικογένεια συνδέθηκε και ο Γεώργιος Καλούδης. Η δράση της οικογένειας των Κιγκαίων επηρέασε και τη σταδιοδρομία του Γ. Καλούδη. Αρκετές από τις περιπέτειές του, που θα παρακολουθήσουμε σε άλλο κεφάλαιο, δεν είναι άσχετες με τις δραστηριότητες των Κιγκαίων. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο ήταν απαραίτητη η αναφορά μας και σ' αυτή την οικογένεια.
|